ONE MACHINE

Η αλήθεια είναι ότι το “The Distortion Of Lies And The Overdriven Truth” των Αμερικανών One Machine, δεν το περίμεναν και πολλοί με αγωνία, αν και οι άνθρωποι που απαρτίζουν αυτό εδώ το σχήμα, έχουν σεβαστή καριέρα στο χώρο της extreme metal μουσικής, ως μέλη σε σπουδαία group που λατρεύονται ανά την Υφήλιο. O θεμέλιος λίθος της μπάντας, ο εξαιρετικός κιθαρίστας και ιθύνων νους Steve Smyth, εξηγεί στο Rockway τα τι και τα πώς, αυτής της καθόλα αξιόλογης δημιουργίας.

Καλησπέρα Steve. Είμαι πολύ χαρούμενος που έχω την ευκαιρία να σου θέσω κάποιες ερωτήσεις. Και πρώτα απ’ όλα, θα ήθελα να σε ρωτήσω για την πορεία της υγείας σου. Ελπίζω τα προβλήματα νεφρικής ανεπάρκειας που αντιμετώπιζες, να ανήκουν πλέον στο παρελθόν…
Είμαι πάρα πολύ καλά, τον προηγούμενο Δεκέμβρη γιόρτασα κατά κάποιον τρόπο εφτά χρόνια από τότε που επιχείρησα την μεταμόσχευση, οι λειτουργίες του αίματος επανέρχονται στα κανονικά τους επίπεδα, έτσι νιώθω καλύτερα από ποτέ. Προσπαθώ να κάνω υγιεινή ζωή, γυμνάζομαι 4-5 φορές την εβδομάδα, κάνω βάρη και ακολουθώ ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα.

Χαίρομαι. Να περάσουμε τώρα στο κυρίως θέμα. Vicious Rumors, Dragonlord, Nevermore, The EssenEss Project, διάφορες guest συμμετοχές στα album των Hatesphere, Intense και Electric Punishment, κιθαρίστας στις περιοδείες των Testament για σχεδόν πέντε χρόνια και νυν μέλος των thrashers Forbidden. Μια πραγματικά σπουδαία καριέρα. Ποιές είναι οι σκέψεις σου για όλες αυτές τις εμπειρίες;
Λοιπόν, υποθέτω ότι είμαι τύπος που ασχολείται με πολλά και όλες αυτές οι δραστηριότητες μου, λειτούργησαν εκπαιδευτικά για μένα. Πρακτικά, έχω παίξει όλα τα είδη metal που μου αρέσουν ή τουλάχιστον με ενδιαφέρουν, όπως έχω παίξει και αρκετά solo ως guest μουσικός, παρέα με πολύ κόσμο, όπως και με τις μπάντες που ανέφερες. Ακόμη το κάνω αυτό, αν μου ζητηθεί. Όπως είπα, κάθε εμπειρία είναι επιμορφωτική, είτε αφορά τη ζωή στο δρόμο, είτε αφορά την πρόκληση ενός νέου ύφους παιξίματος, υπάρχουν πράγματα που ακόμη μαθαίνω.

Τι σε οδήγησε στην απόφαση να σχηματίσεις τους One Machine;
Ένιωσα την ανάγκη να βγάλω κάποια πράγματα από μέσα μου, να τολμήσω μόνος μου, με ένα σχήμα στο οποίο θα έβγαζα τα καλύτερα στοιχεία των ικανοτήτων μου. Συμμετείχα σε μπάντες άλλων δημιουργών, όντας οπαδός καθεμίας από αυτές πριν τις συμμετοχές μου σ’ αυτές, κάτι το οποίο εξηγεί γιατί τόσα χρόνια τα πήγαινα καλά ως μέλος τους…. Απλά ένιωσα ότι ήταν η ώρα να φτιάξω τραγούδια από ιδέες που είχα μέσα μου πολύ καιρό και οι οποίες δεν ταίριαζαν στο όραμα των προσωπικοτήτων που συνεργαζόμουν. Είχα φρέσκο υλικό και πολλές από αυτές τις ιδέες πραγματώθηκαν σε συνεργασίες με άλλους μουσικούς τους οποίους σέβομαι. Είχα και μια περιέργεια για το πώς θα ακουγόταν το ολόδικό μου υλικό και έτσι αποφάσισα να σχηματοποιήσω τους One Machine.

Πόσο δύσκολο ήταν να βρεις και πώς τελικά επέλεξες τους συνεργάτες σου; Πες μου δυο λόγια γι’ αυτούς.
Η πρώτη μου επαφή με τον Jamie των Biomechanical, ήταν το 2005, όταν άνοιγαν τα live των Nevermore στην Ελλάδα. Είχα εντυπωσιαστεί από την παρουσία του και τις ικανότητες του στη σκηνή και τον είχα στο μυαλό μου για κάποια μελλοντική συνεργασία. Όταν πρωτοάρχισα να σκέφτομαι την δημιουργία ενός σχήματος και ενώ βρισκόμουν στην Αγγλία, έγραψα στον Jamie ρωτώντας τον αν θα τον ενδιέφερε να τσεκάρει το υλικό που είχα, αυτός ήταν θετικός, τα πηγαίναμε πολύ καλά άλλωστε, έτσι αρχίσαμε να δουλεύουμε. Κατά παρόμοιο τρόπο προσέγγισα τον Mikkel, όταν οι Mercenary άνοιγαν για τους Nevermore το 2005 στην TGE Tour μας και ήμουν αυτόπτης μάρτυρας του τι μπορούσε να κάνει κάθε νύχτα στη σκηνή, θυμάμαι ότι είχα εντυπωσιαστεί από την παρουσία του ως frontman. Όταν έμαθα ότι άφησε τους Mercenary, ήρθα σε επαφή μαζί του και αφού είδα ότι υπάρχει ενδιαφέρον από τη μεριά του, συναντηθήκαμε αρκετές φορές, γράφοντας από κοινού το “Evict The Enemy”, δουλεύοντας παράλληλα και το υπόλοιπο υλικό που υπάρχει στο album. Για τη θέση του μπασίστα, βασανιστήκαμε λίγο, πέρασαν αρκετοί από ακρόαση οι οποίοι, για κάποιους λόγους, δεν ταίριαζαν στη φιλοσοφία που ήθελα να προσδώσω στους One Machine, μέχρι που ο Mikkel μου συνέστησε τον Tomas. Ήμουν fan των Mnemic από το πρώτο τους album, έτσι είχα μια άποψη για τις τεχνικές ικανότητες του ως μπασίστας, αλλά στο τέλος του πρώτου jam, φάνηκε η προσωπικότητα του και καταλάβαμε ότι είχαμε βρεί τον κατάλληλο άνθρωπο για τη θέση. Το ίδιο συνέβη και για τη θέση πίσω από τα drums, πέρασαν πολλοί για δοκιμές, ένας μάλιστα μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά δυστυχώς ενετάχθη στους Amaranthe. Βρήκαμε τον Raphael Saini, μετά από πρόταση ενός φίλου από τους Chaoswave, μιας μπάντας στην οποία είχα συνεργαστεί, παίζοντας κάποια solo γι’αυτούς. Ο Raphael κόλλησε άψογα, ηχογράφησε το album μαζί μας, αλλά του προσφέρθηκε η θέση στους Iced Earth και έτσι μας άφησε κι αυτός, προτείνοντας τον Michele Sanna. Ήμουν ήδη οικείος με το παίξιμο του, μια και είχε στείλει ένα audition video για τη θέση του drummer στους Forbidden, το 2011, έτσι δεν χρειάστηκε πολύ για να ενσωματωθεί στη μπάντα. Είναι συμπαγής στο παίξιμό του, πολύ δυνατός, έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία, είναι ο νέος πλέον drummer των One Machine.

Πόσο δύσκολο ήταν να βρεις δισκογραφική εταιρεία που θα αναλάμβανε την κυκλοφορία και τη διανομή του δίσκου; Είσαι ευχαριστημένος από την συνεργασία σας και από την προώθηση του “The Distortion Of Lies And The Overdriven Truth”;
Όχι τόσο εύκολα όσο θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει. Πολλές εταιρείες μας απέρριψαν και από αυτές που είχαν προοπτικές, επιλέξαμε την Scarlet, με την οποία είχα επαφές και πρόσφατα, λόγω της συνεργασίας μου με τους Hatesphere. Μέχρι τώρα, όλα κυλούν ομαλά, από κοινού προωθούμε την μπάντα και θέλουμε να δούμε που μπορούμε να φτάσουμε ως νεοσυσταθέν σχήμα.

Που ηχογραφήθηκε το album και ποιός είναι ο παραγωγός; Πώς ήταν οι συνθήκες κατά την ηχογράφηση;
Η διάρκεια των ηχογραφήσεων του album κράτησε αρκετό καιρό, στα προσωπικά studio του καθενός μας, κάτω από την επίβλεψη και με τις οδηγίες μου. Τα μέλη ηχογραφούσαν τα μέρη τους και μου τα έστελναν μέσω διαδικτύου. Παραγωγός, ήμουν εγώ ο ίδιος. Το internet φυσικά βοήθησε στην συνεργασία μας. Αλλά η ουσία είναι ότι εξαντλήσαμε τον χρόνο μας, ώστε να είμαστε σίγουροι ότι φτιάχνουμε ένα album που μας αρέσει, που έχει τον ήχο που μας αρέσει και λέει αυτά που θέλουμε να πούμε.

Μου άρεσε πάρα πολύ η καθαρότητα του ήχου. Παρά το ότι καταφέρατε να επιτύχετε έναν “μεγάλο” ήχο, όλα τα όργανα ακούγονται μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ποιός ήταν ο μηχανικός;
Τα εύσημα ανήκουν στον Roy Z και στο mix του που διαχωρίζει τέλεια τους ήχους. Ήθελα κάποιον ο οποίος θα μπορούσε να δώσει έναν κλασσικό ήχο, όχι κάτι υπερσυμπιεσμένο και σαμπλαρισμένο μέχρι θανάτου, όπως είναι η πλειοψηφία των παραγωγών που ακούω εδώ και αρκετά χρόνια. Τι συνέβη στον φυσικό ήχο των οργάνων; Που είναι η δύναμη των ενισχυτών; Και γιατί συμβαίνει το ίδιο και στον ήχο των drums; Νομίζω ότι πήραμε αυτά τα στοιχεία που θέλαμε από τον Roy και τα ενσωματώσαμε πολύ καλά. Μας βοήθησε κι ο Marco Angioni στα Death Island Studios, δίνοντάς μας έναν πολύ καλό ήχο στις κιθάρες όπως και ο Tue Madsen, ο οποίος επιμελήθηκε στα Antfarm του το μπάσο. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν το mastering του Alan Douche.

Ποιός είναι υπεύθυνος για το εικαστικό μέρος του album;
Ο Niklas Sundin (Dark Tranquillity) ο οποίος έχει την εταιρία Cabin Fever Media, με την καθοδήγησή μου ως προς το περιεχόμενο. Είναι καταπληκτικός, ήταν από κοινού ιδέα των Mikkel και Tomas, καθώς είχαν ήδη δουλέψει μαζί του με τις προηγούμενες μπάντες τους, αλλά προσωπικά, πάντα θαύμαζα τις δουλειές του. Είχα συγκεκριμένες ιδέες για τα καλλιτεχνικά θέματα, έτσι ώστε να αντιπροσωπεύουν το κάθε ένα κομμάτι και ήθελα να βγεί ένα καλό αποτέλεσμα. Είχε ήδη κάποιες ιδέες που τελικά έδεναν τέλεια με αυτό που είχα στο μυαλό μου. Άνθρωποι περικυκλωμένοι από τα ερείπια του σύγχρονου κόσμου, με δάκρυα αίματος στα μάτια, τείνοντας τις γροθιές τους στον αέρα. Υπάρχουν πολλοί συμβολισμοί, αλλά πρέπει να εμβαθύνεις λίγο, να ξύσεις την επιφάνεια με άλλα λόγια και να σκεφτείς αυτό που υπάρχει και επιπλέον, το γιατί υπάρχει. Κάθε σημείο του artwork, έχει δημιουργηθεί με την ίδια πρόθεση, αντικατοπτρίζει τους στίχους και σε κάνει να σκεφτείς. Συνολικά το album το βλέπουμε ως ένα κομμάτι ενός ολοένα και πιο εξελισσόμενου κόσμου και σε όλους μας στους One Machine, μας λείπει το προϊόν της ανθρώπινης επαφής που μπορείς να μοιραστείς με έναν δίσκο, μιλώντας με τους οπαδούς γι’ αυτόν, τι σημαίνει γι’ αυτούς, τι σημαίνει για μας. Ελπίζουμε ο κόσμος να σκεφτεί λίγο παραπάνω, ακούγοντας τα τραγούδια μας.

“The Distortion Of Lies And The Overdriven Truth”. Ένας σχεδόν προφανής τίτλος για ένα ultra heavy power metal album. Υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο μήνυμα που θέλετε να μεταφέρετε μέσω των στίχων; Ποιός τους γράφει και ποιό είναι το σημείο που επικεντρώνονται;
(γέλια) Λοιπόν, μερικοί από εμάς έχουν καταπιαστεί με αυτό το είδος, κάποιοι με άλλα style. Κάποιοι αναφέρθηκαν σε εμάς, λέγοντας ότι έχουμε industrial στοιχεία στη μουσική μας, αλλά ακόμη δεν έχω καταλάβει ποιά είναι αυτά (γέλια)… Νομίζω ότι από την πρώτη φορά που θα ακούσει κάποιος τη μουσική μας, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε κάποιο συγκεκριμένο ύφος αλλά μάλλον τα εμπλέκουμε όλα μαζί, σε ένα συνθετικό δέσιμο όλων των ετερόκλητων στοιχείων. Κάποιοι ίσως πουν άμεσα ότι ηχούμε σαν τους Nevermore, έχω και ιστορία μ’ αυτούς, αλλά δεν νομίζω να είναι αυτός ο λόγος. Νομίζω πως θα το πουν εξαιτίας της fusion διαδικασίας που έχουν οι Nevermore την ικανότητα να ακολουθούν, πριν και μετά από εμένα στο group, κάτι που κάνουμε κι εμείς αλλά πολύ διαφορετικά στην προσέγγισή μας. Έχω παίξει πράγματα σε διαφορετικά style τα οποία απλά τα παιδιά των Nevermore δεν είχαν παίξει ποτέ και από τη στιγμή που θα ακούσεις όλο το album, θα ακούσεις αυτές τις επιρροές να βγαίνουν στην επιφάνεια. Ο τίτλος είναι η δική μου άποψη για τον κόσμο, για τον κόσμο στον οποίο η ανθρωπότητα χειραγωγείται από συγκεκριμένες ομάδες “ηγετών” και “εκλεκτών” και πώς τα φερέφωνά τους διαστρεβλώνουν την αλήθεια μέσω των μέσων προβολής που διαθέτουν, της TV, των περιοδικών και των διαδικτυακών πολυτελειών. Αυτή είναι η καθαρή ερμηνεία του τίτλου, μια δήλωση που είναι όσο αληθινή όσο ήταν όταν έκανα τις ίδιες σχετικά σκέψεις, πριν χρόνια. Ως κιθαρίστας δε, πάντα ήθελα να χρησιμοποιήσω τις λέξεις “distortion” και “overdrive” σε έναν τίτλο, είτε τραγουδιού, είτε album και αυτή ήταν η ευκαιρία να το κάνω. Οι στίχοι γράφτηκαν αρχικώς από εμένα, σε συνεργασία με τον Mikkel και σε μερικά σημεία με τον Jamie. Αναφέρονται σε κοινωνικά θέματα και σε προσωπικά, συμπεριλαμβανομένων και των δικών μου περιπετειών υγείας, στις οποίες αναφέρθηκες. Υπάρχει μια γενική αναφορά σε θέματα που αφορούν την κοινωνία, ερωτήματα που τίθενται, όλα συμπλέκονται στους στίχους του album, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι concept.

Έχεις παίξει heavy metal με τους Vicious Rumors, πλησίασες το black metal με τους κυρίους Peterson και DiGiorgio στους Dragonlord, εξερεύνησες instrumental ηχοτόπια με το The EssenEss Project, τεχνοκρατικό power metal με τους Nevermore και τώρα είσαι μόνιμο μέλος των Forbidden, μιας αμιγώς thrash μπάντας. Τελικά, ποιό είναι το αγαπημένο σου style;
Το αγαπημένο μου style, είναι των One Machine (γέλια)! Δεν μπορώ να πω πως έχω κάτι συγκεκριμένο καθώς αγκαλιάζω πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά. Έμαθα πολλά παίζοντας thrash με τον Eric και τον Craig, όπως και παίζοντας black metal με τον Eric, κλασσικό heavy metal με τον Geoff στους Vicious Rumors και αυτό το σαλεμένο fusion με τον Jeff στους Nevermore. Ήταν φοβερά το να τζαμάρεις με όλους τους, πολύ ευχάριστοι τύποι.

Σε ποιό βαθμό επέτρεψες αυτές τις επιρροές να υπεισέλθουν στα τραγούδια σου; ποιά είναι η συνήθης διαδικασία όταν συνθέτεις; Υπάρχει ένας δημιουργός ή πρόκειται για συνδυασμένη δουλειά, απ’ όλα τα μέλη;
Πιστεύω ότι οι επιρροές μου αφορούν κυρίως τα πράγματα που έχω μάθει, αλλά όταν δημιουργώ μουσική, δεν σκέφτομαι τίποτα από όλα αυτά. Ότι έκανα στο παρελθόν, απέχει συνειδητά όταν συνθέτω, τα απομακρύνω από το μυαλό μου. Για το album, είχα ήδη 4-5 τραγούδια έτοιμα και δούλεψα πάνω σε νέες ιδέες. Συνεργάστηκα με τον Jamie σε μερικά άλλα, κυρίως πάνω στις γέφυρες των κομματιών και στα solos. O Jamie έγραψε ένα τραγούδι καθώς είχε συμβολή και σε κάποια άλλα στα οποία πρόσθεσα κάποιες σκέψεις μέχρι να ολοκληρωθούν. Ο Mikkel πήρε κατόπιν τις ιδέες μου για τους στίχους και τις υποδείξεις μου για τις μελωδίες και επέστρεψε με καλύτερο υλικό απ’ ότι είχαμε. Ήθελα επίσης να κάνω και μια διασκευή που θα ήταν επηρεασμένη από τη συμπεριφορά μιας μερίδας ανθρώπων οι οποίοι αναφέρθηκαν άσχημα για μένα, τον καιρό που ήμουν άρρωστος, “κλωτσώντας” με όταν ήμουν κάτω, σαν απάντηση. Επέλεξα το “I Don’t Care Anymore” του Phil Collins το οποίο θα κυκλοφορήσει ως bonus track στο iTunes. Το αλλάξαμε τελείως, καμία σχέση με την ερμηνεία του Collins, εντελώς χωμένο στο thrash με blast beats, με τρελαμένα φωνητικά από τον Mikkel, πραγματικά το απολαύσαμε.

Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο για μένα να χαρακτηρίσω τη μουσική σας. Τι όνομα θα έδινες σ’ αυτό το πολύ ιδιαίτερο ύφος;
Metal! Το πιστεύω ειλικρινά ότι θα μπορούσες να το πεις metal, αν και η μίξη τόσων διαφορετικών εκφραστικών οδών είναι εμφανής. Metal, αλλά με το δικό μας, μοναδικό τρόπο.

Πως νιώθεις για το album, τώρα, λίγο μετά την κυκλοφορία του; Είσαι ακόμη ικανοποιημένος; Αν είχες την ευκαιρία να αλλάξεις κάτι, υπάρχει κάτι που θα άλλαζες;
Αισθάνομαι υπερήφανος που καταφέραμε να βγάλουμε το δίσκο μας και να ακουστούμε ως όνομα. Είναι ένα album που μας χαροποιεί όταν το ακούμε, είναι αυτό που θέλαμε να ακούσουμε ως αποτέλεσμα. Δεν θα άλλαζα απολύτως τίποτα.

Πως υποδέχτηκε το ακροατήριο το “The Distortion Of Lies And The Overdriven Truth”; Ποιά είναι τα μηνύματα που λάβατε από ανθρώπους που άκουσαν τη δουλειά σας;
Μέχρι τώρα, κυκλοφορήσαμε δυο singles, τα “One Machine” και “The Distortion Of Lies And The Overdriven Truth” και οι αντιδράσεις ήταν πολύ καλές. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που μας κριτίκαραν αρνητικά αλλά αυτά είναι μέσα στο πρόγραμμα. Η πλειοψηφία των reviews ήταν τοποθετημένη πολύ θετικά, οπότε πιστεύω ότι η εταιρία είναι ευχαριστημένη από αυτό το γεγονός, κάτι που σημαίνει ότι θα επιστρέψουμε για περιοδείες προώθησης του album.

Υπάρχουν άμεσα σχέδια για περιοδεία ή εμφανίσεις σε live events;
Έχει πολύ λίγο καιρό που δώσαμε το πρώτο μας live στη Δανία, στο Midwinter Meltdown Festival 2014 και είχαμε πολύ θερμή υποδοχή από το κοινό. Αυτόν τον καιρό προσπαθούμε να συμμετέχουμε σε όσα περισσότερα events μπορούμε, είτε αυτόνομα, είτε ως supporting acts σε μεγαλύτερα ονόματα.

Ποιά είναι η γνώμη σου για την metal/ extreme μουσική στις μέρες μας; Υπάρχει κάποια μπάντα που θα ξεχώριζες από τον σωρό των νέων συγκροτημάτων;
Μου αρέσουν αρκετά από αυτά που ακούω, αλλά πραγματικά, νιώθω πολύ κουρασμένος με τη μονοδιάστατη απόδοση των ερμηνευτών. Ένας από τους λόγους που είμαστε εδώ και κάνουμε ότι κάνουμε, ελπίζοντας να αλλάξουμε την θεώρηση του κόσμου ως προς αυτό.

Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι για τους Έλληνες φίλους και υποστηρικτές της μουσικής σου;
Μου λείπει η Ελλάδα και οι Έλληνες οπαδοί! Πάντα έλεγα ότι είστε οι καλύτεροι! Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που είχα έρθει για live, αλλά εύχομαι όλοι να ακούσετε τους One Machine και ίσως έτσι να μου δοθεί η ευκαιρία να τα ξαναπούμε σύντομα. Stay Metal!

225
About Ιορδάνης Κιουρτσίδης 1200 Articles
Ανακατεμένος με το heavy metal εδώ και 3,5 δεκαετίες, retro computer fan, δεν αντέχει τον Μόρισον και τον Κομπέιν, πίνει διπλό γλυκύβραστο και λατρεύει τις mini σοκοφρέτες υγείας.