Asgard rules.
Ο Odin και η παρέα του ζουν ακόμα στους 9 κόσμους και, όπως συνέβαινε πάντα, κάνουν τα δικά τους. Και οι Amon Amarth μας τα μεταφέρουν.
Το 1988 φορμάρονται οι Scum. Μέλη της μπάντας είναι οι Paul “Themgoroth” Mäkitalo (ο οποίος αργότερα βρέθηκε και στους Dark Funeral – φωνητικά), Olavi Mikkonen (κιθάρα), Nico Mehra (aka Kaukinen – ντραμς), Petri Tarvainen (μπάσο) και Vesa Meriläinen (κιθάρα), παίζουν grindcore και δεν προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση στη μουσική σκηνή της Στοκχόλμης. Κυκλοφορούν μόνο ένα demo, το οποίο μάλλον κατέληξε στα αζήτητα.
Ένα χρόνο αργότερα από την αρχική σύνθεση παραμένουν μόνο ο Mikkonen και ο Kaukinen. Την κιθάρα πλέον έχει αναλάβει ο Anders Hansson, το μπάσο ο Ted Lundström και τα φωνητικά κάποιος, ο οποίος εύκολα θεωρείται η ενσάρκωση του Viking στο σύγχρονο κόσμο: ο Johan Hegg.
Αποφασίζουν να αλλάξουν το όνομα της μπάντας και με μια μικρή βοήθεια από τον κύριο Tolkien, επιλέγουν το Amon Amarth (το Βουνό του Χαμού – Mount Doom – στη γλώσσα των Γκρίζων Ξωτικών).
Το 1993 ηχογραφούν το πρώτο τους demo “Thor Arise”, που όμως δεν κυκλοφορεί. Καταφέρνουν όμως να τραβήξουν την προσοχή κάποιων fans και τον επόμενο χρόνο κυκλοφορούν σε 1000 αντίτυπα το δεύτερο demo τους “Arrival of the Fimbul Winter”. Αξιοπρεπέστατο για demo. Επιθετικό, δυνατό και αντιπροσωπευτικό δείγμα του τι θα πρέπει να περιμένουμε από τη μπάντα. Χαντακώνεται βέβαια από τη μέτρια παραγωγή, εφόσον όμως δεν είναι επίσημη κυκλοφορία δε νομίζω πως αυτό έχει και ιδιαίτερη σημασία.
Το 1996 υπογράφουν στην Pulverised Records και βγάζουν το EP “Sorrow Throughout the Nine Worlds”. Μελωδικό, γρήγορο, αρκετά δυνατό με πολύ καλά riffs και φωνητικά. Η μπάντα δείχνει εξαρχής ότι ήρθε για να μείνει.
Πρώτο full-length άλμπουμ τους το “Once Sent from the Golden Hall” το 1998, το οποίο κυκλοφορεί απο τη Metal Blade Records. “Ωμή” παραγωγή, riffs, καλύτερα ντραμς (πλέον τα έχει αναλάβει ο Martin Lopez), τα χαρακτηριστικά φωνητικά του Hegg και μια ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε στιγμές σκανδιναβικού θριάμβου. Όχι ο καλύτερος δίσκος τους, σίγουρα όμως ένας κατηγορίας kick-ass.
Αργότερα τον ίδιο χρόνο φεύγουν ο Anders Hansson, τον οποίο αντικαθιστά ο Johan Soderberg, και ο Martin Lopez (την έκανε για να πάει στους Opeth), τη θέση του οποίου παίρνει ο πρώην A Canorous Quintet Fredrik Andersson.
Το 1999 βγάζουν το “The Avenger”. Ωμό, βαρύ, με τα γνωστά riffs και solos, βελτιωμένη παραγωγή, αλλά μάλλον αφήνει την αίσθηση του “θέλω κι άλλο”. 7 κομμάτια σε 35 περίπου λεπτά μόνο;
Ακολουθεί η X-Mas Massacre Festivals Tour με headliners τους Morbid Angel.
Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορούν το “The Crusher”. Για κάποιους από τα λιγότερο καλά άλμπουμ τους – χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι κακό. Για άλλους πάλι, επαρκώς βάρβαρο, χωρίς ατέλειες και σωστός συνδυασμός όλων όσων έχουν κάνει μέχρι τότε. Περιοδεύουν με τους Vader και τους Marduk (headliners της περιοδείας), αναγκάζονται όμως να ακυρώσουν τις ημερομηνίες στην Αμερική, λόγω της 11ης Σεπτεμβρίου. Τελικά βρίσκονται στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 2002 ως headliners, εφόσον οι Marduk έχουν αποχωρήσει.
Το “Versus the World” κυκλοφορεί το 2002, με τη Viking έκδοση να περιλαμβάνει και τα δύο demos. Μάλλον ό,τι πρέπει για να ξυπνήσει ο Βίκινγκ που κοιμάται μέσα στους περισσότερους. Σκοτεινή θεματολογία, φωνητικά στα καλύτερά τους, και ντραμς που βαράνε πολύ. Ίσως ένα από τα κλασικά άλμπουμ τους.
Διάδοχος του “Versus the World” το “Fate of Norns”, που κυκλοφορεί το 2004. Σα να επαναλαμβάνεται το σκηνικό του “The Crusher”. Ναι μεν υπάρχουν κάποιες κομματάρες (π.χ. “Pursuit of the Vikings”), καθώς και όλα τα χαρακτηριστικά που κάνουν τη μουσική τους να ξεχωρίζει αλλά στο τέλος μένει η εντύπωση ότι θα μπορούσαν να έχουν κάνει κάτι πολύ καλύτερο. Χωρίς -εννοείται – αυτό να σημαίνει ότι το άλμπουμ δεν είναι καλό.
Έκτος δίσκος τους το “With Oden on Our Side” του 2006. Από τις καλύτερες στιγμές τους. Επική ατμόσφαιρα, riffs, ανελέητα ντραμς… εισβολή των vikings σε εξέλιξη. Σύμφωνα με το περιοδικό All Music “με το συγκεκριμένο άλμπουμ δείχνουν ότι συνεχίζουν να είναι οι πρωταθλητές του παγκοσμίου τουρνουά death metal”.
Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί και το DVD “Wrath of the Norsemen”, το οποίο γίνεται χρυσό στις ΗΠΑ και πλατινένιο στον Καναδά.
Τον Ιανουάριο του 2008 περιοδεύουν για πρώτη φορά στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, ως support των Dimmu Borgir.
Έχοντας ανανεώσει το συμβόλαιό τους με τη Metal Blade κυκλοφορούν το “Twilight of the Thunder God”. Και οι λεηλασίες των εισβολέων vikings συνεχίζονται. Πιστοί στο συνηθισμένο τους μοτίβο, βγάζουν έναν ακόμα δίσκο που μας παίρνει από τα μούτρα με μεγάλη ευκολία. Guests από τον Lars Göran Petrov (Entombed), τον Roope Latvala (Children of Bodom) και τους Apocalyptica. Μέρος της προώθησης αποτέλεσε και ένα 8σέλιδο κόμικ, βασισμένο στην ιστορία του δίσκου, ο οποίος έφτασε στο #6 στη Γερμανία, #10 στη Φινλανδία, #11 στη Σουηδία και μπήκε στη λίστα με τα 20 καλύτερα άλμπουμ του 2008 του Revolver Magazine.
Μέχρι το 2010 περνούν αρκετό καιρό περιοδεύοντας και έτσι η επόμενη δισκογραφική τους εμφάνιση είναι το 2011 με το “Surtur Rising”. Ικανοποιητικό, επαρκώς επικό, χαρακτηριστικό Amon Amarth άλμπουμ. Ο γίγαντας Surtur τα βάζει με τους Εσίρ και εμείς παρακολουθούμε τη μάχη. Ακολουθεί περιοδεία με τους Children of Bodom και τους Ensiferum.
2013 και “Deceiver of the Gods”. “Πρωταγωνιστής” του δίσκου ο (παρεξηγημένος;;) κατεργάρης θεός (και μεγάλο τσογλάνι και υπαίτιος του Ragnarök) Loke. Η αναμέτρηση του Loke με τον αδερφοποιτό (blood brother) του Odin δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις και το αποτέλεσμα είναι ένας ακόμα καλός δίσκος.
Οι Amon Amarth έχουν από καιρό κατασταλάξει μουσικά και εφόσον σε αυτό που κάνουν, θεωρούνται από τους καλύτερους δεν υπάρχει λόγος να το ρίξουν στα πειράματα. Άλλωστε είναι από τα λίγα συγκροτήματα που δεν έχουν βγάλει κακό δίσκο. Όχι τόσο καλό ναι, αλλά κανένα από τα εννέα άλμπουμ τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απογοητευτικό ή κάτω του μετρίου.
Παρότι η μπάντα αντλεί τη θεματολογία της από τη σκανδιναβική μυθολογία και τους Vikings, αρνείται την ταμπέλα του Viking metal (παρακλάδι του black metal, στο οποίο έχουν τοποθετηθεί μεταξύ άλλων οι Bathory, οι Unleashed και οι Enslaved) συγκροτήματος. Ο Hegg σε συνεντεύξεις του έχει κατά καιρούς δηλώσει ότι παίζουν death metal. Μπορεί να εμπνέονται από τα ίδια πράγματα με τις viking metal μπάντες, η μουσική που παίζουν όμως είναι διαφορετική. Βγάλτε άκρη!
21 χρόνια συνεχούς παρουσίας, καλές έως και εξαιρετικές κυκλοφορίες και απίστευτα live μάλλον τους κατατάσσουν στην κατηγορία των πολύ μεγάλων συγκροτημάτων. Παρόλα αυτά, αν πιστέψουμε τον Hegg, οι ίδιοι θεωρούν ότι μπορούν να τα καταφέρουν και καλύτερα. Και εφόσον παρά την επιτυχία τους έχουν ακόμα αρκετές φιλοδοξίες (στις οποίες περιλαμβάνεται και το να ανοίξουν συναυλία των Iron Maiden), μάλλον δεν έχουν καβαλήσει κανένα καλάμι.
Κυρίαρχη μορφή της μπάντας είναι αναμφισβήτητα ο frontman Johan Hegg. Από τους χαρισματικότερους που υπάρχουν. “Γεμίζει” άνετα τη σκηνή, είτε μιλάμε για τοπικό club ή για stage μεγάλου φεστιβάλ. Ίδιος Viking, μπορεί κάποιος εύκολα να τον δει να πλακώνεται για μια θέση στη Valhalla.
Τη δική μας γεύση από Valhalla, Ragnarök και τις περιπέτειες των σκανδιναβών θεών, θα την πάρουμε στο Fuzz στις 09/05.
1069