Προτού γράψω οτιδήποτε, οφείλω ένα τεράστιο ευχαριστώ στο Rockway.gr για την ευκαιρία που μου έδωσε να παρευρεθώ- ως εξωτερικός συνεργάτης (#hr8e_h_anapty3h #ellas_ellas_antonis_samaras)- και να γράψω κριτική για την συναυλία μιας από τις πλέον ανερχόμενες μπάντες της Μ.Βρετανίας.
Στο άκουσμα ότι οι Midas Fall θα εμφανιζόντουσαν στο Fox μου γεννήθηκε αρχικά μια αμηχανία. Ο χώρος είναι ο πλέον ακατάλληλος για συναυλία (όσες φορές έχω πάει πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν είναι κατάλληλος γενικά για το οτιδήποτε).
Ενώ λοιπόν οι πόρτες άνοιξαν κατά τις 21.30 και ο Γιώργος Μαστροκώστας, με το solo project του Absent without leave, βγήκε στην σκηνή λίγα λεπτά αργότερα, τα τεχνικά προβλήματα έκαναν άμεσα αισθητή την παρουσία τους. Ξεκινάει με κάτι σαν sound check. Σταματάει. Δεύτερη προσπάθεια με προ-ηχογραφημένα τύμπανα στο background για να σταματήσει ξανά λίγες στιγμές μετά, καθώς ένα απαράδεκτο buzz, το οποίο μάλλον έβγαινε από το μικρόφωνο, όπως διαπιστώσαμε αργότερα, και ένας συνεχής μικροφωνισμός (πως γίνεται να έχεις επιστροφή με ένα (1) όργανο στην σκηνή;) κάνουν το εγχείρημα αδύνατο. Αμηχανία από τους λίγους στο κοινό που είχαν έρθει από νωρίς, αλλά και από τον performer. Ανεβαίνει ο ηχολήπτης. Συζητάνε. Κατεβαίνει. Αρχίζουμε.
Τελικά με όλα αυτά, οι Absent Without Leave έπαιξαν μονάχα ένα κομμάτι, το οποίο σίγουρα θα πέρναγε το crash test πριν από μια δεκαετία, αλλά η όλη φάση με το mogwai-κό post- rock κατά την άποψή μου έχει κλείσει τον κύκλο της. Αργά αρπέζ, πολλές κιθαριστικές λούπες, τρέμολο, δοξάρι, αλλά υπερβολικό μπούκωμα στα μεσαία. Και φυσικά buzz. O Γ. Μαστροκώστας αφήνει την σκηνή και το κομμάτι σβήνει μόνο του μερικά λεπτά μετά. Στην πραγματικότητα τέτοια εμφάνιση δεν επιδέχεται κριτικής λόγω των πολλών ηχητικών προβλημάτων, καθώς και της ελάχιστης διάρκειας του set. Ελπίζουμε στα επόμενα live τα πράγματα να εξελιχθούν καλύτερα.
Για την συνέχεια είχαμε τους Adolf plays the Jazz, ένα συγκρότημα το οποίο περίμενα με πολύ ενδιαφέρον, με την Underground αθηναϊκή σκηνή να μιλάει για αυτούς με τα καλύτερα λόγια. Το κουϊντέτο ανεβαίνει στην σκηνή κατά τις 22.30 και αρχίζουν με ένα noisy ηχοτόπιο, ενώ οι Smashing Pumpkins συνεχίζουν να ακούγονται από τα ηχεία του Fox. Μια από τις πολλές wtf στιγμές του live. Παίζει να ακούστηκε και το “Put some sugar on me” σε κάποια φάση. Έπος λέμε. Σταματάνε και αυτοί με την σειρά τους και μετά από μίνι συσκέψεις- εν μέσω μικροφωνισμών- τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ηχολήπτη, κατά τις 22.50 ξανά προς τη δόξα τραβάν.
Το 2ο (;) κομμάτι τους (“Woven Cloud”) ξεκινάει σε αργό τέμπο, με πολλές επαναλήψεις και εμμονικό ρυθμό στα τύμπανα. Αλλαγή σε 6/8 ανεβασμένα gain και εμφανείς επιρροές από Isis. Ενδιαφέρον κομμάτι, αν και ο ήχος συνεχίζει να κυμαίνεται σε πολύ- πολύ χαμηλά επίπεδα. Το ηχοτόπιο επανέρχεται με το “Care”, μπάντα και κόσμος αρχίζουν να ζεσταίνονται, με το double-pedal αλλά και το γενικότερο groove. Απλή αλλά ουσιαστική αρμονία εμπλουτισμένη με wah κιθάρας. Το “Drive” φέρνει στην επιφάνεια μερικές επιρροές από Cult of Luna τόσο με την εισαγωγή όσο και με το απρόσμενο ritardando αμέσως μετά. Στο άδειασμα μικροφωνίζει το σύμπαν, αλλά επιτέλους ακούμε λίγο σαξόφωνο.
Εξαιρετικό outro, λίγο πιο φασαριόζικο απ’ ότι θα έπρεπε μπορεί να πουν μερικοί, ωστόσο από έναν τύπο που θεωρεί ότι οι Swans είναι ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί εκεί έξω δεν παίζει να διαβάσετε κάτι τέτοιο. Έκλεισαν με το “Tendency to Fall” το οποίο είχε σίγουρα την πιο ενδιαφέρουσα φόρμα (συνθετικά) και τον πιο αξιοπρεπή ήχο (συναυλιακά) με εναλλαγές μεταξύ γαμηστερής stoner-άδικης εισαγωγής, καθαρόαιμα post-rock σημεία και ένα πραγματικά όμορφο, φολκλορικής υφής σόλο στο σαξόφωνο.
Οι APTJ παίξανε για περίπου 1 ώρα- αν συμπεριλάβουμε και τις παύσεις λόγω τεχνικών θεμάτων- και απέδειξαν ότι είναι μια δεμένη μπάντα που υπό άλλες συνθήκες θα άφηναν πολύ θετικές εντυπώσεις. Φυσικά το πρόσημο είναι θετικό, ωστόσο (και αυτή είναι προσωπική αισθητική προσέγγιση, οπότε αν είστε die-hard post-rock οπαδοί προσπεράστε ευγενικά) η μεγάλη διάρκεια των κομματιών σε συνδυασμό με την αδυναμία δημιουργίας πιο σύνθετων μακροδομών τείνουν, σε τελική ανάλυση, να πλατειάζουν τις -ομολογουμένως αρκετές- ενδιαφέρουσες, συνθετικά και ενορχηστρωτικά, ιδέες. Σε περίπτωση που οι ίδιοι επιχειρούσαν να εμπλουτίσουν τις εμφανίσεις τους με μερικά λακωνικότερα κομμάτια διάρκειας μικρότερης των 6 λεπτών, ενδεχομένως να ήταν σε θέση να προσδώσουν μια ουσιαστική υφή σε ένα setlist το οποίο αδυνατεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του ακροατή αμείωτο.
Και ενώ η ώρα πλησίαζε μεσάνυχτα και το κοινό είχε αρχίσει να γεμίζει ασφυκτικά το Fox, έκαναν την εμφάνισή τους στην σκηνή οι τέσσερις σκωτσέζικες φιγούρες, μέλη των αγαπητών Midas Fall. Μετά από ένα αρκετά βιαστικό στήσιμο, ξεκίνησαν με ένα post-rock intro προθέρμανσης το οποίο έδωσε πάσα στο χιτάκι τους “My Radio Star”. Ο ήχος αν και αρκετά βελτιωμένος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το rhythm section, παρέμεινε απογοητευτικός, με τα φωνητικά τις Elizabeth Heaton να μην ακούγονται σχεδόν καθόλου.
Με το “fluorescent lights” πάντρεψαν τις post-rock καταβολές τους με το dream- pop στοιχείο, αλλά το buzz που δεν είχε σταματήσει από την αρχή της συναυλίας έκανε την κατάσταση πολύ ενοχλητική. Μετά το τέλος του κομματιού, ορισμένοι από το κοινό μαζί (!) με την Rowan Burn παραπονιούνται έντονα στον ηχολήπτη για την φωνή που δεν ακούγεται. Ξανά μανά τα ίδια, διακοπή, συσκέψεις, συζητήσεις, μπυρίτσες, κουβεντούλα της μπάντας με το κοινό, καλαμπούρι, buzz, buzz, buzz.
Αφού, έχουμε όλοι ομαδικώς ξενερώσει, η κυρία Burn αρπάζει το μικρόφωνο και ρωτάει ουρλιάζοντας το κοινό αν την ακούει. Ναι την ακούμε. Ωραία. “We‘re gonna carry on”. “Borders” λοιπόν από τον τελευταίο δίσκο, με αρκετά βελτιωμένο ήχο και (επιτέλους) φωνητικά, ενώ η έκπληξη που μας ετοίμασαν με μια πρεμιέρα από τον επερχόμενο δίσκο τους σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητη. Πολύ ομαλές και ενδιαφέρουσες εναλλαγές δυναμικών σε ένα αρκετά περίπλοκο κομμάτι, από άποψη φόρμας τουλάχιστον. ΒPD για την συνέχεια, με το οποίο άρχισαν σιγά- σιγά να “ανεβαίνουν” ψυχολογικά, με μια ερμηνεία που, όπως σχεδόν όλες εκείνης της βραδιάς, υπερτόνιζε την πιο rock πλευρά της μπάντας.
Ακολούθησε το “Nautical Song” από τον πρώτο δίσκο τους. Ονειρικό με ενδιαφέρουσες μικροαλλαγές στην αρμονία μας θύμισε λίγο κάτι από τις ουσιαστικότερες στιγμές των Anathema της τελευταίας δεκαετίας. Το έδεσαν με το μελαγχολικό “Movie Screens” και για την συνέχεια, σε ένα γεμάτο Fox με το κοινό να είναι πλέον πραγματικά ενθουσιώδες ερμήνευσαν “Carnival Song”. Ίσως η πιο ωραία στιγμή της βραδιάς, ως εκείνο το σημείο, η παθιασμένη ερμηνεία του κομματιού “Low”, στο οποίο τα tape σημεία εναλλάσσονταν πολύ λειτουργικά με τα περισσότερο rock, αλλά, δυστυχώς, με τις κιθάρες να παραμένουν αρκετά “θαμμένες”.
Για την συνέχεια η Elizabeth λέει κάτι στο κοινό το οποίο δεν έπιασα (ναι συνέχιζαν τα θέματα με το μικρόφωνο) αλλά αν οι πηγές μου είναι ακριβείς είχε να κάνει με τα επόμενα 2 κομμάτια τους που έκλειναν και το κανονικό set, τα οποία ήταν και αυτά ακυκλοφόρητα και θα συμπεριληφθούν στο νέο τους album. Και νομίζω ότι ήταν τα highlights τις βραδιάς. Βαριά κομμάτια, γκρουβάτα, προβαρισμένα, με επιρροές από Chelsea Wolfe και σκαλωτικές αλλαγές μεταξύ (pan-αρισμένης!) κονσέρβας και live υλικού. Ω ναι, ανυπομονούμε για το νέο τους δίσκο.
Για encore είχαμε, μετά τις εκατέρωθεν ευχαριστίες, το “Century”. Ποικιλόμορφο, υποβλητικό, σαγηνευτικό, γοτθικό, όπως πρέπει. Έτσι στις 1.20 περίπου οι Midas Fall αφήνουν την σκηνή και κατευθύνονται βιαστικοί και ανακουφισμένοι προς το μπαρ.
Δε θα μπορούσα να σκεφτώ έναν καλύτερο επίλογο για ένα βράδυ το οποίο σίγουρα μας κούρασε αφήνοντάς μας ανάμεικτα συναισθήματα. Η πραγματική δύναμη των Midas Fall δεν έχει να κάνει στην πραγματικότητα με τα κομμάτια τους αυτά καθαυτά, όσο με την ικανότητα που έχουν να παρουσιάζουν τις ίδιες (μουσικές) εμμονές τους από διαφορετικά πρίσματα. Με μία ηχητική εμπειρία που ξεκινάει από progressive πειραματισμούς και synth-pop ακροβασίες μέχρι “ξερά” rock περάσματα και gothic ατμόσφαιρες, υποστηριζόμενη με εξαιρετικά δυναμική σκηνική παρουσία, οι Midas Fall είναι η μπάντα που οφείλεις να προσέξεις. Ωστόσο, μιλώντας για την συναυλία της Παρασκευής, η τραγική οργάνωση και η απαράδεκτη ακουστική ήταν αρκετά για να με κάνουν να πιστεύω ότι ακόμη και το χαμηλό εισιτήριο των 10 Ευρώ ήταν υπερβολικό για αυτό που παρακολουθήσαμε.
Ελπίζουμε οι διοργανωτές να καταφέρουν στο μέλλον να φέρνουν αντίστοιχες ελπιδοφόρες μπάντες με εξοπλισμό και σε χώρους όπου μπορούμε να τις ακούσουμε αξιοπρεπώς.
photos: Βασιλική Παναγοπούλου
581