LINGUA MORTIS ORCHESTRA: “LMO”

Η επιλογή των Rage να διαχωρίσουν το heavy μουσικό τους πρόσωπο, με το πιο κλασικίζον, από τη μια θα χαροποιήσει τους fan της μπάντας, από την άλλη αποτελεί ρίσκο.

Διότι οι Rage και οι Lingua Mortis Orchestra είναι δύο διαφορετικές πλευρές του ίδιου νομίσματος, και εύλογα μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί το κατά πόσο θα μπορέσουν να τις αντιπροσωπεύσουν επάξια τα δύο αυτά σχήματα, μιας και μέχρι στιγμής τα heavy και τα κλασσικά στοιχεία είχαν μάθει να συνυπάρχουν στα album τους, δημιουργώντας ένα πολύπλευρο αποτέλεσμα.

Το σαράκι με τις ορχήστρες είχε μπει από το 1996 στο πετσί των Rage και το εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο αφήνοντας στο διάβα τους εξαιρετικά δείγματα συμφωνικής μουσικής γραφής. Εν έτει 2013, είπαν να το πάνε ένα βήμα παραπέρα…

Το μοιρολόι στην εισαγωγή του “Cleansed By Fire” και η όλη εξέλιξη του δεκάλεπτου εναρκτήριου κομματιού του “LMO”, δείχνει πως οι Rage άδραξαν την ευκαιρία για να δοκιμάσουν κάποια πράγματα παραπάνω, τα οποία ίσως και να δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν στην κανονική τους μπάντα. Αχρείαστη ίσως η μεγάλη διάρκεια, αλλά αρκετά καλή σύνθεση που σε σημεία ξυπνάει αναμνήσεις “In a Nameless Time”.

Σε πιο heavy μονοπάτια περπατάει το επτάλεπτο “Scapegoat”, με τη συμμετοχή του Henning Basse (Sons of Seasons, Mayan, ex- Metallium) να μην προσδίδει και κάτι το ιδιαίτερο στο τελικό αποτέλεσμα, αλλά σε γενικές γραμμές να αποτελεί μια πολύ καλή σύνθεση.

Το “The Devil’s Bride” είναι το πρώτο εκ των δύο κομματιών που έχει γραφτεί από τον Victor Smolski και τον Peavy Wagner, μιας και στα έξι από τα οκτώ τραγούδια, τη μουσική έχει επιμεληθεί μόνος του ο Victor. For the record, όλοι οι στίχοι ανήκουν στον Peavy (όπως πάντα). Ο λόγος που το αναφέρω είναι για να αναδείξω την ολοένα και μικρότερη συμμετοχή του ιδρυτή της μπάντας στη σύνθεση των κομματιών. Σε ότι αφορά το “The Devil’s Bride”, συμπαθέστατο μεν, τυπικό Rage δε…

Η αρχή του “Lament” μου θυμίζει κάπως το “Memory” από το θεατρικό Cats. Μελιστάλαχτη μπαλάντα, σίγουρα όχι από τις καλύτερες που έχουν γράψει οι Rage, αλλά αρκετά όμορφη.

Η δίλεπτη εισαγωγή “Oremus” οδηγεί στο “Witches’ Judge”, ένα ακόμη heavy κομμάτι, πάντα συνοδευόμενο από ορχήστρα, το οποίο ουσιαστικά αναδεικνύει την Rage ταυτότητα του project και παράλληλα με κάνει να αναρωτιέμαι γιατί το album δε συγκαταλέγεται στην επίσημη δισκογραφία του σχήματος.

Το δεύτερο τραγούδι που έχει βάλει το χεράκι του ο Peavy είναι το εννιάλεπτο “Eye to Eye” και αποτελεί μια από τις καλές στιγμές του “LMO”, ενώ τους τίτλους τέλους φέρνει το νοσταλγικό “Afterglow”, αφήνοντάς σου μια γλυκιά γεύση στο μουσικό ουρανίσκο.

Ως bonus tracks συναντώνται δύο συνθέσεις της μπάντας από το “Welcome to the Otherside” του 2001 (αλήθεια, τόσα χρόνια πέρασαν;), τα “Straight to Hell” και “One More Time”, επαναεκτελεσμένες μαζί με ορχήστρα.

Να σημειώσω επίσης και τη συμμετοχή στα περισσότερα τραγούδια των Jeannette Marchewka και Dana Harnge που δανείζουν τα φωνητικά τους (οπερετικά και μη), δίνοντας το απαραίτητο γυναικείο touch που αρμόζει σε κυκλοφορίες συμφωνικού τύπου.

Η παραγωγή δια χειρός Charlie Bauerfeind (Blind Guardian, Hammerfall etc) και Victor Smolski στα πασίγνωστα Twilight Hall Studios της Γερμανίας, αποτελεί μεγάλο ατού του “LMO”, που πιο πολύ μοιάζει με έναν τυπικό Rage δίσκο, παρά με κάτι το διαφορετικό. Μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαντάζει κάτι “άλλο”, ή το σχήμα να δοκιμάζει κάποια νέα πράγματα, παρόλα αυτά μιλάμε για ένα δίσκο που καθόλη τη διάρκειά του είναι αμιγώς Rage, έτσι όπως μας έχουν συνηθίσει από τον ερχομό του Victor και μετά. 

Εν ολίγοις, το “LMO” είναι ένα αρκετά καλό album, το οποίο θα ευχαριστήσει τους οπαδούς της μπάντας, αλλά σίγουρα δε θα καταφέρει να τους απογειώσει. Όπως έγραψα και παραπάνω, ουσιαστικός λόγος για τη δημιουργία των Lingua Mortis Orchestra δεν υπήρχε. Κατά τ’ άλλα, αγαπάμε Rage, όπως και να έχει.

593
About Στέφανος Στεφανόπουλος 1413 Articles
Γεννήθηκε την ίδια ακριβώς ημέρα με τα CD και μάλλον για αυτό ασχολείται τόσο πολύ με τη μουσική. Όταν δεν γράφει για αυτή, αγοράζει CD, και όταν δεν αγοράζει, θα τον βρείτε είτε να παριστάνει τον dj σε διάφορα μαγαζιά της Αθήνας, είτε να προσπαθεί να κατεβάσει κάποια ιδέα για διαφήμιση. Στο Rockway.gr εντάχθηκε το 2010 και κάπως, κάπου, κάποτε, βρέθηκε να κρατάει και τα κλειδιά του. Δεν συμπαθεί τους ψευτοκουλτουριάρηδες, τους ξερόλες και τη μουστάρδα. Δηλώνει εγωιστής, κυνικός και fan του Philip Dick.