“Δώσε θάρρος στον χωριάτη…” – Greek proverb
Τελικά, απ’ ότι φάνηκε δεν ήταν one night stand αυτό που έγινε την προηγούμενη Παρασκευή (25/4) με το φιάσκο live των Midas Fall. Τους άρεσε, λέει, εκεί στο rockway, το report μου, ο Στέφανος μου έκανε μια πρόταση που δεν μπορούσα να αρνηθώ και να ‘μαι, το λοιπόν, Παρασκευή βράδυ έξω από το Kookoo να κάνω τράκα χαρτάκια.
Btw, ίσως ήμουν- μέχρι τις 2/5- ο μόνος Αθηναίος που δεν ήξερε τι σημαίνει V.I.C. live. Διότι τα παλικάρια πρέπει να έκαναν sold-out. Αλλά κάθε πράγμα στην ώρα του.
Η βραδιά ξεκίνησε με τους alt rockers Blame the Trees να βγαίνουν στην σκηνή και να παρουσιάζουν υλικό από το ντεμπούτο EP τους “Synapses” καθώς και ένα καινούργιο κομμάτι. Έτσι, κατά τις 22.25, σε ένα μισογεμάτο Kookoo, το tape το οποίο προλόγιζε το “Blame” μας καλεί να δώσουμε προσοχή, ώστε η αίθουσα να πλημμυρίσει μελαγχολία και ατμόσφαιρα στην συνέχεια. Ο ήχος τους είναι μεστός και προσεγμένος, ενώ από την άλλη σε ο,τι αφορά την σκηνική παρουσία, οι “BtT” φάνηκαν να το διασκεδάζουν, παρά το όποιο τρακ που μπορεί να είχαν ως εκείνο το χρονικό σημείο.
Μετά τις απαραίτητες ευχαριστίες τόσο προς το κοινό, όσο και προς του Γιαννιώτες θεούληδες, συνέχισαν με το up-tempo και αρκετά περισσότερο progressive, σε σχέση με την μπαλάντα η οποία αποτέλεσε την αφετηρία του set τους, “Conscience” με έξυπνες εναλλαγές στα ρυθμικά patterns των τυμπάνων ενώ παράλληλα ο καθαρός (και ξάστερος) ήχος της κιθάρας μας εξέπληξε ευχάριστα.
Η πολυπλοκότητα, η μπολιασμένη με πολλά εφέ στην φωνή και το εκρηκτικό refrain του “So you’re fighting” δεν συγκίνησε το κοινό, το οποίο τουλάχιστον ως εκείνο το σημείο φαινόταν να έχει σκάσει στην συναυλία για το folk-porn της όλης φάσης, ωστόσο αυτό δεν πτόησε την Ναταλία από το να κάνει ένα self-promotion της μπάντας -γιατί ως γνωστόν αν δεν στηρίξεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει. Ή κάτι τέτοιο.
Το “Trade” έφερε στην επιφάνια μια πιο rock εκδοχή των Blame the Trees, χωρίς να κάνει καμία έκπτωση σε θέματα πολυπλοκότητας δομής, ή αρτιότητας της εκτέλεσης, με τον ήχο τους, πλέον, ειδικά σε κιθάρα και μπάσο, να έχει αποκρυσταλλωθεί πλήρως. Το popolo είχε αρχίσει (επιτέλους) να μπαίνει στο κλίμα, χειροκροτώντας ρυθμικά στην πωρωτική εξαγωγή του τραγουδιού και έδειξε να ενθουσιάζεται με το πειραματικό αλλά και συνάμα night-on-earth-ικό “Latency” (κομπλιμέντα κάνω). Τα φωνητικά της Ναταλίας βελτιώθηκαν αισθητά από εκεί και έπειτα, ενώ συνολικά ο τρόπος με τον οποίο οι “BtT” συμπεριφέρονταν στην σκηνή πρόδιδε το πόσο απολάμβαναν την εμφάνιση τους.
Νέο κομμάτι για την συνέχεια (“Because 789”) με έντονες επιρροές από Riverside, ψαρωτική εισαγωγή δεμένο και ουσιαστικό, έντονος και αλληλοσυμπληρούμενος διάλογος κιθάρας- φωνητικών με μια εσωτερικότητα, ωστόσο, η οποία πιθανότατα θα χαρακτηρίσει την από-δω -και- έπειτα πορεία της μπάντας. Σίγουρα το highlight της εμφάνισης των Αθηναίων.
Οι Blame the Trees μας ανακοίνωσαν ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που εμφανίζονται με αυτό το line-up, και αφού μας ευχαρίστησαν για άλλη μια φορά, έκλεισαν με την ροκάδικη μελοποίηση του ιστορικού λόγου του C. Chaplin στο never- ending- crescendo του “The gentleman thief”. Τι να λέμε τώρα… φωνάρα, κομματάρα, μπαντάρα.
Με μία τέτοια εμφάνιση, οι Blame the Trees, βάζουν τον πήχη πολύ ψηλά. Το υλικό τους ακούγεται σαφώς πιο ογκώδες και ολοκληρωμένο όταν παρουσιάζεται live και, μολονότι η πλειοψηφία του κόσμου ήταν ανεξήγητα παγωμένη κατά την διάρκεια του set τους, θέλω να πιστεύω ότι κέρδισαν αρκετούς φίλους αυτό το ανοιξιάτικο βράδυ. Θεωρώ περιττό να σας κάνω κήρυγμα για το πόσο σημαντικό είναι να στηρίζονται οι D.I.Y. εγχώριες προσπάθειες, αλλά αν βλέπετε με καλό μάτι μια περισσότερο pop έκφανση του προοδευτικού ήχου μπολιασμένη περίτεχνα με trip- hop αναφορές, είναι επιτακτική ανάγκη να κάνετε μια χάρη στον εαυτό σας και παρευρέθητε σε κάποιο live τους.
Αυτό που γίνεται τα τελευταία χρόνια με την εγχώρια stoner σκηνή είναι τουλάχιστον ενθαρρυντικό, καθώς μετά το breakthrough των Planet of Zeus και τις δύο εξαιρετικές κυκλοφορίες των Πατρινών Dalla Sun όλο και περισσότερες πολύ σοβαρές μπάντες αρχίζουν να φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια ανά την Ελλάδα.
Οι V.I.C. είναι σίγουρα μια από αυτές, ωστόσο για την εμφάνιση τους δεν μπορούμε να γράψουμε και πολλά εδώ που τα λέμε. Όταν ένα συγκρότημα κατεβαίνει στην Αθήνα από την μια άκρη της Ελλάδας, και καταφέρνει να γεμίζει έναν χώρο όπως το Kookoo για την παρουσίαση δίσκου, καταλαβαίνεις ότι με την έως τώρα πορεία τους έχουν χτίσει ένα πιστό και ενθουσιώδες fan-base (σ.σ. έγκυρες πηγές μου λένε ότι πριν από μερικούς μήνες, Θεσσαλονικείς οπαδοί είχαν φτάσει στο σημείο να ναυλώνουν… πούλμαν για να παρευρεθούν σε μια ζωντανή εμφάνιση των V.I.C. στην Ξανθη!). Αυτό που συνέβη στα τελευταία λεπτά της συναυλίας ήταν κάτι το μοναδικό, κάτι το οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να χωρέσει σε λέξεις.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Είμαστε, λοιπόν, λίγα λεπτά μετά τις 23.00 και αφού έχουμε ακούσει στα μεγάφωνα λαϊκά άσματα από NIN, Offspring κ.α. σε ένα Kookoo που δεν έπεφτε καρφίτσα (μαλακααγγελεποσακλισεπχια), οι Γιαννιώτες, εν μέσω επευφημιών και πανηγυρισμών, βρίσκονται στην σκηνή, με το “Age of Aquarius” να αναγγέλλει την αφετηρία του σετ. Στο intro ο Alex τραγουδάει με την συνοδεία κιθάρας, και την φωνή του να βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση. Το κομμάτι έχει αρκετά southern στοιχεία, αν και θυμίζει παράλληλα κάτι από Los Natas, έχει και τα ψυχεδελικά του σημεία, έχει και σόλο στο κλαρίνο. Τα έχει όλα δηλαδή και συμφέρει, όπως και το δεύτερο του σετ, το “Echoes” με τα folk στοιχεία να υπερισχύουν στην κιθαριστική εισαγωγή, και την μετάβαση στα πιο ατμοσφαιρικά μέρη του τραγουδιού να “φωνάζει” ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πολυεπίπεδη μπάντα, η οποία έχει ίσως τον καλύτερο live ήχο που έχω ακούσει τελευταία.
Και ενώ γίνεται ο κακός χαμός, από την μεριά του κόσμου -αλλά και των V.I.C. εδώ που τα λέμε- περνάμε απευθείας στο mid-tempo και groovαριστό “Part III” γεμάτο “διαλόγους” ανάμεσα στα φωνητικά και την γραμμή του κλαρίνου. Το κοινό ξεσηκώθηκε, ακόμη περισσότερο με το “Ταμπούρλα” -το οποίο live πρέπει να έχει τους καλύτερους στίχους που έχουν γραφτεί. Ποτέ.
Η ατμόσφαιρα “βάρυνε” επικίνδυνα με το εξίσου ξεσηκωτικό αν και sludgy “Nova”, από τη νέα τους δουλειά, και τον κόσμο να υπερκαλύπτει τη φωνή του Alex με το τραγούδι τους. Και από εδώ και πέρα αρχίζει το party: Στα “Jiannim” και “Ξενιτεμένα Πουλιά” τα sing along έδινα και έπαιρναν, την ένταση των οποίων ξεπερνούσαν ίσως οι κραυγές του κοινού που πήγαιναν “πακέτο” με τα μελισματικά σολιστικά ξεσπάσματα του κλαρίνου. Το “Voices of the Earth” με επιρροές από deftones- σε ό,τι έχει να κάνει με το πρώτο μισό- μας επανέφερε στην τάξη, καθώς η εξαιρετική δουλειά που είχε γίνει στα κιθαριστικά σημεία, ο φοβερός όγκος των κρουστών και τα καθαρά φωνητικά δέθηκαν άψογα με την ανεβαστική πιο folk συνέχεια σε 7/8 του κομματιού.
Το χαλαρωτικό και αργό “Περδικομάτα ” ακολούθησε το instrumental up-tempo “Σκάρος” γεμάτο (και αυτό) σολιστικά σημεία, ενώ με το καθαρόαιμο, δυναμικό, βαρύ και ασήκωτο stonerίζον “ Τι κακό ” οδήγησαν τον κόσμο σε άλλο ένα κύκλο ξελαρυγγιαστικού sing- along, για να τον απογειώσουν με τα το εκρηκτικό “Κρασί”.
Νομίζω ότι από εδώ και πέρα, δεν έχει νόημα να σας περιγράφω πώς ερμηνεύτηκαν τα κομμάτια (ότι έχουν ηχάρα το είπαμε; Ε, ας το θυμίσω) όσο για το τι έλαβε χώρα στο Kookoo μέχρι το τέλος της συναυλίας: Το συγκρότημα δεν σταματούσε να ζητάει ουισκάκια, οι πρώτες σειρές του Kookoo χόρευαν τσάμικο, ορισμένοι ανέβηκαν και στο stage, οι μεσαίες mosh-pit και όλοι οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί, σαν μηχανές, επιδιδόμασταν σε ένα ατέρμονο headbanging. Για την ιστορία να αναφέρω ότι ερμήνευσαν τα “St. Triad” και”Σβάρνα” για να κλείσουν, φυσικά, με το “Τούτοι οι Μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα”.
Οι V.I.C. έπαιξαν κάτι παραπάνω από 2 ώρες και παρουσίασαν στους οπαδούς τους τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ότι οι ίδιοι περίμεναν: ένα ζωντανό πρόγραμμα γεμάτο κέφι, διονυσιασμό, χορό και φυσικά rock n’roll. Η μουσική τους ακούγεται πολύ πιο δεμένη και straight-forward στα live τους, είναι καλοπροβαρισμένοι, βγάζουν γούστα στην σκηνή και έχουν όλα τα φόντα ώστε να πρωταγωνιστήσουν (αν δεν το κάνουν ήδη, δηλαδή) στην εγχώρια μουσική rock/ folk παραγωγή. Εγώ να ευχηθώ “καλοτάξιδο” στο νέο τους album και ελπίζω να ανταμώσουμε ξανά στην Αθήνα.
ΥΓ1: αξίζουν πολλά μπράβο στους διοργανωτές αλλά και στις δύο μπάντες για τον επαγγελματισμό και τον εξαιρετικό ήχο του live. Μακάρι και άλλοι χώροι του κέντρου να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν καλλιτέχνες και κοινό ως οφείλουν.
ΥΓ2: Ούτε Straightedge είμαι, ούτε Κνίτης. Αλλά ρε μάγκες μην την πίνετε σε κλειστούς χώρους. Υπάρχουν αρκετοί που δεν ψήνουν να ντουμανιάζουν εξαιτίας 2-3 δεκαπεντάχρονων.
ΥΓ3: Ο γράφων δεν είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος.
Photos: Ελένη Κιουρή
564