Μετά την κεραμίδα που ονομάζεται “Closer To The Edge”, φυσικό κι επόμενο ήταν, οι False Coda, να απασχολήσουν τους απανταχού μουσικόφιλους. Το όνομά τους, συναντάται όλο και περισσότερο σε φιλολογικές συζητήσεις περί progressive metal στα κατά τόπους, μουσικά forums και όλοι έχουν να πουν μια καλή κουβέντα για τούτους εδώ τους Αθηναίους. Το Rockway.gr, τσίμπησε τον Ανδρέα Μήλιο, drummer της μπάντας, τον ρώτησε μερικά πραγματάκια για το ξεκίνημά τους στον κόσμο της art business και το αποτέλεσμα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Την προσοχή σας παρακαλώ…
Καλησπέρα Ανδρέα και για να ξεκινήσουμε, πες μου λίγα λόγια για τους False Coda και τη μέχρι τώρα πορεία σας στο χώρο…
Καλησπέρα και από εμάς! Οι False Coda αποτελούν το μουσικό όραμα που είχαμε εγώ κι ο αδερφός μου Βασίλης (κιθάρα), από παιδική ακόμα ηλικία. Όπως καταλαβαίνεις, τόσα χρόνια η μπάντα άλλαξε όνομα, ύφος και μέλη, αμέτρητες φορές. Το μόνο που δεν άλλαξε ήταν η αγάπη και το πείσμα, αν θες, των δυο μας για να παίξουμε την μουσική που αγαπάμε. Κάπως έτσι φτάνουμε στο 2011 όπου με την προσθήκη του Νίκου Πόγκα (μπάσο) και Λευτέρη Καπετάνιου (πλήκτρα) φάνηκε εξαρχής μια ιδιαίτερη μουσική και προσωπική χημεία που έδωσε στο συγκρότημα την ώθηση που χρειάζονταν. Έτσι, με νέο αέρα, ξεκίνησε η σύνθεση των τραγουδιών που στην συνέχεια αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά του debut album μας. Η προσθήκη του Μάνου Ξανθάκη στα φωνητικά ολοκλήρωσε το παζλ και χαρακτήρισε ιδιαίτερα τον ήχο των False Coda.
Ακούγοντας το album σας, διέκρινα ένα πολύ υψηλό εκτελεστικό επίπεδο και φανερή την αγάπη σας για το παλιακό US progressive metal, των Dream Theater και των Queensryche, το οποίο επεκτείνεται σε διάφορα επίπεδα. Μέχρι και “πρώτο-τραπέζι-πίστα” μου θύμισε το “Respect”. Ποιές είναι οι επιρροές σας προσωπικά;
Η τεχνική κατάρτιση των μελών ενός συγκροτήματος μπορεί να αποβεί δίκοπο μαχαίρι κατά την προσωπική μου άποψη. Σημασία έχει το πως θα χρησιμοποιήσεις αυτό το προσόν χωρίς να το αφήσεις να γίνει μειονέκτημα. Εμείς απ την πλευρά μας προσπαθούμε να υπηρετήσουμε το εκάστοτε τραγούδι με τον καλύτερο τρόπο, χωρίς να αφήνουμε την τεχνική να μπει εμπόδιο ανάμεσα σε μας και τον ακροατή μιας και προτεραιότητά μας αποτελεί η σύνθεση αυτή καθεαυτή και όχι η αυτοπροβολή. Από την άλλη βέβαια για να είμαστε ειλικρινείς δεν είμαστε και η μπάντα που θα παίξει συνέχεια σε 4/4, μας αρέσουν οι προκλήσεις και γενικότερα οι επιρροές μας είναι τόσες πολλές και ποικίλες που μας οδηγούν στο να εξερευνούμε πολλά και διαφορετικά μουσικά μονοπάτια και κατά κάποιο τρόπο να ακροβατούμε πάνω σε όλα αυτά τα είδη. Οι μπάντες που ανέφερες σίγουρα είναι αγαπημένες μας, αλλά δεν είναι οι μόνες. Όλα τα ιερά τέρατα του prog rock των 70’s και heavy metal συγκροτήματα, μας επηρεάζουν με την ίδια ευκολία που θα ενθουσιαστούμε με το soundtrack μιας ταινίας ή με κλασική μουσική. Τώρα για το “Respect” δεν ξέρω… λες να έχουμε άλλες βλέψεις τελικά;
Προσωπικά, το album σας το θεώρησα ως “κεραυνό εν αιθρία”, επαγγελματική δουλειά σε ένα ύφος ειδικών απαιτήσεων, όπως είναι το prog metal. Πείτε μου λίγα λόγια για τις ηχογραφήσεις και την παραγωγή.
Σε ευχαριστούμε πολύ για τα καλά σου λόγια! Η ηχογράφηση και η παραγωγή του album ήταν μια πραγματικά δύσκολη διαδικασία, μιας και κάναμε σχεδόν τα πάντα μόνοι μας στο studio που έχουμε φτιάξει τα τελευταία χρόνια, ξεκινώντας από το μηδέν. Όπως θα καταλαβαίνεις με την οικονομική κατάσταση που επικρατεί στην χώρα τον τελευταίο καιρό, η λύση του self-produced album φαντάζει σχεδόν αναγκαία για μια μπάντα όπως εμείς. Ευτυχώς η τεχνολογία έχει κάνει αλματώδη βήματα προόδου και βοηθάει ως ένα βαθμό αλλά από την άλλη είχαμε πολλά να μάθουμε (και έχουμε άλλα τόσα) για να ηχογραφήσουμε και να μιξάρουμε δίσκο ενός τόσου απαιτητικού ιδιώματος… πραγματικά υπήρχαν στιγμές που νιώθαμε πως δεν θα τα καταφέρουμε. Δεν υπήρχαν χρήματα, όμως υπήρξε πείσμα και αγάπη, οπότε κάπως έτσι, μετά κόπων και βασάνων, ολοκληρώσαμε τις ηχογραφήσεις και την μίξη για να στείλουμε το τελικό αποτέλεσμα στον έναν και μοναδικό Jens Bogren (Symphony X, Opeth, James Labrie κτλ.) στην Σουηδία, ο οποίος έκανε τρομερή δουλειά στο mastering.
Πως σας φαίνεται εσάς τους ίδιους η δουλειά σας; Πως θα την περιέγραφες σε κάποιον πιθανό ακροατή σας;
Θεωρώ το ντεμπούτο μας ένα ιδανικό ξεκίνημα και είμαι πραγματικά περήφανος για αυτό. Γνωρίζοντας όμως τις δυνατότητες της μπάντας και έχοντας ήδη ένα δείγμα των νέων τραγουδιών που έχουμε ξεκινήσει να συνθέτουμε για την επόμενη δουλειά μας και βάση της εμπειρίας που έχουμε πλέον, νομίζω πως τα καλύτερα έρχονται. Πιστεύω πως αν σε κάποιον αρέσουν οι Symphony X , Dream Theater, Shadow Gallery, σίγουρα θα βρει κάτι που θα τον τραβήξει στον ήχο μας.
Έχετε κάποια συγκεκριμένη διαδικασία σύνθεσης; Υπάρχει κάποιος βασικός συνθέτης;
Βασικοί συνθέτες είναι ο Βασίλης κι εγώ. Συνήθως ένας από τους δυο θα φέρει μια προκαθορισμένη ιδέα, πάνω στην οποία θα χτίσουν και οι υπόλοιποι και σιγά σιγά βάζοντας ο καθένας την δική του πινελιά, θα πάρει το τραγούδι την τελική του μορφή.
Ποιός γράφει τους στίχους και που αναφέρονται; Υπάρχει κάποιο concept πίσω από το “Closer To The Edge”; Και ποιά είναι η σχέση με το artwork;
Οι στίχοι γράφονται επίσης από τον Βασίλη κι εμένα. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μάλιστα είναι πως ο Βασίλης προτιμά να γράφει πρώτα τους στίχους και μετά την μουσική. Αυτό μπορεί να απαιτεί περισσότερο χρόνο και να δυσκολεύει λίγο την όλη διαδικασία αλλά δίνει πόντους πρωτοτυπίας στην σύνθεση, καθώς εξαρχής καθορίζεται ο τόνος και το ύφος που απαιτείται για να υποστηριχθεί μουσικά το εκάστοτε στιχουργικό περιεχόμενο. Το “Closer to the Edge” δεν είναι concept album, έτσι το κάθε τραγούδι έχει να πει την δική του ιστορία με την θεματολογία να κυμαίνεται από τα αποφθέγματα του Κουμφούκιου (Code Of Kindness) μέχρι την τρομοκρατία των Μ.Μ.Ε. (Blood On Eyes). Όσον αφορά το artwork τώρα αποτελεί δημιούργημα του Vincent Manalo, ενός πολύ ταλαντούχου σχεδιαστή από τις Φιλιππίνες και θα μπορούσε να συμβολίζει την κατάσταση στην οποία έχουμε φτάσει πλέον στη χώρα μας, κάνοντας όλο και πιο γοργά βήματα προς το χείλος του γκρεμού. Στο εξώφυλλό μας ο νεαρός έχει σηκωθεί από την αναπαυτική πολυθρόνα και απαλλαγμένος από την υπνωτιστική τηλεόραση απέναντι του, ατενίζει το γκρίζο μέλλον με διαφορετικό τρόπο.
Από άποψη συναυλιών, πως πάτε; Υπάρχει κίνηση; Τι μπορεί να περιμένει κάποιος σε ένα live σας;
Προσπαθούμε να παίξουμε όσο περισσότερο μπορούμε και να προωθήσουμε την δουλειά μας. Σίγουρα το καλοκαίρι θα υπάρξει μια μεγαλύτερη κινητικότητα και ανυπομονούμε πραγματικά να αποδώσουμε το “Closer to the Edge” στο σανίδι. Όποιος έρθει σε κάποιο live μας, μπορεί να περιμένει να δει παίχτες που έχουν σπαταλήσει αρκετές ώρες μελέτης, μα πάνω απ’ όλα παθιασμένους μουσικούς που φαίνεται πως αγαπάνε αυτό που κάνουν και θα δώσουν το 100% για να περάσεις καλά.
Τι μηνύματα λαμβάνετε από τον κόσμο; Είστε ικανοποιημένοι από την μέχρι τώρα ανταπόκριση;
Αν και είναι ακόμα λίγο νωρίς, θα έλεγα πως τα πρώτα μηνύματα είναι άκρως ενθαρρυντικά και φαίνεται πως ο κόσμος ανταποκρίνεται θετικά και στο CD αλλά και ακόμα περισσότερο στις ζωντανές μας εμφανίσεις.
Ποιά είναι τα άμεσα σχέδιά σας; Κάποιο tour, κάποιο video clip; Έχετε νέο υλικό;
Τα άμεσα μας σχέδια αφορούν την προώθηση της δουλειάς μας με ζωντανές εμφανίσεις ανά την χώρα, που θα ανακοινωθούν σύντομα. Έχουμε ήδη κυκλοφορήσει ενα official lyric video για το ομώνυμο τραγούδι του album αλλά η ιδέα ενός “κανονικού” video clip θα μας απασχολήσει σοβαρότερα τους επόμενους μήνες. Όπως είπαμε και νωρίτερα νέο υλικό υπάρχει και με τους ρυθμούς που έχουμε πιάσει δεν θα ξαφνιαστώ αν του χρόνου τέτοια εποχή συζητάμε για την δεύτερη δουλειά μας.
Πως βλέπετε τα πράγματα στη χώρα μας; Ποιά είναι η γνώμη σας για τους εγχώριους συναδέλφους σας; Υπάρχουν κάποιες μπάντες που θα ξεχωρίζατε;
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη άνθηση στην ελληνική σκηνή. Πολλές καλές μπάντες με ταλέντο, μεράκι, όρεξη για δουλειά, λειτουργούν επιδεικνύοντας έναν επαγγελματισμό που πλέον πραγματικά δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από αντίστοιχες του εξωτερικού. Parthian Shot, 3fold Pain, Conspiranoia, Until Rain, Psycrence, Agnosia είναι μόνο ελάχιστα από τα πολλά συγκροτήματα που έχουν κάτι εξαιρετικό να δείξουν.
Μιλώντας γενικά, αφού έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί το “trend” (όσο παράδοξο και να ακούγεται αυτό για έναν “προοδευτικό” μουσικό χώρο όπως είναι το prog metal εξ’ ορισμού του), πως βλέπετε το παρόν και το μέλλον του ιδιώματος που επιλέξατε; Και ποιό είναι το απόγειο των φιλοδοξιών σας μέσα από αυτό το ύφος;
Κοίταξε Ιορδάνη, εμείς ποτέ δεν κάτσαμε και είπαμε “θέλουμε να παίξουμε progressive metal”. Θέλουμε να ακολουθήσουμε ουσιαστικά την έννοια του προοδευτικού όρου γι’ αυτό και δεν φοβόμαστε να απεγκλωβιστούμε από κανόνες που επιβάλλει η εκάστοτε μουσική “ταμπέλα” και τελικά να κάνουμε αυτό που μας βγαίνει αβίαστα. Τώρα για το μέλλον του prog metal νομίζω πως έχει να κάνει ακριβώς με αυτό που λέω… μόλις δηλαδή κυριαρχήσει το ταλέντο, η πρωτοτυπία και η σκληρή δουλειά θα λειτουργήσει σαν φιλί ζωής σε ένα είδος που, κακά τα ψέματα, βρίσκεται σε τέλμα λόγω της έλλειψης αυτών ακριβώς των προαναφερθέντων.
Αυτά από εμένα παιδιά, σας ευχαριστώ για το χρόνο σας. Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να προσθέσετε; Κάποιο μήνυμα για τους φίλους της μουσικής σας;
Εμείς σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ για το ενδιαφέρον σου και το Rockway.gr για την φιλοξενία! Ελπίζουμε να σας δούμε όλους σε κάποιο live σύντομα και συνεχίστε να στηρίζετε την ελληνική σκηνή, υπάρχει πολύ αξιόλογο υλικό.