Η απρόβλεπτη κλειδαρότρυπα της καραντίνας εστιάζει σε παραμελημένες αθόρυβες λεπτομέρειες που προκάλεσαν κάποτε απορία, έκπληξη ή μια σχεδόν απροσδιόριστη έξαρση προσοχής, για να ανακαλύψεις ξανά πως η συγκίνηση αντέχει ακόμα και στον άδικο κόσμο της άγνωστης λεπτομέρειας.
1. Ένας Άγγλος στην Πολωνία.
Ο Frederic Francois Chopin ήταν ένας σημαντικός Πολωνός συνθέτης και πιανίστας που άφησε το αιώνιο σημάδι του στην ιστορία της κλασικής μουσικής ως ένας από τους σημαντικότερους “ρομαντικούς” του 19ου αιώνα. Σε ηλικία 20 ετών έφυγε από την πατρίδα του και λόγω των μεγάλων αναταραχών που ακολούθησαν, δεν κατάφερε να επιστρέψει ποτέ. Έζησε κυρίως στο Παρίσι, και περιστασιακά στην Ισπανία, την Αγγλία και τη Σκωτία, μέχρι το 1949 όταν πέθανε πρόωρα στο Παρίσι λόγω προβλημάτων υγείας που τον βασάνιζαν για χρόνια.
Είναι γνωστός πια ο δεσμός των rock μουσικών με κλασική παιδεία με τους σπουδαίους κλασικούς συνθέτες. Ο μύθος λέει πως ο Don Airey (γνωστός από τη θητεία τους στα keyboards με Deep Purple, Rainbow, Ozzy Osbourne, Gary Moore, Black Sabbath, και πολλούς άλλους), δάκρυσε, όταν βρέθηκε στο μουσείο του Chopin στη Βαρσοβία, και είδε το αυθεντικό “Pleyer” πιάνο του μεγάλου συνθέτη.
Όταν ο σκηνοθέτης Jerzy Szkamruk αποφάσισε να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τα χρόνια του Chopin στην Πολωνία, σε συνεργασία στο σενάριο με τους Jaroslaw Kilian και Andrzej Rychcik, έψαξε προσεκτικά να επιλέξει τον κατάλληλο αφηγητή. Με την προτροπή του συνεργάτη του Roman Rogowiecki, και επιζητώντας έναν άνθρωπο με ειδικό βάρος που θα διεύρυνε και τη φύση του φιλμ, κατέληξαν στον Ian Gillan. Ο τραγουδιστής έλαβε μια πρώτη μορφή της ταινίας και δέχτηκε με ενθουσιασμό να ταξιδέψει στην Πολωνία.
Οι δημιουργοί είχαν να καλύψουν ένα μεγάλο πεδίο, καθώς ο Chopin ήταν γεννημένος ταξιδιώτης και παρά τις επίπονες και χρονοβόρες συνθήκες μετάβασης εκείνα τα χρόνια, είχε βρεθεί παντού, από τη Βαλτική Θάλασσα ως τα Όρη Τάτρα, από τη λεγόμενη Μεγάλη Πολωνία ως την Κρέσε στα ανατολικά σύνορα. Σύμφωνα με την ερμηνεία του σκηνοθέτη, η παρουσία του Gillan είχε τον ανάλογο σεβασμό και κύρος με το θέμα. Ήταν ώριμος, ήρεμος και με έμπνευση. Η φωνή του με την αναγκαία σταθερότητα και σοφία του αφηγητή αλλά και το πάθος για το θέμα που πραγματευόταν, το ανέδειξε ανάλογα.
Ο ίδιος βρέθηκε να περιοδεύει σε σημαντικούς τόπους της πρώιμης ζωής του συνθέτη σε πλάνα από ημι-ιστορικά κτήρια, εκκλησίες, ανακατασκευές, βόλτες με άμαξα, ακόμα και πάνω σε τρακτέρ, ενώ υπάρχουν εκπληκτικές εικόνες από αεροκινηματογραφήσεις, πανέμορφη πολωνική εξοχή και μεγάλη ποικιλία μουσικής, από κλασικά κομμάτια πιάνου του Chopin, ως λαϊκή μουσική που αποτέλεσε επιρροή του. Στη ροή της αφήγησης ο Gillan δεν χάνει την ευκαιρία να κάνει έναν παραλληλισμό με τον Hendrix, ενώ παρεμβάλλονται λίγες στιγμές από μια live εκτέλεση του “Smoke On The Water” με τον Steve Morse, και μια στιγμή χτυπά κάποιες νότες του στο πιάνο. Στην έκδοση του dvd (παραγωγή του 2011), υπάρχει και μια συνέντευξη μαζί του στην οποία αφηγείται τους εκπληκτικούς δεσμούς του με την Πολωνία.
2. Ένα μικρό σινιάλο στη μέση δεκαετούς απουσίας.
Αν οι Αυστριακοί Mayfair είχαν καταφέρει να σοκάρουν τους λίγους μυημένους του EP “Behind” με τον κλειστοφοβικά μεταλλαγμένο εαυτό τους στο αλλόκοτο “Die Flught”του 1995, η πρώτη τους περίοδος έληξε επεισοδιακά με τον πιο πολυσχιδή δίσκο της καριέρας τους. Το “Fastest Trip To Cyber-town” τους βρίσκει να ξεφυλλίζουν ιδέες, εντυπώσεις και ιδιώματα σα να διαβάζουν τα τοπικά νέα του Feldkirch. Ο προοδευτισμός τους έχει φροντίσει να σκίσει όλες τις μανιέρες των 90’s, ενώ με έναν πιο εξεζητημένο ήχο, έχουν ανάμεσα στα πιο δύστροπα βήματα, τραγούδια που θα μπορούσαν να απλωθούν σε πολλούς διαφορετικούς ακροατές.
Η αλήθεια βέβαια του ακροατή απέχει πολύ από αυτή του μουσικού και δημιουργού, και η πραγματικότητα είναι πως το άλμπουμ άνοιξε πληγές που δεν έκλεισαν γρήγορα και τους έσπρωξαν τελικά σε μια δεκαετή ανάπαυλα που έμοιαζε σχεδόν χωρίς επιστροφή. Η δεκτικότητα και ο επαγγελματισμός (με την ευρύτητα του όρου) του ντράμερ Little, που προσδοκώντας σε μια καριέρα μουσικού είχε μάθει πιο γρήγορα να έχει ανοχές σε συμβουλές, προτάσεις και ιδέες, σε συνδυασμό με το κάπως αυξημένο ενδιαφέρον για τη μπάντα, έφερε τον λόγο πολλών ανθρώπων να ανακατεύεται στα δρώμενα του “Fastest Trip”. Ο μεγαλύτερος πολέμιος τρίτων και πιο αδιαπραγμάτευτος του γκρουπ, ο κιθαρίστας Rene, συνεχίζει ακόμα και σήμερα να τρέφει μια μεγάλη αποστροφή στο κλίμα εκείνων των ημερών. Ορκισμένος εχθρός των keyboards και αντίθετος σε εξωτερικές υποδείξεις, αρχίζει να απογοητεύεται και να ξεμακραίνει. Όσο εκπληκτικό άλμπουμ κι αν είναι το “Fastest Trip” ειδικά για τον μακρινό ακροατή που δεν έχει πρόσβαση στην τριβή της δημιουργίας του, ήταν το χτύπημα που οδήγησε στη διάλυση των Mayfair, οριστικά το 2000.
Η μοναδική μουσική που ακούστηκε στη διάρκεια της σιωπής δέκα χρόνων, ήρθε το 2005. Ο τραγουδιστής Mario σχημάτισε με τον Little ένα γκρουπ με το όνομα “Sodastar”. Τη σύνθεση συμπλήρωσαν ο κιθαρίστας Markus Birkle, και ο μπασίστας Markus Bodenseh. Οι Sodastar, στην πολύ σύντομη παρουσία τους, κυκλοφόρησαν μόλις ένα single το 2005, το “Hey Girl”. Εκτός από το ομότιτλο τραγούδι, ένα απλά συμπαθητικό, συμβατικό pop/rock τραγούδι που επιπλέει κυρίως χάρη στην ερμηνεία του Mario, υπάρχει και το πιο ατμοσφαιρικό, σκοτεινό και ενδιαφέρον “Subway”. Μετά την έλλειψη ενδιαφέροντος, το πείραμα της πιο εμπορικής προσέγγισης εγκαταλείφθηκε οριστικά. Οι Mayfair τελικά θα επιστρέψουν απροσδόκητα στη δράση το 2010, χωρίς όμως τον Little που προτίμησε την ενασχόλησή του στο στούντιο με παραγωγές, και με τον σταθερό πυρήνα των Rene/Mario συνεχίζουν το ξεχωριστό μουσικό τους ταξίδι, κάτι παραπάνω από απλά συμφιλιωμένοι με την περιορισμένη δημοφιλία τους.
3. “Θα το βάλουμε στον δίσκο, αρκεί να μην το ξαναπαίξεις…”
Τον Σεπτέμβριο του 1992 οι Alice In Chains κυκλοφορούν το άλμπουμ “Dirt”, που εδραιώνει τον ήχο και το ύφος τους και τους σπρώχνει σε μεγαλύτερα ακροατήρια. Σημαντική ώθηση στο δίσκο είχε δοθεί από το εκπληκτικό “Would?”, που είχε συμπεριληφθεί στο soundtrack της ταινίας “Singles” πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ. Το τραγούδι είχε γραφτεί από τον Cantrell στη μνήμη του φίλου του Andrew Wood, των Mother Love Bone, που είχε πεθάνει το 1990 από υπερβολική δόση ηρωίνης. Ο πρόδρομος αυτός φαντάζει παραπάνω από ταιριαστός για ένα άλμπουμ που είναι ουσιαστικά βγαλμένο από τη μοιραία εξάρτηση του Layne Staley από την ηρωίνη.
43 δευτερόλεπτα του δίσκου προκάλεσαν μια μεγάλη σύγχυση για τον αριθμό των τραγουδιών του “Dirt”. Ανάμεσα στο “God Smack” και το “Hate To Feel”, υπήρχε αυτό το ατιτλοφόρητο σύντομο διάστημα μουσικής. Το ριφ του Cantrell ενοχλούσε τόσο πολύ τους υπόλοιπους που υποσχέθηκε, αφού το ηχογραφήσει, να μην το ξαναπαίξει. Στο τέλος της αρχικής ιδέας προστέθηκε και μια μικρή αναφορά στο “Iron Man” των Black Sabbath. Ο εφιαλτικός παρανοϊκός θόρυβος του τραγουδιού συνοδεύεται από την επιβλητική συμμετοχή του Tom Araya των Slayer, ενώ στο φινάλε του κάποιος λέει “Redrum”, δηλαδή “Murder” ανάποδα, μια αναφορά στην ταινία “The Shining” του Kubrick. Το σύντομο αυτό ηχητικό πέρασμα κάποιες φορές αναφέρονταν σαν απλά “Instrumental” ή “Untitled” ή και “Intro (Dream Sequence)”, για να καθιερωθεί τελικά με τον τίτλο “Iron Gland”. Το πιο περίεργο από όλα ήταν πως κάποια στιγμή το 1993, χρησιμοποιήθηκε και σαν “intro” για ζωντανή τους εμφάνιση.
4. Σφάζοντας τα σκαθάρια.
Για να γίνει μια μεγάλη σύμπραξη αστεριών της metal κοινότητας ανάλογη με αυτή της φιλανθρωπικής απόπειρας του Ronnie James Dio με το όνομα “Hear ‘n Aid” το 1986, έπρεπε το κίνητρο να είναι τόσο παγκόσμια ισχυρό όσο και δημιουργικά δελεαστικό . Η ιδέα ενός tribute άλμπουμ στα Σκαθάρια αποδείχτηκε στην πράξη ικανή να ξεπεράσει στον αριθμό την μάζωξη των πολλών επώνυμων μουσικών όλων των ηχητικών αποχρώσεων της metal σκηνής του ‘86. Και αν ο Dio είχε καταφέρει να μαζέψει σε μια πρωτοφανή συστράτευση απέναντι στην πείνα της Αφρικής 40 μουσικούς, αυτή τη φορά 54 εκλεκτοί εθελοντές πέρασαν συνολικά από τα Office Studios, στο Van Nuys του Los Angeles.
Το άλμπουμ “Butchering The Beatles: A Headbashing Tribute” κυκλοφόρησε στις 24 Οκτωβρίου του 2006. Σε μια διάρκεια σχεδόν 50 λεπτών περιέχει τις ενισχυμένες εκδοχές σε 12 κλασικές επιτυχίες των Beatles. Η παραγωγή έγινε από τον βραβευμένο με Grammy παραγωγό/κιθαρίστα Bob Kulick (KISS, Meat Loaf, W.A.S.P., Doro και πολλούς άλλους), με μηχανικό τον Brett Chassen. Υπήρξε η πρώτη και πιθανά τόσο εμφατικά μοναδική απόπειρα να επιμεταλλωθούν τα τραγούδια των Beatles από ένα μεγάλο μέρος της μουσικής αφρόκρεμας του metal. Πέρα από την άμεση εντύπωση της αναβάθμισης του ήχου που καθιστά τα τραγούδια περισσότερο “επικοινωνιακά” και σε ένα μεταγενέστερο κοινό με άλλα δεδομένα, υπάρχει τόσο η έντονη αίσθηση μιας μεγάλης μουσικής γιορτής αλλά και η δημιουργική διάθεση που πολύ συχνά μας δίνει κάποια απροσδόκητα και απολαυστικά αποτελέσματα. Η έναρξη του “Hey Bulldog” με τον Alice Cooper στο μικρόφωνο και τον Steve Vai στις κιθάρες, η καθηλωτική παρουσία του Lemmy στο “Back In The USSR”, η ιδιαίτερη ερμηνεία του Geoff Tate με τον Wilton (Queensryche) στις κιθάρες στην υπέροχη απόδοση του “Lucy In The Sky With Diamonds”, συνιστούν μια ιδανική σταδιακή εισαγωγή στο δίσκο.
Σε μια συνολική απόπειρα όπου τα σπάνια credits των Yngwie Malmsteen, Mikkey Dee, Jeff Scott Soto, John Bush, Kip Winger, Billy Idol, Graig Goldy, Vivian Campbell, Mike Porcaro, George Lynch κι ενός σωρού άλλων δεν είναι τελικά το σημαντικότερο, η ανταπόδοση έμπνευσης και απόλαυσης έγινε στις περισσότερες απόπειρες με κατάθεση ταλέντου και ψυχής.
5. Για ένα φεγγάρι, ακριβώς τα ίδια πρόσωπα με άλλο όνομα.
Οι prog rockers Enchant από το San Francisco κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, με τον τίτλο “A Blueprint Of The World” το 1993, με τη σημαντική βοήθεια του κιθαρίστα των Marillion, Steve Rothery, που έκανε το remix επιχειρώντας να βελτιώσει το αρχικό ηχητικό αποτέλεσμα και πρόσθεσε και ορισμένα μέρη κιθάρας σε κάποια τραγούδια. Μέχρι το 1998 το γκρουπ κυκλοφόρησε άλλα τρία άλμπουμ, το “Wounded” του 1996, το “Time Lost” του 1997 που αποτελούσε ουσιαστικά μια συλλογή παλιότερων demo ηχογραφήσεων μαζί με κάποια νέα τραγούδια, και το “Break” του 1998.
Στη διάρκεια του 1999 ακολουθεί μια περίεργη και ανεξήγητη απόπειρα. Ένα προσωρινό, αυτοχρηματοδοτούμενο project με το όνομα “Xen” σχηματίζεται και δουλεύει πάνω σε νέα τραγούδια. Το αποτέλεσμα κυκλοφορεί σαν άλμπουμ των Xen και με τον τίτλο “84000 Dharma Doors”. Τους Xen αποτελούν οι Paul Craddick στα τύμπανα και με συνδρομή σε μπάσο, πλήκτρα και κιθάρες (ο οποίος φαίνεται να είναι και ο εμπνευστής του εγχειρήματος), Ted Leonard στα φωνητικά, Doug Ott στις κιθάρες και βοηθητικά στο μπάσο, Mike “Benignus” Geimer σε keyboards/programming και Bob Madsen στο μπάσο. Ακριβώς δηλαδή η σύνθεση των Enchant εκείνης της περιόδου κυκλοφορεί νέα μουσική με ένα εντελώς άγνωστο νέο όνομα και τελικά με τη βοήθεια της “Inside Out”. Σημαντικός παράγοντας στην γρήγορη μίξη του άλμπουμ μέσα σε τρεις μέρες είναι ακόμα και ο Tom Size που είχε αναλάβει και την μίξη του “Break”. Το πιο περίεργο από όλα βέβαια είναι πως το ύφος της μουσικής του “84000 Dharma Doors” είναι το κλασικό μελωδικό, ντελικάτο και άρτια παιγμένο prog rock των Enchant χωρίς ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις. Και αν υπάρχει μια πολύ ελαφριά διάθεση μεγαλύτερης αμεσότητας ή ελαφρότητας, αυτό λογίζεται στη συνολική διαδρομή του γκρουπ, όπως ξεκάθαρα έδειξε και το επόμενο άλμπουμ, “Juggling 9 Or Dropping 10” του 2000, υπό το όνομα των Enchant ξανά.
Σε μια εποχή που οι πληροφορίες έρχονταν με το σταγονόμετρο, όσοι αντιλήφθηκαν την περίεργη κυκλοφορία των “Xen” σχημάτισαν τότε την εντύπωση πως οι Enchant είχαν διαλυθεί. Το τελευταίο βέβαια σήμερα δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα με το πιο πρόσφατο άλμπουμ τους, “The Great Divide” να έχει κυκλοφορήσει το 2014, εννιά χρόνια μετά το προηγούμενο “Tug Of War” του 2003, τον τραγουδιστή Ted Leonard ενεργό σε άλλα σχήματα (Spock’s Beard, Pattern-Seeking Animals) και τους ίδιους σε απόλυτη αδράνεια.
6. Ένα σκοτεινό τραγούδι για ένα στοιχειωμένο πνεύμα.
Ο Marcel Jacob σχημάτισε το 1978 μαζί με τον Yngwie Malmsteen τους Rising Force. Το 1981 αντικατέστησε τον μπασίστα John Leven στους Force (που λίγο αργότερα μετονομάστηκαν σε Europe), ενώ ο Leven βρέθηκε στους Rising Force. Στη διάρκεια της μόλις τρίμηνης παρουσίας του εκεί, έγραψε μαζί με τον τραγουδιστή Joey Tempest το τραγούδι “Black Journey Through My Soul”, που πήρε την τελική του μορφή και ηχογραφήθηκε στο άλμπουμ “Wings Of Tomorrow” με τον τίτλο “Scream Of Anger”. Στο μεταξύ οι Jacob και Leven έχουν αλλάξει πάλι θέσεις. Το τραγούδι που διασκευάστηκε αργότερα και από τους Arch Enemy, αποτελεί μια από τις πιο δυναμικές συνθέσεις των μελωδικών hard rockers, και ο νεαρός τότε ντράμερ Tony Reno αντικαταστάθηκε από ένα drum machine, καθώς είχε ένα θέμα ακρίβειας στο χρόνο.
Ο Jacob έπαιξε to 1985 στο “Marching Out” του Malmsteen και γνωρίστηκε με τον Jeff Scott Soto. Το 1987, έχοντας αποχωρήσει από τους Rising Force παίζει στο προσωπικό άλμπουμ του κιθαρίστα John Norum που έχει μόλις εγκαταλείψει τους Europe. Αμέσως μετά, ενώ δούλευε πάνω σε ένα σόλο project με το όνομα “Guitars On Fire”, δέχτηκε την πρόταση του Soto να συνεργαστούν. Έτσι γεννήθηκαν οι Talisman, που κυκλοφόρησαν επτά στούντιο άλμπουμ εξαιρετικού hard rock, από το 1990 ως το 2006.
Το “Scream Of Anger” με το σκοτεινό του θέμα βρήκε το δρόμο του στη σκηνή και με τους Talisman. O Jacob στο μεταξύ, βασανίστηκε για αρκετά χρόνια από πόνους στην πλάτη που επηρέαζαν ακόμα και την ικανότητά του στο παίξιμο. Παράλληλα, είχε και πολύ σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και έπασχε από κατάθλιψη. Στις 21 Ιουλίου του 2009, σε ηλικία 45 ετών αφαιρεί τη ζωή του, αφού έχει περάσει ένα βράδυ ήρεμος και ευδιάθετος με τον Soto και άλλους φίλους, χωρίς να αφήσει την παραμικρή ανησυχητική υπόνοια.
7. Η κυρία με τα χίλια πρόσωπα από το Mainz.
Είναι 1989 και μόλις έχει κυκλοφορήσει το δεύτερο άλμπουμ των Γερμανών Zed Yago από το Αμβούργο. Έχει τον τίτλο “Pilgrimage” και παρακολουθώντας αυτόν τον θηλυκό Dio στο βίντεο του επικού “Black Bone Song” να είναι το απόλυτο αρνητικό της γλυκιάς, ξανθιάς και sexy Doro, αναρωτιέσαι από πού ξεφύτρωσε. Οι πληροφορίες που φτάνουν είναι ελάχιστες και φυσικά το άγνωστο αντιμετωπίζεται αναγκαστικά σαν νέο.
Βέβαια, η στερνή γνώση που δεν είχαμε πρώτα, μας έμαθε πως η κυρία Jutta Weinhold από το Mainz ήταν ήδη 42 ετών τότε. Ξεκινώντας να τραγουδά ερασιτεχνικά ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’60, ενσάρκωσε διάφορους ρόλους σε σπουδαία rock μιούζικαλ στις αρχές των 70’s. Έκανε ένα σύντομο πέρασμα για λίγα φεγγάρια από τους Γερμανούς kraut rockers Amon Duul II, και ακολούθησαν δυο προσωπικά άλμπουμ, τα “Coming” του 1976, και “Jutta Weinhold” του 1978. Συνεργάστηκε με τον μουσικό Udo Lindenberg, έκανε διάφορα projects για να σχηματίσει τελικά τους Zed Yago το 1985, που άλλαξαν για νομικούς λόγους το όνομά τους σε Velvet Viper το 1990, και αργότερα απλά σε Weinhold.
Η Jutta είναι πια 72 χρονών σήμερα και συνεχίζει ακόμα και να ανεβαίνει στη σκηνή. Επίμονη ερμηνεύτρια στο ταξίδι του χρόνου, εμμονική στο concept της με τις περιπέτειες της φανταστικής κόρης του Ιπτάμενου Ολλανδού, λίγο συγγραφέας, λίγο ηθοποιός και απόλυτα τραγουδίστρια, δεν έπαψε στιγμή να αφήνει ίχνη της φωνής της σε διαφορετικά μουσικά ιδιώματα και ξεχωριστές περιόδους του χρόνου, κόντρα στην απουσία της μαζικής επιβεβαίωσης που δεν ήρθε ποτέ.