Η ιστορία μας αρχίζει με την οικογένεια Morse με τα 4 παιδιά που μεγάλωσε στο LA στη δεκαετία του 60. Ο πατέρας τους ήταν διευθυντής χορωδίας, έτσι φρόντισε να πάρουν τα παιδιά τους μουσική παιδεία από πολύ νωρίς.
Σημαντικό ήταν γι’ αυτόν να μάθουν τα παιδιά του να τραγουδάνε σωστά και να πιάσουν κι ένα όργανο. Έτσι, ο Neal Morse άρχισε να παίζει πιάνο 5 χρονών και αργότερα κιθάρα. Αυτή βέβαια ήταν η δεκαετία της εισβολής των Beatles στην Αμερική, που επηρέασαν όσο τίποτε τον νεαρό Neal, όπως και η εμφάνιση του σκληρού rock στα 70s, καθώς και οι πρώτες super μπάντες του progressive.Έχοντας πια πολλά ακούσματα, ο Neal στρώθηκε στη δουλειά. Έγραψε δύο musicals και ηχογράφησε κάποια demos country μουσικής με τον αδερφό του Richard. Απογοητευμένος από την κατάσταση της μουσικής σκηνής του LA, εγκαταλείπει την Αμερική και γυρίζει την Ευρώπη για αρκετά χρόνια με μια κιθάρα στον ώμο, παίζοντας τα κομμάτια με τα οποία μεγάλωσε στο δρόμο, ή σε μικρά clubs (στην καλύτερη των περιπτώσεων). Έχοντας μαζέψει εμπειρίες ζωής από τις συνεχείς περιοδείες, ο Neal είναι ώριμος και κατασταλαγμένος πια στο τι θέλει να κάνει. Θέλει να παίξει 70s progressive rock, να δημιουργήσει μακροσκελείς μελωδικές συνθέσεις, αποβάλλοντας όμως τις αλαζονικές υπερβολές, κάνοντάς το πιο προσιτό στα αυτιά του 90s rocker. Αρχίζει με τον αδερφό του Alan και κάποιον drummer Nick D’Virgilio, συνεργάτη του Kevin Gilbert, να καταστρώνει τις επόμενές του κινήσεις. Με τη βοήθεια του εξίσου ταλαντούχου μπασίστα Dave Meros, ηχογραφούν με δικά τους έξοδα το ‘The Light’, το οποίο δημιούργησε θόρυβο, δυστυχώς όμως λίγοι είχαν ανοικτά τα αυτιά τους. Το ίδιο έτος, (1995) ο Γιαπωνέζος πληκτράς Ryo Okumoto, με δισκογραφία στη δεκαετία του 80 και συνεργασίες με μεγάλα ονόματα στη Ιαπωνία όσο και παγκοσμίως (Kitaro, Steve Lukather, Phil Collins, Eric Clapton…) εισάγεται στη μπάντα, η οποία και ηχογραφεί το ‘Beware of Darkness’ (1996). Όμως θα χρειαστεί να συμβούν διάφορες συγκυρίες για να βρει η πολυεπίπεδη αυτή μπάντα το δρόμο της προς την κορυφή. Καταρχάς, στα μέσα των 90s, οι Spock’s Beard αποτελούν κομμάτι ενός νέου κινήματος progressive rock. Μαζί με σχήματα όπως οι Magellan των αδερφών Gardner και οι Echolyn, δραστηριοποιήθηκαν στο underground, ηχογράφησαν αθόρυβα και κυρίως απομακρύνθηκαν από τις Genesis – Marillion επιρροές που οδήγησαν σε τέλμα την αντίστοιχη Αγγλική σκηνή. Αυτή ήταν η εποχή που άρχισαν να κυκλοφορούν τα tribute albums στους Rush, Yes, Jethro Tull, που έδωσαν μια ακόμα ώθηση στη σκηνή. Και ήταν τότε που άρχισε να δείχνει ολόενα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την μπάντα ο Mike Portnoy, ο οποίος δεν δίσταζε να στάζει μέλι για το συγκρότημα όποτε μπορούσε. Προς τιμήν του, ο Mike έχει κατά καιρούς προωθήσει νεώτερα συγκροτήματα με πολλούς τρόπους. Έχει δώσει την ευκαιρία για support στους Dream Theater σε πολλά ανερχόμενα νέα groups, με αποτέλεσμα αυτά να γίνουν γνωστά και στο μεγάλο κοινό τους. Φτάνει να ρίξει μια ματιά κάποιος στα supports τους στην Ευρώπη και την Αμερική μέχρι και σήμερα. Κρίμα που οι Theater δεν έχουν φέρει ποτέ μαζί τους στην Ελλάδα ονόματα αντάξια των Beardfish, των Bigelf ή άλλων…Πίσω στους Beard τώρα, που μετά τα ‘Kindness of Strangers’ (1998) και το ‘Day for Night’ (1999) έχουν πια την προσοχή του κοινού και κυκλοφορούν το V (2000). Κάπου εδώ τα μέλη των Beard εκμεταλλεύονται τη δημοσιότητα και συμμετέχουν σε άλλα projects. Ο Nick D’Virgilio έχει ήδη προλάβει να ηχογραφήσει τα drums στο μισό ‘Calling all Stations’ με τους Genesis (1997), την ημιτελή δουλειά του Kevin Gilbert ‘The Shaming of the True’ μετά τον θάνατο του τελευταίου και τον προσωπικό του δίσκο. Αργότερα, θα πάρει τη θέση του Mark Zonder ως drummer στους Fates Warning. Χαρά στο κουράγιο του! Ο Neal θα κυκλοφορήσει τον δικό του προσωπικό δίσκο, θα βάλει μπροστά τον πρώτο δίσκο του super group Transatlantic και θα ηχογραφήσει ως καλεσμένος τα πιο όμορφα φωνητικά στο τραγούδι ‘First Man on Earth’ της δουλειάς ‘Dream Sequencer’ των Ayreon. Μεταξύ άλλων. Όλη αυτή η δραστηριότητα δίνει θάρρος στους Beard να ασχοληθούν με κάτι μεγαλεπήβολο. Ηχογραφούν το ‘Snow’(2002), ένα concept album γύρω από τη ζωή ενός albino, του Snow, ένα αγόρι που μπορεί να είναι ο μεσσίας. 2CD μουσικής (+1 ακόμα για τη special έκδοση), και για πολλούς η σημαντικότερη δισκογραφική στιγμή του σχήματος. Δυστυχώς, είναι το τελευταίο CD στο οποίο συμμετέχει ο Neal Morse. Εγκαταλείπει το συγκρότημα κουρασμένος από την υπερπροσπάθεια και αφοσιωθεί τη ζωή του στο κήρυγμα του λόγου του Θεού μέσω της μουσικής. Πιθανόν αφορμή για τη μεταστροφή αυτή του Neal είναι το ότι η κόρη του χρειάστηκε να περάσει μέσα από τη δυσκολία μιας εγχείρησης ανοιχτής καρδιάς. Το θετικό είναι ότι ο άνθρωπος είναι ταλαντούχος, και δεν θα σταματήσει να βγάζει από καλές μέχρι και εξαιρετικές προσωπικές κυκλοφορίες, πάντα με τη βοήθεια του Mike Portnoy και άλλων εξαίρετων καλλιτεχνών.Και περνάμε αυτόματα στη δεύτερη περίοδο της καριέρας των Beards, όπου, με πρότυπο τους Genesis, φωνητικά αναλαμβάνει ο Nick D’Virgilio, και δεύτερος drummer προσλαμβάνεται στα lives. Παράλληλα, μειώνεται σχετικά η επιρροή των Beatles, μειώνονται τα σχεδόν pop σημεία που αγαπάει ο Neal και γίνεται η ατμόσφαιρα λίγο πιο σκοτεινή. O NDV έχει εμπειρία ως τραγουδιστής, άλλωστε όλοι μαζί συμμετέχουν στα lives στα πολυφωνικά σημεία των κομματιών. Απλώς, δεν έχει τη μελωδικότητα της φωνής του Neal, και θα πρέπει οι Beards να τροποποιήσουν τη φόρμουλα. Ωστόσο, το ‘Feel Euphoria’ (2003) το ‘Octane’ (2005) και το ομώνυμο ‘Spock’s Beard’ (2006) έχουν τις στιγμές τους. Και μετά από ένα δισκογραφικό διάλειμμα 4 ετών, φτάνουμε στο φετινό Χ, το οποίο είναι μια πολύ ευχάριστη έκπληξη που θα ικανοποιήσει όλους τους οπαδούς του progressive. Live η μπάντα δίνει τον καλύτερό της εαυτό. Θα παίξει τις μακροσκελείς της συνθέσεις, θα προβεί σε αυτοσχεδιασμούς και αλλαγές στα ρυθμικά των κομματιών – θα μας δείξει ότι μπορεί άνετα να αποδώσει συνθέσεις με πολύπλοκα φωνητικά όπως το ‘Gibberish’ και τα δύο ‘Thoughts’, ο δικός τους φόρος τιμής στους Gentle Giant. Δύο αντιπροσωπευτικά Live είναι τα ‘The Beard is out there’(1998) με τον Neal Morse και το ‘Gluttons for Punishment’ (2005) της δεύτερης περιόδου τους. Αυτή είναι λοιπόν η ιστορία των Spock’s Beard, μιας από τις σημαντικότερες μπάντες της 90s progressive αναβίωσης. Το συμπέρασμά μας είναι ότι οι Beards δεν έχουν πει την τελευταία τους νότα ακόμα. Έχουν πολλά ακόμα να μας διηγηθούν, έχουν πολλούς ακόμα άψογους δίσκους να μας παρουσιάσουν. Να είστε σίγουροι – θα μας κρατήσουν εξαιρετική συντροφιά για πολλά ακόμα χρόνια με την περιπετειώδη τους μουσική.
Δισκογραφία:
- The Light (1995)
- Beware of Darkness (1996)
- The Kindness of Strangers (1998)
- Day for Night (1999)
- V (2000)
- Snow (2002)
- Feel Euphoria (2003)
- Octane (2005)
- Spock’s Beard (2006)
- X (2010)
Ανδρέας Παρασκευάς
537