Όλα ξεκίνησαν το 2002, όταν ο παραγωγός – “πατέρας” του “Sunlight ήχου” Tomas Skogsberg, ο οποίος αφού σχολίασε ένα demo της μπάντας δηλώνοντας “Γαμώτο, αυτό είναι ότι καλύτερο έχω ακούσει από την εποχή του Wolverine Blues!”, δούλεψε μαζί τους για το ντεμπούτο “Stand Up Straight” το οποίο έλαβε πολύ καλές κριτικές, δικαίως.
Μετά από αναρίθμητες live εμφανίσεις, ψημένοι πλέον, μπήκαν στα Leon Studios παρέα με τον Rickard Lövgren (Vomitory, Deathstars) για να ηχογραφήσουν το “Blood For Blood”, ένα υπέρκαυλο δημιούργημα δυναμικότατου, ολοκληρωτικού metal.
Το νέο album ακούγεται λίγο πιο θηριώδες σε σχέση με το ντεμπούτο, γεγονός που οφείλεται ίσως στην φωνητική προσέγγιση του Hednar (μπάσο/φωνητικά) που παραπέμπει στο λαρύγγι του Matti Korki (Dismember), με κιθάρες fuzzαριστές, εν πολλοίς προσανατολισμένες στο death ‘n’ roll των Entombed και Hellacopters, αλλά με σαφή την τεχνοτροπία των At The Gates συνθετικά και των Dismember ηχητικά.
Κοφτά riffs, αρμονικές μινόρε κλίμακες κατά κόρον πάνω στα βομβαρδιστικά drums του Martin και βάζοντας όση οργή τους απέμεινε, οι The Generals έφτιαξαν δέκα τραγούδια, η πλειοψηφία των οποίων, παίρνει κεφάλια. Με το καλημέρα, έρχεται το ομώνυμο “Blood For Blood” ένας πραγματικός death metal ύμνος και σίγουρα το αγαπημένο μου. Σε μπάζει με τη μία σ’ αυτό το πανηγύρι εθιστικών στιγμών, με τραγούδια μικρής διάρκειας, εξαιρετικά δομημένων και υπερωμών σημείων που θα βρει κανείς διάσπαρτα σε όλη τη διάρκεια του δίσκου όπως και το επόμενο, καταπληκτικό άσμα “Dig Two Graves”.
Με ιδιαίτερης φύσης μελωδικότητα, η αλληλουχία και η διαδοχικότητα των riffs σου αφήνουν μια γεύση γλυκόπικρη αλλά εθιστική. “Hunger”, η φιγούρα του Νicke Andersson και των Entombed μπαίνουν στο ηχητικό πλάνο, ενώ ο Hednar, έτοιμος να καταπιεί το μικρόφωνο, εν μέσω οργής και πάθους, διαχέει το δηλητήριό του στους ακροατές, κάτι που συνεχίζεται με τον βαρύ, στακάτο mid tempo ρυθμό το “Nothing’s Claimed” που στην πορεία εκτροχιάζεται μέχρι το τέλος του.
Η ροή του album διακόπτεται προς στιγμήν με την αργή, doomοειδή εισαγωγή του “My Own Demise”, εν είδη αναδιοργανωτικής ανάσας μέσα στο ακατάπαυστο fast drumming, με φωνητικά που εκφέρονται με τον τρόπο που τα απέδιδε ο L.G. Petrov, στο στυλ του “Wolverine Blues” που μνημονεύθηκε παραπάνω ενώ ένα ακόμη τραγούδι που εκθειάζει αυτήν την τάση είναι και το “Shogun Serenade”. Πραγματικά διαμαντάκια, τo ταχύτατo “Hell Sweet Hell” και to Dismember-ικό “Evil Transcends”, η pure death μανία του “When It Rains” καθώς και η τελική πράξη αυτού του μπουκέτου, ο επίλογος “The Great Deciever” με το θηριώδες riff και την χαοτική χροιά του Hednar.
Προσωπικά δεν βρίσκω καθόλου υπερβολικό να δηλώσω ότι με αυτόν τον δίσκο οι The Generals, δείχνουν στον κόσμο ότι υπάρχει ζωή και μετά τους At The Gates. Βαδίζοντας σε όμοια μεν, με αυθεντικές πινελιές δε, μονοπάτια, καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα νέο κύμα, όπως είχαν κάνει και παλαιότερα οι προαναφερθέντες Ηγέτες. Με τραχύτητα και thrash-ίτητα, πατώντας στο μεγαλείο του παρελθόντος του ήχου, κυριολεκτικά αποτελούν φάρο μέσα στον κυκεώνα αυτών των κυκλοφοριών με τις πλαστικές παραγωγές, τα καλογυαλισμένα αλλά ακίνδυνα τραγουδάκια και την απειλή της υπερπληθυστικής αδιαφορίας. Θα πρέπει να υπερβάλλουν εαυτόν ως μπάντα για να το ξεπεράσουν, αλλά αυτή η σκέψη δεν θα με εμποδίσει να απολαύσω ξανά και ξανά αυτό το ενθουσιασμένο σύνολο, πωρωτικού και ξεσηκωτικού metal.
Η μπάντα αυτόν τον καιρό πραγματοποιεί περιοδεία ως supporting act των τεράστιων Annihilator, πράγμα που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο “παράσημο” που επιστεγάζει τις προσπάθειές της και είναι μία τρομερή ευκαιρία να εξαπλώσει το όνομά της σε ένα πολύ μεγαλύτερο ακροατήριο, κάτι που αξίζει να συμβεί.
The Generals λοιπόν και “Blood For Blood”. Εκρηκτικό, βρωμιάρικο, ερεθιστικό. Τα έχει όλα και συμφέρει. Αν το πετύχεις, μην κάνεις το λάθος και το αγνοήσεις. High recommended και ταυτόχρονα μέσα στην πεντάδα των καλύτερων δίσκων για τη χρονιά που διανύουμε και πλησιάζει προς το τέλος της. Συνεπαρμένος.
593