Ακούγοντας ξανά και ξανά το “Αbandoned Dancehall Dreams” ένα πράγμα γυρνάει συνέχεια στο μυαλό μου… Νο–Μan…
Και είναι απόλυτα λογικό νομίζω γιατί γυρνώντας τον χρόνο πίσω στο 2008 θυμάμαι το εντυπωσιακά κινηματογραφικό “Schoolyard Ghosts” και το ίδιο πράγμα νομίζω ότι είχε στο μυαλό του συνέχεια κατά τη διάρκεια της σύνθεσης και ηχογράφησης του δίσκου και ο ίδιος ο Tim Bowness. Το “Αbandoned Dancehall Dreams” ακούγεται λοιπόν σαν τη φυσική συνέχεια του “Schoolyard Ghosts” και εδώ που τα λέμε αυτό θα ήταν και το follow-up αν ο μεγάλος Steve Wilson δεν είχε εγκαταλείψει το όχημα αναγκάζοντας τον Tim να πάρει το ρίσκο και να συνεχίσει solo.
Το “Αbandoned…” είναι ένα concept album χωρίς όμως κάποιο βασικό storyline, τα κομμάτια μπορούν να ακουστούν και το κάθε ένα μόνο του χωρίς να χαθεί η στιχουργική ροή… είναι ένα συνονθύλευμα ιδεών, σκέψεων, συναισθημάτων του Tim, που γίνανε ξεχωριστές ιστορίες για ανθρώπους που μεγαλώνουν, για ανθρώπους που βρίσκονται στην πορεία της ζωής, ενώνονται & χωρίζουν, για τη μοναδικότητα του καθενός, για την αλλαγή και το πώς την αποδέχεται ή την απορρίπτει ο καθένας μας… για την απώλεια … ένας δίσκος βαθιά εσωτερικός, ένας δίσκος που για εμένα ο Τim μεγάλωσε μαζί του και μέσα από αυτόν και καλεί και εμάς να πράξουμε το ίδιο… “Η απάντηση στο “Τhe Raven That Refused To Sing” του Wilson;” θα με ρωτήσει κανείς… μμμμμ, υπό μία έννοια ίσως, θα του έλεγα …
Το (σχεδόν αυτοβιογραφικό; – ο ήρωας ένας “αποτυχημένος’’ ροκ σταρ που δεν καταφέρνει να φύγει από τη σκιά του opening act) “Τhe Warm-Up Man Forever” θυμίζοντας έντονα το “Wild Opera” θα σε ξεσηκώσει για λίγο με την εισαγωγή του, το drum beat του Pat Mastelotto (King Crimson) και τη μεστότητα της φωνής του Tim, ενώ τραγούδια όπως το “Smiler Αt 50”, το “Songs Of Distant Summers”, το “Waterfoot” ή το “Dancing For You” θα σε τραβήξουν μονομιάς στα σκοτεινά και μελαγχολικά σοκάκια του μυαλού και της ψυχοσύνθεσής του και σκεφτικός θα χαθείς σε αυτά, καθώς παράλληλα ένα κινηματογραφικό vibe σε υποβάλλει διαρκώς, τη μία μέσα από το βιολί της Anna Phoebe και την άλλη μέσα από τα keyboards (που έχουν και τον πρωταγωνιστικό ρόλο) μαζί με τους πειραματισμούς στις σκόρπιες drum λούπες, τους ambient ήχους και το γνωστό talk-sing στυλ του Bownness.
Εν κατακλείδι αν και πάνω κάτω από τον Τim Bowness ξέρεις τι να περιμένεις, εδώ έχουμε να κάνουμε με την ποιοτικότερη δουλειά του (album κατάθεση & κάθαρση ψυχής -σχεδόν βιωματικό), την trademark (πλέον) φωνή του, την απλότητα και την αμεσότητα της μουσικής του, το πάθος του για τη μελαγχολία και την all star μπάντα που κρύβεται από πίσω.
Ό,τι πρέπει λοιπόν για progressive οπαδούς και όχι μόνο, για φίλους των Porcupine Tree, για φίλους των Blackfield…
689