Eyehategod… Και μόνο να προφέρεις το “ανίερο” όνομα αυτής της μπάντας συνειδητοποιείς πως πρόκειται να ακούσεις κάτι που θα σου μαυρίσει το “είναι” και θα σε κάνει να χάσεις ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη σου στο ανθρώπινο είδος, μόλις πατήσεις το play (ή ακουμπήσεις την βελόνα) σε κάποια από τις κυκλοφορίες της.
Συνώνυμο του sludge ιδιώματος από την εμφάνισή τους το 1988, διδάσκουν μαζί με το “Gluey Porch Treatments” των Melvins πώς πρέπει να παίζεται η μουσική αυτή που οφείλει τον ήχο της το ίδιο και ίσως περισσότερο στην ανατροπή και το ασυμβίβαστο του Punk και του hardcore, όσο και στους Black Sabbath, τους St. Vitus, τους Obsessed και τα ξεκούρδιστα, γεμάτα ψυχή και λάσπη, blues του Νότου. Με άλλα λόγια πώς να ντύσεις ηχητικά τον πόνο, την μιζέρια και ό,τι σκοτάδι μέσα σου με feedback, riff, ρυθμούς, αποτροπιασμένη ποίηση, τέχνη. Δισκάρες σαν τα “Take as Needed For Pain” και “Dopesick” αδιαμφισβήτητα ντοκουμέντα των παραπάνω δηλώσεων.
Το 2000, δώδεκα χρόνια μετά την εμφάνισή τους, κυκλοφορεί το “Confederacy Of Ruined Lives” βρίσκοντας τους EHG στην πιο άσχημη, στο βαθμό που είναι εφικτό κάτι τέτοιο, περίοδό τους μέσα από αλλεπάλληλες αλλαγές μελών (μπασίστες κυρίως), εσωτερικές τριβές, καταχρήσεις, εξαρτήσεις, φυλακές και φτώχεια και μετά… Σιωπή… Αλλά όχι νέκρα. Κάποια single και split άφηναν να εννοηθούν πως δεν σταμάτησε το μίσος. Συνεργασίες σε projects και μπάντες δηλώνων την ανάγκη για έκφραση… Κυρίες και κύριοι, μα την μασέλα του Jimmy Bower, οι Eyehategod είναι πίσω!
Επίσημη ολοκληρωμένη κυκλοφορία μετά από 14 χρόνια το ομώνυμο άλμπουμ των Eyehategod είναι γεγονός. Ομώνυμο, κατά την άποψή μου ίσως και εσκεμμένο σαν “ντεμπούτο” μπάντας, ο δίσκος αποτελεί ένα statement της oldschoolιάς που διακρίνει τους EHG. Τιγκαρισμένος στο feedback σήμα κατατεθέν, στους αυτιστικούς ρυθμούς και τις άχρονες παύσεις του μακαρίτη πλέον drummer Joey LaCaze, στα riff των Jimmy Bower/ Brian Patton, στήνουν βήμα για τις νοσηρές σκέψεις του Mike IX Williams να βρουν έξοδο στα ηχεία και τα αυτιά και από εκεί στο μυαλό του ακροατή.
Το άκουσμα του δίσκου σα σύνολο έχει τα πάνω και τα κάτω του. Αν τον πιάσεις αποκλειστικά και μεμονωμένο μιλάμε για έναν απίστευτα καλό sludge δίσκο. Απίστευτα καλό γιατί λίγες μπάντες καταφέρνουν να διατηρούν την ενέργεια και αισθητική τους μετά από τόσα χρόνια στα επίπεδα που έχουν συνηθίσει τους οπαδούς τους. Δεμένοι περισσότερο από ποτέ και με παραγωγή όσο massive πάει, τα κομμάτια των EHG σε πετάνε από το πάτωμα στον τοίχο και πάλι πίσω. Οι εναλλαγές μεταξύ εκρηκτικών punk/hardcore χειμάρρων όπως το Agitation! Propaganda! και τo Framed To The Wall, προσφέρουν μια “ισορροπία” ανάμεσα στα ψυχικά ασταθή άσματα Flags and Cities Bound και Parish Motel Sickness. Εννοείται πως δεν λείπουν και οι πιο γκρουβάτες συνθέσεις μέσα από τα Trying to Crack The Hard Dollar, Quitter’s Offensive και Nobody Told Me. Και για κέρασμα στο τέλος μια ανανεωμένη εκτέλεση του Age Of Bootcamp. O Williams ανανεωμένος επίσης με τα πιο τσαντισμένα και αποτροπιασμένα φωνητικά από το “New Orleans Is The New Vietnam” single. Από μεριά παραγωγής ήχου τα πάντα τέρμα, όλα τα όργανα στα όρια, όμως ευδιάκριτα και πάντα αναγνωρίσιμα τόσο στο “χρώμα” όσο και στον χειρισμό τους. Οι συνθέσεις όπως τις μάθαμε και γουστάραμε από την πρώτη φορά που τις ακούσαμε. Oldschool σα να μην πέρασαν δεκατέσσερα χρόνια. Συνολικά λοιπόν το ομώνυμο άλμπουμ των Eyehategod συνιστά μια ολοκληρωμένη δουλειά από μουσικούς που ξέρουν με το παραπάνω να χειρίζονται το οξύμωρο σχήμα “πρόοδος μέσα από την στασιμότητα”.
Εδώ βρίσκεται μάλλον και το αδύναμο σημείο της δουλειάς αυτής. Αν την πάρεις λοιπόν σα μια συνέχεια της δισκογραφίας της μπάντας και ακριβώς επειδή έχουν την ικανότητα αυτή και γνωρίζουν την φόρμουλα τόσο καλά, μου φαίνεται πως χάνει λίγο από τον αυθορμητισμό της, την αλητεία της αν θέλεις, το attitude τύπου “θα ακούσεις την μιζέρια των όσων σου εξιστορώ μουσικά και λυρικά και θα νιώσεις άρρωστος και εντός του (southern) discomfort zone, ακριβώς εκεί που σε θέλω”. Προφανώς φαίνονται οι επιρροές που έχουν ασκήσει οι εκάστοτε συνεργασίες των μελών των EHG σε διάφορες πιο “επαγγελματικές” μπάντες του είδους τόσο συνθετικά όσο και από άποψη παραγωγής και ήχου. Επίσης τα διάφορα προσωπικά project που δημιούργησαν τα μέλη στα 14 αυτά χρόνια σε “απλώνουν” καλλιτεχνικά… Μοιάζει δηλαδή σε σημεία και ανάλογα την φάση της ακρόασης, σα να έχουν και τα επιτηδευμένα σημεία τους οι συνθέσεις και όχι το τόσο χύμα και άξεστο ύφος που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της απροσάρμοστης τέχνης των EHG. Τα παραπάνω εννοείται πως αποτελούν την υποκειμενική και νερντουλίστικη προσέγγιση της παρουσίασης αυτού του δίσκου.
Στην προκειμένη περίπτωση και εξετάζοντας το άλμπουμ σαν μια συνέχεια του Confederacy (δεν μετράμε συλλογές, εφτάρια κλπ) είναι ένας πολύ safe δίσκος με όλα τα χαρακτηριστικά των Eyehategod που τους έκαναν να ξεχωρίσουν εξαρχής από την όποια μάζα του ήχου τότε, μια συνέχεια που δισκογραφικά θα ευχαριστήσει τους οπαδούς από πριν και μέσα από την “απλότητα” της (ούτε 200 πετάλια, ούτε 50 layers φωνητικών, ούτε 40 πιάτα και τομ) καταφέρνει να ξεχωρίσει ως μια από πολύ ικανά μαστό(υ)ρια φτιαγμένη δουλειά.
607