Κατ’ αρχάς, πριν καν γράψω έστω και την παραμικρή κουβέντα, οφείλω να ξεκαθαρίσω προς τους αγαπητούς αναγνώστες, ότι δε θέλω, ούτε και μπορώ να είμαι αντικειμενικός με ένα από τα μεγαλύτερα πάθη της μισής και άχρηστης (έτσι λένε τα γκάλοπ δηλαδή) ζωής μου. Και το κρίμα στο λαιμό μου.
Για σχεδόν 30 χρόνια, ο Jeff Waters, ο ιδρυτής / συνθέτης / κιθαρίστας των Annihilator, αποτελεί ενεργό και αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας metal σκηνής. Δεν θα σου πω ούτε μια κουβέντα για τα “Alice In Hell” και “Never, Neverland” και την γνωστικιστική Art βόμβα που αποτελούσαν στον χώρο της Τέχνης, ούτε για την περιφρόνηση που ένιωθα για την metal κοινότητα, όταν αναλογιζόμουν την άγνοια (τα λεφτά φέρνουν την ευτυχία-προβολή) των, ανά τα έτη, πεπραγμένων του που ακολούθησαν.
Ακούραστος ηγέτης, αυτός ο άνθρωπος δεν φαίνεται να έχει κορεστεί από την μακρόχρονη τριβή του μέσα στη μουσική βιομηχανία,. Μεταλλάς μέχρι το κόκκαλο, βουτηγμένος μέσα στη μανία της δημιουργίας, χτυπάει για μια ακόμη φορά με την παρέα του, προσφέροντάς μας το νέο του λεύκωμα εμπειριών, το 14ο album της μπάντας που τιτλοφορείται “Feast”, ένα ολόφρεσκο όραμα μελωδικού thrash υψηλών ταχυτήτων, καταφέρνοντας να κρατήσει σε υψηλά δεδομένα τον ήχο και τις συνθέσεις, παράγοντας υλικό αξιολογότατο που τιμάει το βάρος της φανέλας των δημιουργών του και που αποτελεί συνάμα ένα πανέμορφο κομμάτι του puzzle που λέγεται Annihilator.
To “Feast” είναι πανέμορφο, δυναμικό και ευέλικτο με ποικιλία έκφρασης. Φυσικά το κεντρικό σημείο του είναι η απόδοση του βιρτουόζου Waters, με τα εξελιγμένα riffs που διεισδύουν στον εγκέφαλο και τα ξεσαλωμένα solo – αποθέωση τεχνικής. Και είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που ο συνοδοιπόρος του τα τελευταία 10 σχεδόν περίπου χρόνια, ο τραγουδιστής/ rhythm κιθαρίστας Dave Padden, όπως φυσικά και οι Mike Harshaw στα drums και Almberto Campuzano στο μπάσο (φοβεροί παιχταράδες) εμπλουτίζουν σε σοβαρό βαθμό τις καταπληκτικές επιλογές του συνθέτη.
Το album ανοίγει με το “Deadlock”, μια μαζική thrash επίθεση, απολύτως ενδεικτική για το κλίμα του δίσκου, ένας πρόλογος που εμφανίζει καθαρά τις κατευθύνσεις που ακολουθούνται. Το ίδιο ισχύει και για το “No Way Out” που ακολουθεί, αν και διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό, αν και ίδιου ύφους, λόγω του ιδιόμορφου ρυθμικού σκέλους. Εντυπωσιακή είναι η απόδοση των υπολοίπων μελών της μπάντας, πράγμα φυσιολογικό, άν κοιτάξεις και στο παρελθόν της μπάντας, μιας και όλα τα μέλη που επέλεγε ο Waters να τον συνοδεύουν κατά καιρούς, ήταν ισάξια τεχνικά με τον ίδιο και σίγουρα ένα μεγάλο κομμάτι του μύθου των Annihilator ανήκει και σ’ αυτούς.
Ανεπαίσθητα θα νιώσεις μια αύρα από τους Metallica στο “Smear Campaign”, ένα επιθετικότατο, speed τεμάχιο, με πυρηνοκίνητη riffoσειρά και εκτυφλωτικό solo. Το “No Surrender” ξεχωρίζει μέσα στη ροή του δίσκου σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια, είναι από μόνο του ένα “περιπετειώδες” κομμάτι, με τον ήχο του να παρουσιάζεται “ασταθής”, πλέοντας σε ένα δισυπόστατο ρεύμα που αναμιγνύει 90’s και 70’s καθαρό, ανόθευτο hard rock αίσθημα με το σύγχρονο, εκλεπτυσμένο thrash.
Στην δυάδα που αποτελούν τα “Wrapped” και “Demon Code”, νιώθεις την επιθυμία της μπάντας να τα “σπάσουν”. Γλεντζέδικα, επιταχυνόμενα τραγούδια, με σχεδόν punk ανεμελιά, αλλά με την μεγαλοπρέπεια μιας αναγνωρισμένης δημιουργικής μηχανής, οι Annihilator εξαπολύουν χορταστικές δόσεις headbanging / beer drinking μουσικής, χωρίς ψυχοπαλέματα, με μεγάλα solo και πανίσχυρες μελωδίες.
Σε κάθε δίσκο που φέρει το όνομα Annihilator, υπάρχει πάντα μία (καμιά φορά και δύο) στιγμή κατά την οποία το ενεργειακό κτήνος που λέγεται Jeff Waters, αποφασίσει να σιγήσει τα όπλα του. Και η ήσυχη αυτή πτυχή, επιλέγει πάλι για να εκφραστεί με μια 80’s hard rock λυρική σύνθεση, μια καταπληκτική μπαλάντα για ακόμη μια φορά, το “Roula Gyrna, Den Tha Se Xanadeiro ”…εεεεε, συγγνώμη το “Perfect Angel Eyes”, μια ήσυχη rock κανταδίτσα, τετριμμένη μεν, απολαυστικότατη δε, στα πρότυπα των “Only Be Lonely”, “Innocent Eyes” και λοιπών ομοειδών τους. Με Dj-ική αντίληψη στην τοποθέτησή του, το “Fight The World” ξεκινά με ένα μελωδικότατο, ακουστικό intro, για να γυρίσει ξαφνικά σε ένα δοκίμιο Slayer-ικής αλλοφροσύνης στα δομικά του riff και ένα από τα ουσιαστικότερα solo του Waters, ever.
Ο επίλογος του “Feast”, είναι το μεγαλύτερο και ταυτόχρονα το πιο διαφοροποιημένο τραγούδι. Το επικό “One Falls, Two Rise” ξεκινά ως μια ευαίσθητη, αρμονική rock μπαλάντα, στη συνέχεια κλιμακώνεται, με συνεχής, σχεδόν prog εναλλαγές ανάμεσα σε επιθετικά και ακουστικά θέματα, solos “άλλος-με-κιθάρα-για-πέταμα;” και ίσως με τις πιο μελαγχολικές στιγμές του album, στα ακόρντα του τελευταίου μισού λεπτού. Εξαιρετικό.
Για την ιστορία να αναφέρω, ότι ως bonus, το “Feast” συνοδεύεται και από ένα δεύτερο CD το οποίο ονομάζεται “Re-Kill”. Σε αυτό η μπάντα, διασκευάζει τον εαυτό της και είναι όντως λίγο περίεργο να ακούς ύμνους που τραγουθήθηκαν από τους Randy Rampage και Coburn Pharr, να εκτελούνται από τον Padden, αλλά βάζοντας στην άκρη τον παθολογικό μου έρωτα για συνθέσεις όπως τα “Alison Hell”, “King Of The Kill”, “W.T.Y.D”, “Refresh The Demon”, “World Salad”, θεωρώ ότι επιτυγχάνονται και οι δύο αντικειμενικοί στόχοι. Και ο Padden είναι άψογος στην απόδοση και τα τραγούδια ακούγονται ολόφρεσκα στην προσαρμογή τους σε τεχνολογία ηχογράφησης, είκοσι και πλέον ετών. Σαν bonus, ωραία ιδέα, δεν λέω, αλλά σε καμμία περίπτωση δεν υπερσκελίζει το νέο υλικό.
Οι Annihilator λοιπόν, στο σήμερα, το Σωτήριον Έτος 2013, μας προσφέρουν μια μεγάλη δισκάρα, ένα άθροισμα εντυπωσιακής, ουσιαστικότατης μουσικής. Μια γιορτή, ένα συγκλονιστικό cocktail thrash δύναμης και power ταχυτήτων, πρωτότυπου, έντονου, άψογα εκτελεσμένου (καλά, θα μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία επί τούτου;), δυναμικότατου έργου, γραμμένου από την πένα του Sensei Jeff Waters, που περικλείει μέσα του όλη τη βρώμα του βαρβάτου, με πολλά σερνάμενα ούμπαλα, HEAVY FAKKIN’ METAL.
Δεν έχω να πω κάτι άλλο. Ένα “Εγώ”, είναι ακόμη περήφανο για τον Νο1 υπεύθυνο γλύπτη της σημερινής του μορφής. Ι Am Schizo and I Will Never Be Alone.
(ΥΓ. 10/10… αφεντικό σχώρα με…είναι γραμμένο για μια Ελεύθερη Ψυχή)
620