Ορισμένες φορές εκπλήσσομαι από τις δυνατότητες κάποιων ανθρώπων σε αυτόν τον εν γένει μίζερο μουσικά τόπο. Αυτή είναι η δεύτερη κατά σειρά προσπάθεια των Chewing Gun, που, αν μη τι άλλο, το λέει η ψυχούλα τους.
Οι εν λόγω κύριοι, για όσους δεν τους γνώριζαν (ανάμεσα σε αυτούς κι εγώ), έχουν προοδευτικότατο ήχο, σε σημείο μάλιστα που κάμποσες φορές αναρωτήθηκα κατά τη διάρκεια της ακρόασης αν αυτό που ακούω είναι κάτι ηλεκτρονικό ή κάτι κιθαριστικό.
Η γενική ιδέα είναι μέσες-άκρες Ozric meets LTJ Bukem, καθώς οι funk και jazz ρυθμοί είναι σταθεροί στο διαιτολόγιο των Chewing Gun, αφήνοντας παράλληλα άπλετο χώρο για πειραματισμό με ηλεκτρονικούς ήχους. Η υπόθεση μου είναι, σύμφωνα με το βιογραφικό της μπάντας στα fb και τα λοιπά μέσα, ότι η μουσική αυτή προορίζεται για κάποιου είδους οπτικοακουστική πανδαισία, από αυτές που συνήθως σε αποβλακώνουν σαν παιδάκι στο πλανητάριο. Προφανώς ένα τέτοιο μουσικό project ενέχει μια αρκετά μεγάλη δόση οργανικής και δημιουργικής παράνοιας, γιατί από εκεί που ακούς κάτι τελείως chill drum ‘n’ bass, όπως το ονειρεμένο εμβόλιμο “Playground 2” με το εκπληκτικό synth, καταλήγεις σε κάποιον αυτοσχεδιασμό τύπου Liquid Tension Experiment. Για τα δε τεχνικά χαρακτηριστικά του “Volume”, μπορώ να πω με ασφάλεια ότι είναι αψεγάδιαστο, διότι όχι μόνο έχεις ένα κουιντέτο (υποθέτω) ικανότατων μουσικών, πράγμα που είναι απαραίτητο γι’ αυτό που κάνουν, αλλά και μία παραγωγή που συνδυάζει όλα τα παραπάνω, ηλεκτρονικά και συμβατικά στοιχεία, ομαλότατα και με επαγγελματική διάνοια.
Το ελάττωμα το οποίο μπορεί να προσάψει κανείς στη νέα δουλειά των Chewing Gun είναι τα σε σημεία αταίριαστα και με κακή αγγλική προφορά φωνητικά, που ίσως εν τέλει να είναι και πλήρως αχρείαστα. Επίσης ίσως κάποιοι ακροατές κουραστούν κάπως με τις αλλεπάλληλες αλλαγές κατεύθυνσης και τους πειραματισμούς του γκρουπ που εν τέλει είναι και η μαγεία του. Δια ταύτα το παρόν άλμπουμ είναι take it or live it, αλλά ασφαλώς δεν απευθύνεται μόνο σε prog αρρωστάκια. I’ll take it…
991