BLONDIE

Καθώς έφτιαχνα ετούτο εδώ το αφιέρωμα και ερευνούσα για τους Blondie, αυτό που με εντυπωσίασε πρώτο από όλα ήταν οι χρονολογίες που είδα να αναγράφονται. Δυσκολευόμουν βλέπετε να πιστέψω πως όλα αυτά τα hits -που μέχρι και σήμερα μια χαρά μοντέρνα ακούγονται- γράφτηκαν στην πραγματικότητα τρεις δεκαετίες πριν.

    Συνειδητοποίησα έτσι παράλληλα και το πόσο σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι Blondie στην εξέλιξη του pop-rock και του new wave ιδιώματος ενώ ήταν εξίσου αποκαλυπτικό για μένα το να παρατηρώ το μέγεθος της επιρροής που άσκησε σε μεταγενέστερες από εκείνη ντίβες (όπως η Madonna, η Gwen Stefani κα), η χαρισματική persona της Deborah Harry.
Όλα ξεκινούν τον Αύγουστο του 1974, στη Νέα Υόρκη. Ο κιθαρίστας Chris Stein έχει μόλις αποχωρήσει από τους The Stilettos, μια μπάντα που ηγούνταν τρεις γυναικείες φωνές. Μαζί του πήρε και μία εξ’ αυτών, τη Deborah Harry με την οποία τελικά θα συνάψει και σχέση. Οι δυο τους αποφασίζουν να δημιουργήσουν ένα νέο σχήμα και ξεκινούν την κλασσική αναζήτηση για τους κατάλληλους μουσικούς. Μετά από πολλά και διαφορετικά line-ups κατασταλάζουν σε μία σταθερή (προς το παρόν) βάση: Deborah Harry– φωνητικά, Chris Stein-κιθάρα, Jimmy Destri– πλήκτρα, Gary Valentine-μπάσο και Clem Burke-τύμπανα. Οι πέντε τους αποφασίζουν στα τέλη του 1975 να υιοθετήσουν το -έξυπνα τοποθετημένο- όνομα, Blondie, εμπνευσμένο από τον τρόπο που αποκαλούσαν οι (αθάνατοι!) αμερικάνοι φορτηγατζήδες τη Harry όταν την έβλεπαν στον δρόμο.
Μετά από εντατικά live λοιπόν, καταφέρνουν να γίνουν τακτικό όνομα στη σκηνή του μυθικού club, CBGB’s. Από εκεί θα βρεθούν στα γραφεία της ανεξάρτητης, ιδιωτικής δισκογραφικής εταιρείας Private Stock και θα υπογράψουν το πρώτο τους συμβόλαιο. Η συνεργασία τους αυτή θα γεννήσει το ομώνυμο του ντεμπούτο του συγκροτήματος, τον Δεκέμβρη του 1976. Το Blondie θα πραγματοποιήσει μια όχι και τόσο αξιοπρόσεκτη πορεία στην Αμερική, θα καταφέρει όμως παράλληλα να στρέψει κάπως τα φώτα προς τη δεσποινίδα Debbie Harry. Ένα νέο πορτραίτο frontwoman, στο οποίο δυναμισμός και θηλυκότητα συνδυάζονταν μοναδικά, ήταν πλέον γεγονός. Μπορεί βέβαια όλα αυτά να συνέθεταν κάτι το φρέσκο, με πρωτοποριακή κιόλας παραγωγή (ευθύνη του Richard Gottehrer), η αδυναμία όμως του δίσκου βρισκόταν τελικά στα ίδια τα κομμάτια. Παρόλα αυτά, η τύχη θα ‘ρθει να χαμογελάσει πλατιά στους Blondie. Η μεγάλη βρετανική εταιρεία, Chrysalis Records αγοράζει από ενδιαφέρον την Private Stock και επανακυκλοφορεί το ντεμπούτο των Blondie το 1977 με single το “X- Offender” δίνοντάς του μια νέα δυναμική από πλευράς marketing.
Την ίδια περίπου περίδο, το συγκρότημα θα λάβει και το βάπτισμα των media.κατά λάθος. Η παρουσιάστρια του Αυστραλιανού Countdown, Molly Meldrum,έγινε άθελά της η υπαίτια για τη μεγάλη αναγνώριση των Blondie στη χώρα της. Μπορεί λοιπόν το “X- Offender” να ‘ταν το πρώτο τους single, η μοίρα τους όμως ήθελε το B-Side αυτού, το κομμάτι “In The Flesh” να ‘ναι ο πρώτος τους «κράχτης». Το clip του εν λόγω τραγουδιού παίχτηκε κατά λάθος κατά τη διάρκεια της εκπομπής, στέλνοντας τελικά κάθε κυκλοφορία των Blondie από το πρώτο album στο Top 5 της Αυστραλίας.
Έναν χρόνο μετά, το 1978 κυκλοφορεί το Plastic Letters. Μουσικά, πολύ κοντά -αν όχι όμοιο- με το Blondie, το δεύτερο album των Νεοϋορκέζων τους έκανε και υπερατλαντικούς. Χάρη και στη βοήθεια της Chrysalis, τα δύο singles που κυκλοφόρησαν προωθήθηκαν πολύ αποτελεσματικά στο κοινό της Βρετανίας το οποίο ανταποκρίθηκε θετικά τοποθετώντας τους Blondie στο Top 10 των προτιμήσεών τους. Η συνταγή του ενός ήταν ήδη δοκιμασμένη αφού επρόκειτο για μια διασκευασμένη εκδοχή του “Denise” από τους Randy and the Rainbows”, μιας επιτυχίας του 1963. Οι Blondie άλλαξαν δομή και φύλο στο κομμάτι (ονόμασαν τη δική τους εκδοχή, “Denis”) και βγήκαν ασπροπρόσωποι. Το δε “(I’m Always Touched By Your) Presence, Dear” ήταν ίσως το μόνο από τα κομμάτια του Plastic Letters που πραγματικά ξεχώριζε κι έτσι απέδωσε επάξια ως single. Για την ιστορία το κομμάτι αυτό, το χε συνθέσει ο Gary Valentine, ο οποίος λίγο πριν μπουν στο studio οι Blondie, αποχώρησε, αφήνοντάς τους να γράψουν το Plastic Letters ως κουαρτέτο. Έτσι, καθώς η επιτυχία του album προμήνυε αυξημένες υποχρεώσεις και περιοδείες, η μπάντα έπρεπε επειγόντως να βρει αντικαταστάτη. Η λύση βρέθηκε στο πρόσωπο του  Frank Infante, ο οποίος πρώτα ανέλαβε τα καθήκοντα του μπασίστα κι ύστερα από λίγο του κιθαρίστα. Την τελική «τετράχορδη» θέση ανέλαβε τελικά ο Nigel Harrison και το συγκρότημα ήταν πλέον και επισήμως, σεξτέτο.
Οι δύο πρώτες προσπάθειες των Blondie μπορεί να είχαν μια αξιοπρεπή απήχηση, σε καμία όμως περίπτωση δεν θα μπορούσαν να συγκριθούν με την αίγλη που τους έφερε η τρίτη τους. Τον Σεπτέμβρη του 1978 λοιπόν, κυκλοφορούν το Parallel Lines,την απάντηση σε όσους τους χαρακτήριζαν ως τότε «μέτριους» και τις συνθέσεις τους «ανέμπνευστες». Το συγκρότημα φαινόταν σαν να χε πάρει ξαφνικά φωτιά και τα κομμάτια τους έφτασαν κυριολεκτικά σ’ ένα νέο, πολύ υψηλότερο επίπεδο. Τότε οι Blondie ανυψώθηκαν μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. Χρησιμοποιώντας δε και την ευφυΐα του παραγωγού/συνθέτη Mike Chapman, κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ακατέργαστο διαμάντι. Όλα σχεδόν τα κομμάτια μας θυμίζουν κάτι: “Hanging On The Telephone”, “Picture This”, “Will Anything Happen?”, -το αγαπημένο στη χώρα μας- “One Way Or Another” και φυσικά το αξεπέραστο hit της disco/rock (στα χνάρια των BeeGees), “Heart Of Glass”. Το τελευταίο ήταν αιτία για να τους κατηγορήσουν κάποιοι και να πουν πως ξεπουλήθηκαν, όταν ουσιαστικά απαρνήθηκαν τις new wave ρίζες τους. Μέχρι σήμερα, είκοσι εκατομμύρια άλλοι, που πήραν και έλιωσαν το Parallel Lines αποδεικνύουν περίτρανα πιστεύω πως, ανεξάρτητα με το αν ξεπουλήθηκαν ή όχι οι Blondie, η αλλαγή αυτή τους έκανε κάτι παραπάνω από καλό. Με τη σύσσωμη αποδοχή των “Heart Of Glass” και “One Way Or Another” από κοινό και media, οι Blondie έλαμψαν επιτέλους και στην Αμερική όπου μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούνταν ακόμα underground. Αξίζει επίσης να θυμόμαστε πως το clip του “Heart Of Glass” αποτέλεσε επίσης και το εισιτήριο της Debbie Harry για τον λαμπερό κόσμο της showbiz. Τελειώνοντας μ’ αυτό το κεφάλαιο, θα θελα απλώς να εκφράσω και την ταπεινή μου γνώμη λέγοντας πως στο πάνθεον των υπερ-επιτυχημένων δίσκων υπάρχουν λίγοι σαν κι αυτόν («λίγοι».). Η ιδιαιτερότητα του Parallel Lines για μένα έγκειται στο ότι έχει ολόκληρο μια συνέχεια. Με άλλα λόγια, είναι ολόκληρο αντάξιο της επιτυχίας του, όχι μόνο τα singles του. Γι’ αυτό όταν τελικά το ακούσετε.θα ήταν καλύτερο να μην πατήσετε το next μέχρι να τελειώσει.
Θέλοντας να συνεχίσουν από εκεί ακριβώς που σταμάτησαν, οι Blondie χρησιμοποίησαν την ίδια φόρμουλα και στο Eat To The Beat(1979). Η προσπάθειά του δεν είχε βέβαια το ίδιο τρανταχτό αποτέλεσμα, απέδωσε όμως κι αυτή του δικούς της καρπούς. Οι Βρετανοί λάτρευαν τους Blondie κι έτσι τα singles, “Atomic”, “Dreaming” καθώς και το ίδιο το album έφτασαν με άνεση στην κορυφή των charts, κρύβοντας ουσιαστικά τις όποιες συνθετικές «αδυναμίες» θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει στον δίσκο αυτό. Το πρόβλημα ίσως φάνηκε πιο πολύ στην Αμερική. Εκεί ακόμα αρνούνταν κατηγορηματικά να δουν τους Blondie ως συγκρότημα-θεσμό επιμένοντας παράλληλα να τους θεωρούν μπάντα «του ενός hit album». Οι ίδιοι οι Blondie πάντως θα χαν τον τελευταίο λόγο σ’ αυτό.
Το 1980 βγαίνει στους κινηματογράφους η θρυλική ταινία “American Gigolo”. Το τραγούδι που τη συνοδεύει, το ερμηνεύουν οι Blondie και φέρει την υπογραφή της Harry και του Giorgio Moderer (του συνθέτη πίσω από την Donna Summers). Πρόκειται για το “Call Me” που θα κυκλοφορήσει μόνο του ως αυτούσιο single και θα μονοπωλήσει την πρώτη θέση των charts σε πολλά μέρη του κόσμου αλλά κυρίως στην Αμερική, οπού παρέμεινε εκεί για μήνες. Έτσι, το έδαφος ήταν κάτι παραπάνω κι από προετοιμασμένο για την επόμενη παγκόσμια επιτυχία των Blondie.
Αυτή με τη σειρά της θα έρθει πριν καν περάσει ένα χρόνος, συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1980. Το Autoamerican ήταν κάτι το πρωτοποριακό. Στο “The Tide Is High” (διασκευή στο κομμάτι των The Paragons του 1967) έχουμε reggae, στο “Rapture” έχουμε rap(!) και σε αμφότερα έχουμε το σηματάκι «#1». Παρόλα αυτά, η ζυγαριά εδώ αρχίζει να γέρνει προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού αφού φαίνεται πως το βρετανικό κοινό δεν εκτίμησε και τόσο την στροφή αυτή. Κάπου εκεί πραγματοποιείται το πρώτο διάλειμμα των Blondie. Τα περισσότερα από τα μέλη θα αναζητήσουν, ως συνήθως, εκτόνωση σε προσωπικά side projects, μέχρι που η μπάντα θα βρεθεί και πάλι ενωμένη δύο χρόνια μετά. Η επιστροφή τους γεννά το “The Hunter” και μαζί μ’ αυτό τα πρώτα σύννεφα. Το υλικό δεν αρέσει ούτε σε κοινό ούτε σε κριτικούς και οι Blondie βρίσκονται για πρώτη φορά μετά από καιρό σε αδιέξοδο. Η media-κη μανία με την Debbie Harry κάνει σιγά σιγά τους Blondie να φαίνονται περισσότερο σαν «Την» Blondie και όπως είναι φυσικό, διάφορες πιέσεις όπως η χρήση ναρκωτικών ουσιών αρχίζουν να επηρεάζουν την συνύπαρξη των μελών. Αποκορύφωμα της εν λόγω κρίσης, η διάγνωση του Stein για μια σοβαρή αυτοάνοση ασθένεια και η παντελής αδιαφορία από εταιρείες και managers για το συγκρότημα. Αφού λοιπόν όλοι πίστευαν πως οι Blondie ξόφλησαν, εκείνοι αποφάσισα να το επισημοποιήσουν ανακοινώνοντας και τη διάλυσή τους, το καλοκαίρι του 1982.
Το ζευγάρι του συγκροτήματος, Stein και Harry θα προσπαθήσει τότε να καταφύγει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μάταια όμως αφού η δυσχερής κατάστασή τους (μια μίξη χρεών, της ασθένειας του Stein και ναρκωτικών), τους οδηγούν στην επίσημη ανακοίνωση του χωρισμού τους, το 1985. Στον χρόνο που ακολουθεί παρόλα αυτά, οι δύο τους θα συνεργαστούν ξανά για την συνέχεια της ήδη επιτυχημένης solo καριέρας της Harry που είχε ήδη ξεκινήσει από το 1981 με το album της, KooKoo. Έτσι λοιπόν, θα επιμεληθούν το Rockbird, το οποίο θα κυκλοφορήσει τελικά το 1986. Όσο για τα υπόλοιπα μέλη των Blondie, Burke και Destri διέπρεπαν στον χώρο των session μουσικών και της παραγωγής αντίστοιχα. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια των εταιρειών να κρατήσουν το όνομα των Blondie ζωντανό, κυκλοφορούν διάφορες Best Of συλλογές και μερικά remixes των επιτυχιών τους χωρίς κάποιο από αυτά να έχει τελικά το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Αυτό που χρειαζόταν για να επανέλθουν οι Blondie στο προσκήνιο, ήταν φυσικά ένα reunion. Αυτό ακριβώς ήταν που έγινε, μόνο λίγο αργοπορημένα. Το 1997, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά την κυκλοφορία του The Hunter, οι Blondie ενώνονται ξανά αναγεννώντας την αυθεντική τους κιόλας σύνθεση. Με τον Gary Valentine λοιπόν, τον ως τότε επίδοξο συγγραφέα που διέμενε στο Λονδίνο, να ξαναπιάνει το μπάσο, η μπάντα ξεκινά να εμφανίζεται σταδιακά σε φεστιβάλ και τηλεοπτικές εκπομπές. Στα δύο χρόνια που περιοδεύουν συγκεντρώνουν και καινούργιο υλικό το οποίο θα ρισκάρουν να κυκλοφορήσουν το 1999 με τον τίτλο No Exit. Το αποτέλεσμα, αν και απογοητευτικό στο σύνολό του θα χαρακτηριστεί κατά κάποιον τρόπο ιστορικό. Ο λόγος για το single “Maria” που θα είναι το έκτο νο.1 hit του στο Ηνωμένο Βασίλειο κάνοντας τους το μόνο αμερικανικό συγκρότημα μέχρι και σήμερα που έχει κορυφαίες κυκλοφορίες εκεί κατά τη διάρκεια τριών συνεχόμενων δεκαετιών (70s,80s,90s). Η δε Debbie Harry ήταν πλέον και επισήμως η μεγαλύτερη σε ηλικία rock/pop τραγουδίστρια που υπήρξε ποτέ στη θέση νο.1, αφού στα 53 της πλέον ξεπέρασε ακόμα και την Cher. Από τότε κι έπειτα, οι ακόμα ενεργοί Blondie έχουν κάνει μονάχα μία ακόμα δισκογραφική προσπάθεια με το “The Curse Of The Blondie” του 2003. Το album αυτό κυκλοφόρησε όμως μόνο στη γηραιά ήπειρο αφού δεν κατάφερε καν να βρει εταιρεία που να διατίθεται να το κυκλοφορήσει στην Αμερική. Κατ’ εμέ μια κατά τ’ άλλα ήσυχη, ποιοτική όμως (ίσως ότι καλύτερο έχουν από το Autoamerican και μετά) δουλειά, μόνο όμως για τους fans.   Η Debbie Harry δεν ήταν μια frontwoman-υπερπαραγωγή. Ίσως τελικά αυτό να ‘ταν που την έκανε να ξεχωρίσει τόσο πολύ σε μια εποχή που η απλότητα να μην ήταν κι η πιο δημοφιλής αρετή. Μπορεί λοιπόν να μην της φαίνεται, η “Blondie” όμως ήταν μια πραγματική αμαζόνα της rock.   TRIVIA

  • Πριν η Harry γίνει τραγουδίστρια είχε και τον τίτλο του Playboy Bunny για το γνωστό ανδρικό περιοδικό.
  • Το συγκρότημα είχε αντιδράσει με χιούμορ όταν αργότερα στην καριέρα του έμαθαν πως το όνομα “Blondie” παρομοιαζόταν με τον συνονόματο σκύλο του Αδόλφου Χίτλερ, “Blondie“. Στη συλλογή λοιπόν-tribute στον Iggy Pop- We Will Fall συμμετείχαν με το ψευδώνυμο “Adolph’s Dog“.
  • Ο Gary Valentine, ως συγγραφέας κυκλοφόρησε το 2002 ένα βιβλίο υπό το πραγματικό του όνομα, Gary Lachman, με τον τίτλο “New York:My Life In the Blank Generation” στο οποίο περιγράφει τις ως τότε εμπειρίες του με τη μπάντα.

Μανώλης Γιαννίκιος

703