Στην ιστορία της ηλεκτροδοτούμενης μουσικής και ειδικότερα, της ηλεκτροδοτούμενης κιθαριστικής heavy metal μουσικής, εμφανίστηκαν κιθαρίστες και κιθαρίστες.
Άλλοι γεννημένοι μουσικοί, που δούλεψαν παιδιόθεν επεξεργαζόμενοι την κλίση τους και στοχεύοντας στην μουσική ολοκλήρωσή τους και άλλοι από την ανάγκη να συνεκφραστούν με τα αγαπημένα τους ακούσματα, δηλώνοντας πρώτα metallers και έπειτα μουσικοί, βιώνοντας αυτό το καυλοειδές συναίσθημα που προσφέρει αυτό το κίνημα τέχνης (γι’ αυτό και υφίσταται άλλωστε). Με την άνοδο της τεχνολογίας και την αγορά που την έκανε προσιτή και σε αυτόν τον κύκλο ανθρώπων, των μουσικών, τα τελευταία χρόνια βιώνουμε μια άνθηση που αφορά την εμφάνιση λογής καλλιτεχνών, νεαρών σε ηλικία που δεν χάνουν ευκαιρία να σε αφήσουν με το στόμα ανοιχτό με τα πεπραγμένα τους.
Ένας από αυτούς είναι και ο George Constantine Kratsas. Βραβευμένος ήδη σε διαγωνισμό του φημισμένου πλέον, δικού μας, Ιωάννη Αναστασάκη και αφού έχει μνημονευθεί διαδικτυακώς από προσωπικότητες του μεγέθους των Paul Wardingham (από τους πιο ταλαντούχους σύγχρονους solo κιθαρίστες αυτή τη στιγμή) και Attila Voros (κιθαρίστα στο τελευταίο line up Nevermore και main πλέον μέλος στο πλευρό του Warell Dane στα προσωπικά του), έθεσε προς υλοποίηση το δικό του solo όραμα.
Η πρώτη μου επαφή με την μουσική του Γιώργου, ήταν πριν από ένα χρόνο περίπου, όταν είδα το self producted video του “Siren’s Shriek”. Είχα εντυπωσιαστεί με την εκτελεστική δεινότητά του, με την τεχνοτροπία του, στα χνάρια του Jeff Loomis, του John Petrucci και του Michael Romeo (Symphony X) (δεν υπάρχει ουδένα ίχνος αντιγραφής, αλλά και να ίσχυε, ακόμη και ο όρος “αντιγραφή” όταν αναφερόμαστε σε τέτοια μεγέθη, θεωρείται θετικά προσημασμένος, γιατί όπως και να το κάνουμε, το να ακολουθείς τα συγκεκριμένα εικαστικά μονοπάτια, θέλει τα cochonnes του, n’ est pas?) και με την άνεση που ξεδίπλωνε τα πολύ δύσκολα, τεχνικά riffs του κομματιού.
Προφανώς δουλεύοντας αθόρυβα όλον αυτόν τον καιρό, ο ιθαγενής αυτός δημιουργός μας, συνοδευόμενος από μια παρέα εξαιρετικών μουσικών (αναμενόμενο, γιατί είναι η φύση της δουλειάς τέτοια, που δεν θα μπορούσε το επίπεδο εκτελεστικής δεινότητας να μην είναι ισοϋψές) παρουσιάζει το “Abducted Kosmos”, ένα instrumental κιθαριστικό σύνολο επτά καλοδουλεμένων, προοδευτικών συνθέσεων.
Παρέλαση επιρροών στα riffs, πολυεπίπεδες δομές, αλλεπάλληλες εναλλαγές στους ρυθμούς με ροή και σαφήνεια, οργιαστικά solo και βαρύτατη αισθητική. Θα μου πεις, αυτά είναι αναμενόμενα, είναι βασικές σταθερές σε έναν κιθαριστικά προσανατολισμένο δίσκο και όλοι οι κιθαρίστες έχουν κάτι να πουν βάσει των τεχνικών τους δυνατοτήτων. Εδώ υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά, που συνάμα αποτελεί και ένα από τα ατού αυτής της κυκλοφορίας. Όλα τα κομμάτια είναι ολοκληρωμένες μουσικές προτάσεις, αυτόνομα δοκίμια με αρχή, μέση και τέλος.
Από το εναρκτήριο ακουστικό “Amulet” μέχρι και τον σουρεαλισμό του τελευταίου λεπτού του “Samsara” (εξαιρετικό progressive μωσαϊκό, ανατολίτικης αισθητικής), το “Abducted Kosmos” ηχεί πλούσιο. Μεγάλο μερίδιο της συνολικής εικόνας που αφήνει το album οφείλεται στην εντυπωσιακή απόδοση του Νικήτα Μάνδολα (drums, διαπρέπει και με τους άκρως φερέλπιδες Bionic Origin – ακόμη παραμιλάω) και Antoine Karpanos (μπάσο) που ακολουθούν κατά πόδας τον composer shredder στις πανδύσκολες επιλογές του, μην αφήνοντας να πέσει κάτω ούτε νότα και του key player Λεωνίδα Διαμαντόπουλου που δημιουργεί άψογα τις συναφείς ατμόσφαιρες, χωρίς να διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά βοηθώντας δραστικά στις διαθέσεις κομματιών όπως “Disillusion”, “Deception” και “Ainigma”. Άξια αναφοράς και η συμμετοχή του Νίκου Καρελή για την πιανιστική πινελιά στο “Interlude”.
Με αρκετά καλό ήχο και ένα καλό εξώφυλλο, ο George Constantine Kratsas με την κυκλοφορία του “Abducted Kosmos”, προσφέρει ένα αξιοπρεπέστατο δείγμα της εγχώριας μουσικής μας ανάπτυξης, έχει κάθε δικαίωμα να φιλοδοξεί, γιατί το υλικό του είναι πάρα πολύ καλό και ελπίζω να λάβει όση υποστήριξη του αναλογεί. Τα συγχαρητήρια μου και εύχομαι “εις ανώτερα”.
738