Τον θυμάμαι καθαρά εκείνο το βράδυ του Οκτωβρίου του ’90 στο Σ.Ε.Φ, να ανοίγει για τους Scorpions. Το κοινό τον είδε σα μια περιττή ελαφρότητα, με την χορευτική πόζα και τα στακάτα MTVίβια κομμάτια του.
Ο Kip Winger έπεσε κι αυτός θύμα της μουσικής βιομηχανίας του τέλους των ‘80s. Στο απόγειο της εποχής του hair metal, προβλήθηκε σαν ένας τριπλά σέξυ αξύριστος Bon Jovi, έκανε δύο από τα καλύτερα άλμπουμ της εποχής και του είδους, δολλάρια, δόξα, αναγνωρισιμότητα στα 28 με 30 και μετά… ήρθε η δικτατορία του Κομπέϊν και των τεθλιμμένων. Όμως το ρολάκι του είχε φορεθεί ανεπιστρεπτί.
Και μέσα στη λύσσα της μουσικής βιομηχανίας για αφανισμό του χαρντ ροκ και πλασσάρισμα της δυσαρέσκειας με τα σκουφιά και τα καρώ πουκάμισα ως μουσικής πρότασης, το τρίτο και πιο σκληρό άλμπουμ των Winger πάτωσε. Από τότε, o χρόνος του σκούπισε με αγένεια το look και ο Kip πέρασε και ξεπέρασε πολλά και σοβαρά (η γυναίκα του σκοτώθηκε σε δυστύχημα το ’96) και αναμίχθηκε με ακόμη περισσότερα (από επισταμένη μελέτη θεωρίας, σύνθεση κλασσικής μουσικής, 4 προσωπικά άλμπουμ με avant-guarde και progressive στοιχεία, δεκάδες συμμετοχές σε άλμπουμ τρίτων, διδασκαλία φωνητικής και επανένωση του γκρουπ το 2006) και έδειξε στο κοινό του, που μεγάλωσε κι αυτό, ότι θέλει να προσέχουν τη μουσική του και όχι τον ίδιο.
Αυτό είναι το έκτο του στούντιο άλμπουμ με το γκρουπ Winger. Με τον σταθερό του συνοδοιπόρο Reb Beach (που αφότου πέταξε από πάνω του το λούστρο των διάφορων Beau Hill, βγάζει φυσικό γρέντζο στα ριφ και τα Χεντριξογενή του σόλο), τον κιθαρίστα John Roth (Starship, Giant – σταθερή αξία) και τον Rod Morgenstein (κοντά του από το ’88 και με παράσημα από Dixie Dregs και Steve Morse). To αποτέλεσμα είναι σχεδόν ισάξιο με το προηγούμενο (“Karma”, 2009). Η πολυσχιδία των project με τα οποία έχει ασχοληθεί κατά καιρούς ο Winger δεν έχει, φαίνεται, κορέσει την επιθυμία του να ξεφύγει από τη σκιά των δύο πρώτων “ελαφρών” του άλμπουμ. Αναμειγνύει λοιπόν κι εδώ το στυλ, σκοτεινιάζει συχνά το ύφος και τραβάει σε διάρκεια μερικά αργά κομμάτια, που προσπαθούν να αποσπάσουν επανειλημμένες ακροάσεις. Η φωνή του παραμένει ακμαία και με χρώμα, εξυπηρετώντας την ποικιλία των τραγουδιών.
Αυτό που δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει κανείς στον Winger είναι ότι πράγματι ήταν ανέκαθεν μουσικός με υπόσταση, όσο και ρόκερ, με επιρροές από ευρύ φάσμα σχημάτων late ‘60s-‘70s (από τα power trios και τον Alice Cooper, μέχρι τους Rush και τον Peter Gabriel). Όλο αυτό το αμάλγαμα βγαίνει τα τελευταία είκοσι χρόνια της δισκογραφίας του με το γκρουπ (αφ΄ότου δηλαδή έπαψε τη διετία ’89-’91 να είναι teen idol).
To “Midnight Driver Of A Love Machine” ανοίγει το άλμπουμ κοφτό και βραχνό, φτιαγμένο από υλικό που κάποτε προοριζόταν για μεταμεσονύχτιους hard rock ραδιοσταθμούς της δυτικής ακτής. Θα μπει στο σετ λιστ των συναυλιών και είναι από τα καλύτερά τους, όπως και το ευθύ, γρήγορο αλλά όχι ξένοιαστο “Rat Race”, με ένα ριφ που τα χώνει και πικρούς στίχους (“spinning our way in this rat race, shifting gears going round and round, you know how it feels in that fast pace, run for your life you can never slow down”).
Tα “Queen Babylon” και “Storm In Me” βαραίνουν ελαφρώς τετριμμένα, ιδίως το δεύτερο, μια αργοκίνητη μεταλλική πανοπλία (χωρίς όμως το πιασάρικο groove ενός “Big World Away” από το “Karma”). Το ομώνυμο (“Better Days Comin’”) έχει μια ‘80s αφέλεια (footstomping με αισιόδοξο, φωναχτό ρεφραίν, γεμάτο δεύτερα φωνητικά), ευπρόσδεκτη μέσα σε μια συλλογή τραγουδιών μάλλον συνοφρυωμένη.
Το “Tin Soldier” είναι είναι μια ευχάριστη άσκηση, κάτι σαν “μπορούμε να παίξουμε σαν τους Rush του Tom Sawyer, άμα θέλουμε”, επιρροή που ο Winger ανοικτά δήλωνε ότι έχει. Το “Ever Wonder” προσπαθεί να είναι ονειρικό, αλλά κάτι του λείπει στην ενορχήστρωση για να γίνει, ενώ το “Be Who You Are, Now” πάει για ατμοσφαιρικό, αλλά καταλήγει ελαφρώς κατατονικό. Το “So Long China” γυρίζει στην ‘80s αμεσότητα με μια ωραία μελωδία, αλλά φορτωμένη κιθαριστικά δεν αναπνέει όσο πρέπει. Το κλείσιμο επιφυλάσσει ένα μάλλον πετυχημένο επτάλεπτο πείραμα απογείωσης, με τον Reb Beach ανεβάζει το κομμάτι σολάροντας προς το υπερπέραν (“Out Of This World”).
Άλμπουμ που σίγουρα θα ευχαριστήσει όσους συμπορεύονται με τις περιπέτειες του Kip Winger και είναι σε επαφή με το πολυδιάστατο μουσικό του σκεπτικό. Μακάρι να είναι και προφητικός ή γούρικος και να έρχονται πράγματι “καλύτερες μέρες”.
570