Για όσους έζησαν σε πρώτο χρόνο την αγωνία “αν ο καινούριος κιθαρίστας του Ozzy είναι καλός”, μεταξύ ’84 και ’85 και για όλους όσους το “Ultimate Sin” είναι η ένοχη απόλαυσή τους μέσα από τη δισκογραφία του τρελλάρα, η δισκογραφική επιστροφή του Jake E. Lee συγκρίνεται με το απρόσμενο συναπάντημα μετά από δεκαετίες με έναν φίλο απ’το σχολείο, μεγαλύτερο μερικά χρόνια. Χαίρεσαι, θυμάσαι και θέλεις να δεις αν ακόμη διατηρεί κάτι από τη μαγκιά, τον αυθορμητισμό και τη μοναδικότητά του.
Ο με ιαπωνικές ρίζες guitar hero μετά την διάλυση των Badlands και ένα προσωπικό instrumental album (1996) επέλεξε εν πολλοίς να αποτραβηχτεί από τη δισκογραφία, δηλώνοντας ότι προτιμά να να ανεβαίνει στη σκηνή όταν γουστάρει και όχι “να συναλλάσσεται με σκοτεινούς promoters και να παίζει 750 φορές το χρόνο το “Bark At The Moon”…”.
Για ένα λόγο παραπάνω λοιπόν, το άλμπουμ – επιστροφή καλείται να αποδείξει αν αυτή η επιλογή ήταν προϊόν συνείδησης, στερέματος έμπνευσης ή “τεμπελιάς” (όπως τον κατηγορούσε ο μακαρίτης ο Ray Gillen). Από το πρώτο riff του “Deceived” (ένα ημαίαιμο αγριεμένο κουταβάκι του “Bark At The Moon”), η απορία ξεκαθαρίζει, καθώς o Lee μας υπενθυμίζει ότι αυτός ήταν ο ιθύνων νους μερικών από τα πιο χορταστικά κιθαριστικά άλμπουμ του παρελθόντος. Κάθε φορά που μπαίνει το σόλο καταλαβαίνεις ότι έχει επιστρέψει για να πιλατέψει την εξάχορδη με όρεξη.
Ο Kevin Churko, ηχολήπτης/ παραγωγός που πήρε τη σκυτάλη από τον Roy Z των ‘90s στο να πειράζει ελάχιστα το “κλασσικό”, φέρνοντας όμως τον σκληρό ήχο κοντά στα γούστα των νεώτερων, δείχνει να κάνει τακτικές δεήσεις στο εικόνισμα του Rick Rubin, πείθοντας ότι θα δούμε μεγάλα πράγματα απ΄αυτόν στη συνέχεια. Καθαρός και ζωντανός ήχος, χαρακτηριστικό το groovαριστό το “Shout It Out” (στο σόλο ο Lee δεν κρατιέται).
Η πλειάδα των guest ξεκινά με τον Robin Zander (Cheap Trick) που δίνει σαρδόνια Ozzy χροιά στο πραγματικά εμπνευσμένο “Feeder” (με τον Lee να ξεδιπλώνει παλέτα από μελωδίες). Απόηχοι “Winter’s Call” και “So Tired” στο “Fall From The Sky”, ευπρόσδεκτη headbanging έφοδος από το “Wasted” με τον πιο λιωμένο που θα μπορούσε να ερμηνεύσει… τον Paul Di’ Anno στα φωνητικά (!). Το “Slave” έχει ένα δρεπανηφόρο riff, παθιασμένα, ουρανομήκη φωνητικά και ευφυή περάσματα. Δύσκολο να πιστέψεις ότι ο 57χρονος Lee επιδεικνύει τέτοια metal chops.
Όπου δεν υπάρχει guest, στα φωνητικά είναι ο άγγλος -αγνώστων λοιπών στοιχείων- D.J. Smith, που επιλέχθηκε από ειδική σελίδα του… facebook. Ανταπεξέρχεται πολύ καλά στις υψίφωνες απαιτήσεις του άλμπουμ (αν και το πρώτο live του το Δεκέμβρη δεν ήταν καλό). Το “Big Mouth” είναι ένας γκοτζίλα – άσκηση στον μπασαριστό ήχο των μετα90s νεομεταλλικών σχημάτων, με το ανερχόμενο αστέρι Maria Brink των In this Moment στα φωνητικά και το “War Machine” (εισαγωγή “War Pigs” και riff – κόπια του “N.I.B.”) κοιτάει κι αυτό προς το 90s κοινό.
Στο “Redeem Me”, η ροκ φωνάρα της 50άρας Καναδής Sass Jordan αγκαλιάζει με Joplinική εγκαρδιότητα μια Zeppelinική βαβούρα, ενώ και πάλι η κιθάρα την καταβρίσκει, γεμίζοντας με φράσεις το κομμάτι. Το “Exquisite Tenderness” είναι μια instrumental coda με πλήκτρα (από κλασσικές σπουδές ξεκίνησε ο Lee), για να μας διαβεβαιώσει ότι τον δίσκο – επιστροφή του τον γουστάρει πρώτα απ΄όλα ο ίδιος ο Jake E. Lee.
Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ πώς γίνεται να μην ενθουσιάσει τους πάντες μια τέτοια επιστροφή.
656