Ένα από τα σπουδαιότερα εξαγώγιμα προϊόντα της Σουηδίας, αυτής της χώρας που παράγει αυτοκτονίες, νεοprog τσόντες και μουσικά group, είναι σαφώς οι Arch Enemy.
Το hype που τους έχει περιβάλλει εδώ και χρόνια, με την αίγλη της καριέρας του Mike Amott (Carcass, Spiritual Beggars και τα λοιπά γνωστά και μη εξαιρετέα) είναι τεράστιο, η αναγνωρισιμότητά τους τεράστια (όπως φυσικά και το κόστος του promotion που χρειάστηκε για να επιτευχθεί αυτό, ανεξάρτητα από την αντικειμενική αξία της μπάντας) και η αναφορά σε συζητήσεις που αφορούν το death metal, αυτονόητη στην παγκόσμια σκηνή.
Μια από τις συνέπειες του γενικότερου εμπορικού απόηχου έκαστου γεγονότος που αφορά τους Arch Enemy, είναι φυσικά και η σαφής μερίδα φίλων του ήχου, που τους έχει αποκηρύξει εδώ και χρόνια, για την ακρίβεια από το κρίσιμο σημείο που ο Johan Liiva αποχώρησε (τον απέλυσαν; παρ’ το όπως θέλεις…), μετά το “Burning Bridges” του 1999, με την πρόσληψη στα φωνητικά της wannabe death metal bitch, Angela Gossow. Θέλεις λίγο οι “ελλειμματικές” συνθέσεις, λίγο η επαίσχυντη trendίλα που αποπνέει σε έναν μέσο ξεροκέφαλο, θερμόαιμο death metaller, μια τέτοια επιλογή, το γεγονός είναι ότι υπήρξε σαφής διαχωρισμός, χωρίς γκρι ανάληψη θέσης. Ή έμεινες οπαδός τους, ή σήκωσες το μεσαίο σου δάχτυλο, χωρίς να το πολυσκεφτείς.
Με την “αποχώρηση” (μιας και παραμένει ως manager/ έκτο μέλος της μπάντας) της Angela από τα φωνητικά καθήκοντα, η Alissa White-Gluz (τραγουδίστρια στα τρία album των The Agonist, συμμετοχή στο τελευταίο των Kamelot, ενώ συμμετείχε και στο πρόσφατο “The Tragedy Of The Commons” των Delain) έρχεται να αποτελειώσει τις όποιες ελπίδες θα είχε κάποιος για επαναφορά στις αρχικές, βάρβαρες φόρμες.
Μάλλον αποστασιοποιημένο πλέον από το death metal, το “War Eternal” είναι ένα καλοπαιγμένο, σχετικά ακίνδυνο power/ modern US “death”/ gothίζων και symphonicίζων δημιούργημα. Ομολογουμένως το παίξιμο του Amott είναι εξωπραγματικό, άλλωστε ανήκει στην κάστα των σύγχρονων guitar heros και οι υπόλοιποι συνοδοί του, ο πολύ καλός νέος κιθαρίστας Nick Cordle, ο Daniel Erlandsson στα drums και ο δεν-χρειάζεται-να-συστηθούμε Sharlee D’ Angelo (Mercyful Fate, Dismember, Witchery) στο μπάσο, είναι εχέγγυα αρτιότητας για την εκτελεστική απόδοση του δίσκου, ενώ το “επίμαχον” του θέματος, δηλαδή η απόδοση της Alissa έχει πάψει να αποτελεί σημείο αναφοράς, γιατί το σημείο που το ένατο album των Arch Enemy ψιλοπάσχει, είναι στις συνθέσεις.
Αν και η εισαγωγή είναι εντυπωσιακή με το “Tempore Nihil Sanat (prelude In F Minor)” soundtrackικό intro και το θηριώδες “Never Forgive, Never Forget” από το “War Eternal” κι έπειτα, αρχίζει να διαφαίνεται μια σαφή εμπορική τάση, Eurovisionικών απολήξεων, με εφηβικά refrain από τη (συμπαθητική γενικά) φωνή της Alissa, ανάμεσα σε Maidenικά solo και λίγες Paradise Lostικές προσεγγίσεις, Nightwishικά ντυμένες από τα, πολύ συχνά χρησιμοποιημένα, keyboards.
Υπέροχα τα “Avalanche” και “Down To Nothing”, όπως και πολύ συμπαθητικό το ιντερλούδιο “Graveyard Of Dreams”, ενώ καλούτσικη μεν, αχρείαστη δε, η καθιερωμένη bonus διασκευή στο “Shadow On The Wall” του Μέγιστου Mike Oldfield, σε ένα σύνολο δεκαπέντε τραγουδιών που θα έλεγα ότι κινούνται εκ του ασφαλούς και δεν είναι σίγουρα κάτι το τόσο αντάξιο της φήμης της μπάντας.
Με ήχο διαμάντι φυσικά από τον Jens Bogren, θα έλεγα ότι το “War Eternal” αποτελεί μάλλον μουσική “δήλωση” του Amott απευθυνόμενη σε σαφώς πιο “διαλλακτικά” ακροατήρια και επειδή τον συμπαθώ πολύ, τον συγχωρώ για τώρα θεωρώντας ότι το παλικάρι κάνει κάτι μεταβατικό, που δεν του βγαίνει προς το παρόν όπως ακριβώς θα το φανταζόταν ένας διψασμένος για κεφάτο death metal οπαδός, αλλά για παιδούλες/ πιτσιρίκους που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον σκληρό ήχο, πίνοντας τον χυμό τους στο rock bar της γειτονιάς τους μετά το σχολείο ή την πρωινή κοπάνα, μια χαρά είναι, δεν θα με εκπλήξει αν αρέσει σε πολύ κόσμο. Για τον υπογράφοντα βέβαια… “Εεεεε, μαναράκι μου, να πληρώσω το κονιάκ μου και να φύγω, γιατί αυτά θα με βάλουν να τους κάνω φροντιστήριο;”
728