Οι “Τρεις Λέοντες” με το ομώνυμο ντεμπούτο τους δεν δίνουν μια -ακόμη- δόση επιτηδευμένου αλλά άνευρου Α.Ο.R., από αυτές που έχει παράξει τα τελευταία 25 χρόνια η εν πολλαίς ροκ αμαρτίαις περιπεσούσα γηραιά αλβιόνα, αλλά ένα δυνατό και με γερές συνθετικές βάσεις άλμπουμ ακατάτακτου hard rock, παιγμένου από ένα τρίο βετεράνων που δεν έχουν τίποτα να χάσουν ή να αποδείξουν. Και το στοίχημα το κερδίζουν μακράν.
Ο Vinny Burns υπήρξε η βασική κιθάρα των DARE του Darren Wharton (’85-’92) και στη συνέχεια (1994-2001) των -με ιδιαίτερες συμπαθειες στις νεώτερες γενιές του classic rock- TEN. O ντράμερ Greg Morgan ήταν δίπλα του και στα δύο σχήματα. Ο Nigel Bailey (φωνητικά και μπάσο), με αφανείς περγαμηνές, γνωρίστηκε μαζί τους τον Οκτώβριο του ’12 στο κορυφαίο φεστιβάλ του μελωδικού ροκ, το Firefest, μέσω του ιδιοκτήτη της Frontiers Records, Serafino Perugino, και του παραγωγού (και μουσικού) Alessandro Del Vecchiο, που τους έδωσε τη δυνατότητα να συγγράψουν και να ηχογραφήσουν το άλμπουμ.
Κι αν το γεγονός ακούγεται υπερβολικά corporate για τη μυθολογία μας, οι δεύτερες σκέψεις υποχωρούν ήδη από το πρώτο άκουσμα.
Απόηχοι Thin Lizzy, FM, Ten, Dare στις προσεγμένες ενορχηστρώσεις, μελωδικές γραμμές φωνητικών και γεμάτος, κιθαριστικός ήχος. Τα 12 κομμάτια που έχουν γραφτεί από το τρίο (σε δύο έχει βοηθήσει και ο Del Vecchio) προσφέρουν δεμένες συνθέσεις (σαν οι τύποι να είναι χρόνια μαζί), ερμηνείες γεμάτες συναίσθημα (“Don’t Let Me Fall”, “Just A Man”), πολλή και μεστή κιθάρα (στο έως και μεϊντενίζον “Hellfire Highway”, στο instrumental “Sicilian Kiss”, στο συναυλικό “Hold Me Down”, στο “Twisted Soul”, στο βίντεο – κράχτη “Trouble In A Red Dress”), ακόμη χρώμα από τα άπω ανατολικά (“Kathmandu”). Ο Nigel Bailey καταφέρνει να αφήσει προσωπικότητα στα κομμάτια, με μια φωνή με έκταση, χρώμα και αμεσότητα.
Μια καίρια επίσης διάσταση είναι ότι οι Three Lions απευθύνονται σε ακροατές, καθώς το σχήμα βγαίνει στο προσκήνιο αποψιλωμένο από κάθε βοήθεια περί image. Ο οστεώδης Greg Morgan θα μπορούσε να είναι βοηθός καθηγητή βιολογίας σε άσημο πανεπιστήμιο της Ουαλίας, ο Nigel Bailey φύλακας πρωινής βάρδιας στο προπονητήριο της Millwall ξεχασμένος σαν απολίθωμα στη θέση του από το ’84 (μαζί με το εκτός τόπου και χρόνου κούρεμά του) και ο μόλις 49χρονος Vinny Burns δείχνει σαν έναν τσαλακωμένο από τη μοίρα μπάρμαν σε pub-τηλεφωνικό θάλαμο κοντά στη βιομηχανική ζώνη του Oldham (ή σαν τον Φάνη Χηνά στο “Νοκ Άουτ”, για τους παλιότερους).
Η αίσθηση που παραμένει και ενισχύεται μετά από αρκετά ακούσματα είναι το αντίστοιχο αυτής που αφήνει ένα hard boiled αστυνομικό με Paul Newman ή Steve McQueen, βελτιωμένο στο μοντάζ και την ψηφιακή εικόνα. Ξέρεις ακριβώς τί έχεις δει, από πού αυτό έρχεται και που πηγαίνει, αλλά αυτό δεν στερεί την εμπειρία από την απόλαυση. Με τα σταράτα λόγια του ντράμερ Greg Morgan: “This is definitely a record made by a band, not just a studio project, and that really comes across in the songs. We had an instant connection as musicians but also as people and we cannot wait to get out and perform these songs live soon”. Έτσι είναι.
Οι τρεις Αγγλάρες φέρουν τον ήχο, το όνομα (τα τρία λιοντάρια είναι ο θυρεός – φετίχ για κάθε Άγγλο) και τις επιρροές του μουσικού τους παρελθόντος εντελώς “up their sleeve” και χωρίς ίχνος vibe να τους συνοδεύει, έχουν βγάλει έναν από τους τιμιότερους δίσκους της χρονιάς μέχρι τώρα.
597