Kai Hansen. Ένα όνομα, χιλιάδες σκέψεις.
Για τον υπογράφοντα και τη μισή και άχρηστη προσωπικότητά του, ένας από τους κύριους διαμορφωτές της πολιτιστικής αντίληψης της ζωής του. Από πάντα. Από την πρώτη νότα του “Starlight”, στο αθάνατο ντεμπούτο mini LP “Helloween”, ο έρωτας μου ήταν ακαριαίος και είναι από αυτούς που ξέρεις εξ’ αρχής ότι δεν θα τους απαρνηθείς ποτέ.
Με τον Michael Weikath έθεσαν κατά 90% τα θεμέλια του ευρωπαϊκού power metal με τα ακρογωνιαία “Keeper..”. Πάγωσα κι εγώ στην είδηση ότι παρατά τους Helloween, την μπάντα που ίδρυσε και με την οποία μεγαλούργησε, τότε, το 1989, λίγο μετά το “Live In The UK”. Είχα τρελαθεί από τη χαρά μου στην πληροφορία ότι ξεκινά νέο σχήμα με τον Ralf Scheepers. Και δεν διαψεύστηκα. Το “Heading For Tomorrow”, ήταν ένας καταπληκτικός δίσκος ο οποίος παγίωσε τον Kai Hansen για την αξία του στις συνειδήσεις όλων, για το πάθος του ως metaller και για το ότι δικαιώθηκε στην πορεία του χρόνου για την επιλογή να ξεκινήσει κάτι ουσιαστικά από το μηδέν, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να δρέψει καρπούς από το ήδη φημισμένο status της πρώην μπάντας του. Με φοβερές επιλογές στους συνεργάτες που τον πλαισίωναν και με δυσθεώρητα επίπεδα έμπνευσης, οι δουλειές που ακολούθησαν, του εξασφάλισαν μια για πάντα τη θέση του στη Heavy Metal ιστορία και δικαίως, γιατί album όπως τα “Insanity And Genius”, “Land Of The Free”, “Somewhere Out In Space” και “Powerplant”, αποτελούν ορισμούς για τη μουσική μας και υποκειμενικά μιλώντας, μνημεία της Τέχνης συνολικά.
Οι δουλειές της προηγούμενης δεκαετίας, συνέχισαν να πυρπολούν το πεινασμένο είναι μου. Δεν με εξέπλητε ποτέ ο τρόπος που ο Kai Hansen ξεδίπλωνε την ψυχή του. Οι στιγμές βέβαια που ανακύκλωνε δικά του θέματα ή καθαρές tribute riffοσειρές σε προσωπικά ινδάλματά του (Judas Priest, Iron Maiden), είχαν αυξηθεί, αλλά αυτό ουδέποτε μου προκάλεσε την παραμικρή “δυσπιστία”, όσο αυτό που άκουγα μου προκαλούσε ακατάσχετο headbanging, σεξουαλικές ακουστικές καταστάσεις air-guitaring και αγνή, pure heavy metal καύλα.
Με το κλείσιμο της δεκαετίας, πριν τέσσερα χρόνια, ήρθε η πρώτη παγωμάρα. Ναι φιλαράκο, μιλάω για το “To The Metal!” (από το θαυμαστικό κιόλας, κάτι έκανε “κράκ” μέσα μου) του 2010. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα album της μπαντάρας και τα συναισθήματά μου ήταν αυτά που θεωρώ, “τα χειρότερα”. Ξέρεις τι εννοώ; Αυτό που δεν σου δίνει ούτε καλή, ούτε κακή εντύπωση, αυτό που σε κάνει να νιώθεις “ουδέτερα”. Με ένα-δυο κομμάτια καλούτσικα, αλλά σε καμιά περίπτωση συγκρινόμενα με αυτά του έστω και πρόσφατου σχετικά παρελθόντος και με μια ακολουθία, κατά κάποιο τρόπο, ημιτελών ιδεών, το album αυτό, πέρασε σχετικά στα ψιλά. Για την μπάντα, δεν νομίζω να είχε τόσο ισχυρό αντίχτυπο, σε σχέση με τη δημοτικότητά της, άλλωστε πάντα είναι βολικές οι δικαιολογίες του στυλ “..νταξ, μεγαλώνουν κι αυτοί…”, “…όλοι οι μεγάλοι παίχτες, έχουν και μια άσχημη μέρα…”, “…κανα πιπινάκι ζόρικο θα τον τύλιξε, γαμεί ο άνθρωπας και δεν δίνει τόσο σημασία πια…” σε προαιώνιες αξίες και σε ιδέες που αγαπάς, αλλά το μεγάλο γαμώτο ήταν ότι τα σημάδια στασιμότητας είχαν κάνει την εμφάνισή τους.
Και ήγγικεν η ώρα για το “Empire Of The Undead”. Σκοπεύω να σου μιλήσω καθαρά από την αρχή. Το άκουσα επί δυο εβδομάδες, σε όλες τις διαθέσεις, σε όλες τις στιγμές της ημέρας και της νύχτας. Πόρισμα. Είναι ένας καλός heavy/power δίσκος. Μια κλάση ανώτερο σίγουρα από το προηγούμενο. Με το συνηθισμένο εξωγήινο παίξιμο των εδώ και πάρα πολλά χρόνια συνεργατών του, Henjo Richter (κιθάρες – από τους πιο αγαπημένους μου κιθαρίστες ως φυσιογνωμία, τρομερός τεχνίτης και φοβερά συμπαθητικός άνθρωπος), Dirk Schlachter (μπάσο – μόνο παντρεμένοι δεν είναι με τον Kai) και του νεοεισελθώντα αντικαταστάτη του Dan Zimmerman (τι drummer, My Lord!), Michael Ehre, ενός εξίσου καλού drummer ο οποίος έχει και συνθετικές ικανότητες, συνεισφέροντας με ένα εξ’ ολοκλήρου δικό του κομμάτι, το “Pale Rider”. Mε αναμενόμενο εξαιρετικό ήχο, για τα επίπεδα μιας υψηλής αναγνωρισιμότητας μπάντας.
Ο δίσκος έχει πάρα πολλά όμορφα και οικεία heavy metal riffs. Υπάρχουν σημεία που θα ξεσηκωθείς, αλλά υπάρχουν διάσπαρτες στιγμές ανάμεσα στην απόδοση των ιδεών που δημιουργούν κοιλιές στις ατμόσφαιρες. Ενώ στα speed θέματα, η μπάντα σπέρνει κανονικότατα, παράγοντας εκείνο το είδος του heavy metal που στο κάτω-κάτω η ίδια όρισε, μπαίνουν σφήνες από hard rock (κυρίως Slade ή και Sinner-like αλλά μάλλον αδιάφορα) θέματα που ακούγονται λίγο άκαιρα, ξεκάρφωτα σε σχέση με την ήδη αναπτυσσόμενη ατμόσφαιρα, για λίγο μέχρι να επανέλθουν σε άλλο ένα πωρωτικό riff και ούτω καθ’ εξής. Βέβαια οι Gamma Ray είναι μεγάλοι μάστορες ανέκαθεν στο θέμα των refrains, τα οποία συνεχίζουν να είναι ανθεμικά, αρενικού χαρακτήρα, με υμνική και τυπική στιχουργική θεματολογία, στο σύνηθες ύφος τους. Από τα πολύ καλά ολοκληρωμένα τραγούδια το ήδη αγαπημένο μου “Master Of Confusion”, το πολύ γρήγορο ομώνυμο “Empire Of The Undead”, το “Seven” καθώς και το στακάτο “Born To Fly”.
Τελικώς, για να συνοψίσω… Το “Empire Of The Undead” σε καμιά περίπτωση δεν με απογοήτευσε ως heavy metaller. Υπήρχαν πολλές φορές που με κατακαύλωσε ακούγoντάς το (φυσικά, το αλκοόλ έπαιξε τον ρόλο του) και υπήρχαν και στιγμές που με άφησε σχετικά αδιάφορο. Θα το ήθελα λιγότερο ασαφές, περιέχει πολύ μουσική ως riffs αλλά και αρκετό περιττό υλικό που είναι απλά αχρείαστο. Η ουσία είναι, ότι απολαμβάνεις τις μπύρες σου παρέα του, δεν είναι το άριστο album που περίμενα αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορώ να το κατηγορήσω και ως ανέμπνευστο. Άνισο ίσως, αλλά τίμιο, έξω καρδιά και 100% heavy metal. Κι αν επαναλαμβάνουν κάποιον, τουλάχιστον είναι ο εαυτός τους.
Φυσικά, σαν βαμμένος οπαδός τους, θα συνεχίσω να ευελπιστώ στο “μνημειώδες album” που μπορούν να παράγουν. Αν θα στο συνιστούσα για αγορά; Φυσικά. Αλλά να τον ακούσεις αρκετά πριν με θεωρήσεις “πωρωμένο, αλκοολικό μεσήλικα, που γκαστρώνει γίδες Τετάρτες βράδυ με πανσέληνο και λέει ότι του κατέβει”.
1399