Με το προηγούμενο album τους “Denouement”, θεωρήθηκαν από τις μεγάλες ελπίδες του βρετανικού black metal. Λίγο η σκατοψυχιά του εν λόγω δίσκου, λίγο το ότι έμειναν έξω από τα trends που καπηλεύτηκαν τον ταλαίπωρο αυτό χώρο, απέκτησαν μια κάποια δημοτικότητα σε αναφορές στα ανα τον κόσμο forums.
Με το “Novit Enim Dominus Qui Sunt Eius”, επανέρχονται με την ίδια κεκτημένη ταχύτητα, προσφέροντας πίσσα και κόλαση. Κρατάνε απόσταση από μανιέρες και industrial κόλπα, ακολουθούν το μονοπάτι του ανορθόδοξου, “παλιακού” black metal, δεν δίνουν δεκάρα για το αποκρουστικό εκφραστικό τους πρόσωπο και διοχετεύουν δηληρήριο μέσα από τα 11 μαρτύρια που περιέχει ο δίσκος.
Σαν κύριες επιρροές θα ξεχώριζα τους Mayhem, τους Gehenna της “First Spell” περιόδου, την death metal λύσσα των Immolation καθώς και τη σύγχρονη εκδοχή των Deathspell Omega και των Ruins Of Beverast. Με τα κακότεχνα δυσαρμονικά riffs, τις ίντριγκες μεταξύ των φωνητικών, του drum machine και των αποκαλυπτικών κιθαριστικών θεμάτων.
Οι ταχύτητες ποικίλουν, από σιδηροδρομικά riff με full δίκασες, μέχρι post sludge λαμαρινιές ενώ η θεματολογία των στίχων είναι σαφής και βρωμάει μισανθρωπία, αναποδοσταυρίλα και αποστροφή προς κάθε τι ζωντανό.
Συνοπτικά, το “Novit Enim Dominus Qui Sunt Eius” (και αμάν με αυτά τα λατινικά, πρωτοδεσμίτης ήμουν, το φελέκι μου…), είναι ένα album που αν είσαι των διαθέσεων του, θα σε φτιάξει, με την έννοια ότι θα χορτάσεις αίμα και δαίμονες και θα προσθέτεις παράλληλα κατά την ακρόαση και τα δικά σου καντήλια. Οι υπόλοιποι… μακριά να το πω; Μην αγγίζετε να το πω; Ε, κάτι τέτοιο.
Και quidquid latine dictum sit, altum videtur (ότι λέγεται στα Λατινικά, ακούγεται βαθυστόχαστο).
576