Στο θαυμαστό κόσμο του ροκ ν’ ρολ, ο χρόνος είναι ο μόνος αδυσώπητιος εκδικητής.
Έγιναν ανέκδοτο (“ελβετικό ροκ συγκρότημα”), τους λοιδώρησαν ως αντιγραφείς, τους απέρριψαν ως ατάλαντους, τους “έκοψαν” από περιοδείες, πάσχισαν να τους φτιασιδιώσουν ως “εμπορικούς”. Όλα μάταια. Μετά από 38 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας και περισσότερες από 2.000 συναυλίες ανά την οικουμένη, απροσδοκήτως ενεργά τα 60αρίσαντα παλιόσκυλα, με το τρίτο τους live άλμπουμ δείχνουν στα ροκ μειράκια “πώς γίνεται”.
Και το κάνουν με μια ηχογράφηση μιας νύχτας μεγάλων συγκινήσεων, αφού η 30η Αυγούστου του 2013 εξελίχθηκε σε πανηγυρικό καλωσόρισμα στη γενέτειρά τους (στον εργοστασιακό “χώρο της σκουριάς” Kofmehl στο Solothurn της Ελβετίας), απ’ όπου ξεκίνησαν το 1975. Με μια κλασσική (σχεδόν αυθεντική) σύνθεση, με την οποία επικυρώνουν, τα τελευταία 4 χρόνια, το πόσο ακατάβλητο σχήμα υπήρξαν και είναι μέχρι και σήμερα: Fernando Von Arb (1977-2004, 2010-2014), Mark Kohler (1984-1988) και Mandy Meyer (1980-1981, 2011-2014) στις κιθάρες, τον Chris Von Rohr (1976-1983, 1988, 2010-2014) στο μπάσο, τον μπροστάρη Marc Storace (1979-1988, 1995, 2003-2014) και το (νέο αίμα) Flavio Mezzodi στα τύμπανα.
Δίπλα σε νευρώδεις εκτελέσεις των “Tokyo Nights” (magnum opus από άφθαρτη ροκ στόφα), “Rock City”, “Screaming In The Night”, “Bedside Radio”, “Fire”, “Easy Rocker” (που ακόμη και στην Ελλάδα φέρνουν κύματα συγκίνησης στη γενιά των σαρανταφεύγα), το γκρουπ με αυτοπεποίθηση ναρκοθετεί την ακρόαση με νεώτερα, δοκιμασμένης ισχύος εκρηκτικά απ΄το οπλοστάσιό του (“Dog Song”, “Hallelujah Rock N’ Roll”, “Live For The Action”), για να καταλήξει το σετ με το αρκούντως οργιαστικό boogie “Hoodoo Woman”, όπου όλη αίθουσα ακούγεται να έχει συντονιστεί.
Ο 62χρονος Marc Storace, δεν φέρνει σε πια “Μαλτέζο μπετατζή” (αλήστου μνήμης χαρακτηρισμός του εγχώριου “ροκ” τύπου στα ‘86), είναι ένα επιβλητικό παπουδοειδές που όχι μόνο το ευχαριστιέται, αλλά ψαρώνει με την άνεση που χειρίζεται την περίφημη τρίτη οκτάβα της φωνής του. Οι δύο “μυτόνγκες” (Vοn Arb, Von Rohr) δεν είναι πια οι “αντιτουριστικές” δευτεροκλασσάτες γερμανόφατσες, αλλά δείχνουν και ακούγονται ως τοτέμ των ροκ outsiders. Οι δε έμπειροι με το σχήμα Kohler και Meyer βάζουν ένταση και βρασμό στο μίγμα, τόσο στα παλιά όσο και στα νέα κομμάτια. Με live όπως αυτό, το γκρουπ αποδεικνύει ότι σε όλη τη μακρά του καρριέρα έφερε τις επιρροές του από τους καλύτερους (AC/DC, B.T.O., Guess Who, Ζeppelin) προφανείς και απαράλλακτες ως ηχητικό τατουάζ. Αλλά τατουάζ φόρου τιμής και όχι ξεπουλήματος.
Σε σύγκριση με το προηγούμενο, διπλό και πολύ χορταστικό live “Fire And Gasoline” (2003, με τους νεαρούς πλην εφεδρικούς Castell, Aeby, Favez), χωρίς υπερβολή, το “Long Stick” ακούγεται πιο ζωντανό και ορεξάτο, αντιστρόφως ανάλογα από την ηλικία των μουσικών που παίζουν σ΄αυτό.
Όσο κι αν κανείς αμφιβάλλει για το αν το πιασάρικο tagline που συνοδεύει την νέα αυτή κυκλοφορία είναι αλήθεια (“1000% Pure, Buttkickin’ Hard Rock”), σίγουρα είναι πιο πειστικά τα μετρημένα λόγια του Malcolm Dome (που όλο και κάτι έχουν δει τα ματάκια του). Το γκρουπ Krokus, από κακόγουστο αστείο, έχει δικαιωματικά γίνει “One of the best hard rock bands of the last 40 years”.
707