Ο Sebastian Bach, σχεδόν αμέσως μετά την απότομη καθιέρωσή του ως υπεργκόμενου hard rock frontman (1989-90), επιδόθηκε σε μια αγωνιώδη προσπαθεια να πείσει το σύμπαν ότι πίσω από τη μοντελόφατσα έκρυβε έναν βρωμερό κακομούτσουνο χεβυμεταλλά που μπορούσε να λέει και καμιά κοψοφλέβια μπαλάντα για αλλαγή.
Άρχισε να γαυγίζει και να ουρλιάζει με κάποιο στυλ ήδη από το “Slave To The Grind” (’91, το τελευταίο Νο 1 χαρντ ροκ άλμπουμ της προ Κομπέϊν εποχής), έκανε ντουέτο με τον Rob Halford, παράτησε τους Skid Row το ’95 με το σκληρό “Subhuman Race” και έκτοτε η πορεία του δεν είχε γυρισμό. Έπαιξε στο Broadway (“Jekyll & Hyde”, “The Rocky Horror Picture Show”), ακολούθησε θιάσους σε κλασσικούς ρόλους (“Jesus Christ Superstar”), έκανε τηλεόραση, έκανε στενή παρέα με τον Axl Rose, συμμετείχε σε δεκάδες ηχογραφήσεις (από tributes σε Maiden και Rush, μέχρι Ramones) κυκλοφόρησε προσωπικά άλμπουμ, πάντα σκληρόηχα και κόντρα σε κείνη την αρχική του εικόνα. Το καινούριο, πέμπτο στουντιακό του άλμπουμ, “Give ‘Em Hell” ακολουθεί καταπόδας σε ήχο τα “Kicking & Screaming” (2011) και “Angel Down” (2007) και έχει για δεύτερη συνεχή φορά τη σφραγίδα του παραγωγού Bob Marlette (μ.α. Rob Zombie, Black Sabbath και Shinedown).
O Καναδός, στα 46 του σήμερα και πιστωμένος μ’ ένα -όσο γίνεται- τσαλακωμένο image, έχει καταφέρει αυτό που επί 20τόσα χρόνια κυνηγούσε. Τα “18 And Life” δεν έγινε άλμπατρος γύρω απ’ το λαιμό του. 20 εκατομμύρια δίσκοι και μια κοφτερή και ακμαία φωνή το μαρτυρούν ξεκάθαρα. Για τη σύνθεση και την ηχογράφηση του άλμπουμ αυτού κατάφερε να στρατολογήσει ονόματα όπως ο Duff McKagan (μπάσο) και τρεις από τους πλέον εύφλεκτους και έμπειρους κιθαρίστες, τον grindoσαμπαθίζοντα John 5 (Marilyn Manson, Rob Zombie), τον στακάτο και ιδιοφυή στις φράσεις Steve Stevens (τί άλλο, Billy Idol) και τον (με πιο “ελαφρύ” βιογραφικό, βλ. Avril Lavigne, Pink) Devin Bronson. Όλοι αυτοί με την αδυσώπητη διπλή μπότα του Bobby Jarzombek (Halford, Riot, Fates Warning) να στηρίζει το οικοδόμημα.
O ήχος του Marlette πραγματικά δυναμιτίζει. Μίξη και ενορχήστρωση που κραυγάζουν heavy metal από παρασάγγες. Οι κιθαρίστες απλώνουν ένα πυκνό δίχτυ από ριφ (τα μελωδικά σόλο ανήκουν συνήθως στον Stevens και ο John 5 βάζει τα σύγχρονα “ξυσίματα”), πάνω στα οποία ο Bach ερμηνεύει πότε σαρδόνια, πότε απεγνωσμένα, εξαπολύοντας σε κάθε ευκαιρία αυτές που αυτάρεσκα ονομάζει “blood-curdling death screams from hell” (ειδικά στα “All My Friends Are Dead”, “Temptation”, “Push Away” λυσσάει). Συνθετικά το άλμπουμ είναι ολόκληρο σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο, πράγμα που δεν προσπερνάς εύκολα. Με την πρώτη ξεχωρίζουν τα “Hell Inside My Head”, “All My Friends Are Dead”, “Temptation” (δυνατό σινγκλ και βίντεο), “Push Away” και “Had Enough”, ενώ το “Rock N’ Roll Is A Vicious Game” είναι μια καλοφτιαγμένη power μπαλάντα με φυσαρμόνικα βγαλμένη λες από το ’89.
(Old school) American Metal που έλεγε και μια ασχημόφατσα παλιώτερα. Γίνεται καλύτερο; Δύσκολο.
652