Randall William “Randy” Rhoads. Ο κιθαρίστας που παρά τη σύντομη καριέρα του, συγκαταλέγεται στους επιδραστικότερους μουσικούς των τελευταίων δεκαετιών.
Γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1956 στην Καλιφόρνια και η ζωή του περιστρεφόταν εξαρχής γύρω από τη μουσική. Η μητέρα του, Delores Rhoads, είχε πτυχίο μουσικής από το UCLA και ήταν ιδιοκτήτρια του ωδείου Musonia. Ο πατέρας του, ο οποίος τους εγκατέλειψε όταν ο Randy ήταν 17 μηνών, ήταν επίσης δάσκαλος μουσικής. Με τέτοια γονίδια λοιπόν, μάλλον η μουσική ήταν μονόδρομος.
Άρχισε να μαθαίνει κιθάρα όταν ήταν περίπου 6 χρονών. Παράλληλα, η μητέρα του τον έβαλε να μάθει και πιάνο, ώστε να εξασκηθεί περισσότερο στο να διαβάζει νότες, να μάθει θεωρία και να έχει μια πληρέστερη μουσική εκπαίδευση. Ξεκίνησε με folk και κλασική μουσική. Αν και δεν τον ενθουσίαζε η ιδέα να μαθαίνει κλίμακες και τεχνική – προτιμούσε να διευρύνει τις προοπτικές του και να ψάχνει καινούργια πράγματα (από μικρός ταλέντο) – φάνηκε τελικά πως ό,τι θεωρούσε βαρετό ως μαθητής, μεγαλώνοντας το εξέλιξε σε τέτοια επίπεδα ώστε να θεωρείται δικαίως από τους καινοτόμους του rock’n’roll.
Σύμφωνα με τη μητέρα του – τώρα βέβαια ποιος ξέρει αν μιλάει η κλασική και δικαίως περήφανη χαζομαμά ή η καθηγήτρια μουσικής – ο Randy από την αρχή διέφερε από άλλους μουσικούς. Πάντα έπαιζε με συναίσθημα – ακόμα και όταν έπαιζε μόνο για το κέφι του – και η αφοσίωσή του στη μουσική ήταν εμφανής. Ήταν η προτεραιότητα και η μεγάλη του αγάπη.
Σύντομα το ενδιαφέρον του στράφηκε στην ηλεκτρική κιθάρα και για καλή του τύχη ο δάσκαλος της στο Musonia ήταν αρκετά καλός. Γιατί μόνο το ταλέντο δεν είναι πάντα αρκετό και συχνά τη διαφορά την κάνει ο καθηγητής. Όπως ένα αστέρι των γηπέδων χρειάζεται καλό προπονητή για να το στρώσει, έτσι και ο Randy χρειαζόταν έναν ικανό δάσκαλο. Και συνήθως οι συνδυασμοί ταλαντούχων μαθητών με καλούς καθηγητές μπορούν να έχουν απίστευτα αποτελέσματα. Α, και παρεμπιπτόντως ο Randy χρειάστηκε μόλις ένα χρόνο για να μάθει ό,τι είχε να διδαχθεί σε σχέση με την ηλεκτρική κιθάρα.
Γύρω στα 14 φορμάρει μαζί με τον αδερφό του Kelle την πρώτη του μπάντα, τους Violet Fox. Αν και η ιστορία τους τελείωσε μέσα σε μερικούς μήνες, τα μέλη της πήραν μια γεύση από live παίζοντας σε παραστάσεις του Musonia ή σε πάρτι. Τότε περίπου – το 1971 – αποφάσισε/ συνειδητοποίησε και το ότι ήθελε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το rock. Όπως έχει δηλώσει ο αδερφός του, αυτό συνέβη αφότου παρακολούθησε μια συναυλία του Alice Cooper. Ήταν η πρώτη rock συναυλία που πήγε και έμεινε κυριολεκτικά άφωνος. Αν πιστέψουμε τον Kelle, για τέσσερις ώρες μετά το live δεν έβγαλε λέξη. Κατά κάποιο τρόπο, το ότι αποφάσισε να ακολουθήσει το συγκεκριμένο είδος ήταν αρκετά περίεργο.
Στο σπίτι του δεν μπορούσε να ακούσει πολύ μουσική – ελλείψει στερεοφωνικού ή τηλεόρασης – και στο ωδείο άκουγε συνεχώς κλασική ή άλλα είδη μουσικής, τα οποία όμως δεν είχαν καμία σχέση με rock. Αυτό βέβαια μόνο κακό δεν μπορεί να θεωρηθεί, δεδομένου ότι ο Randy είχε ήδη αναπτυχθεί μουσικά και είχε βρει το δικό του στυλ πριν την έκθεσή του στη rock σκηνή. Το γεγονός ότι από τα 16 του δίδασκε στο Musonia τον βοήθησε πολύ στη μουσική του εξέλιξη. Έχοντας να κάνει με μαθητές διαφόρων ηλικιών και επιπέδων, κατά κάποιο τρόπο “αναγκάστηκε” και ο ίδιος να διευρύνει τις γνώσεις του και να αναπτυχθεί.
Παράλληλα αφιέρωνε κάμποσο από το χρόνο του στις μπάντες με τις οποίες έπαιζε και όπου συνήθως ήταν μαζί με τον μπασίστα Kelly Garni. Έχοντας ήδη καταφέρει να δημιουργήσουν κάποιο όνομα παίζοντας σε πάρτι ή μικρά clubs, αποφάσισαν το 1975 να φτιάξουν κάτι πιο επίσημο και έτσι γεννήθηκαν οι Quiet Riot. Τα ντραμς ανέλαβε ο Drew Forsyth και, μετά από μια οντισιόν που έγινε στην κουζίνα της κας Rhoads, τα φωνητικά ο Kevin Du Brow.
Μέσα σε ένα χρόνο η μπάντα είχε γίνει αρκετά γνωστή στην περιοχή του Los Angeles και ήταν από τα ονόματα που εμφανίζονταν συχνά στο club Starwood στη Σάντα Μόνικα (κλασικό club, κάτι σαν το Rainbow ή το Whiskey a Go Go’s). Η επιτυχία τους οδήγησε και σε συμβόλαιο με τη CBS/Sony της Ιαπωνίας για δύο δίσκους.
Τα “Quiet Riot I” και “Quiet Riot II” πήγαν αρκετά καλά στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, ώστε η μπάντα σχεδίαζε περιοδεία στην Αμερική για να κλείσει και με κάποια αμερικανική εταιρεία. Άλλωστε, όπως είχε δηλώσει και ο Garni, ήταν παράξενο το να ξέρουν ότι είχαν κυκλοφορήσει δίσκους, τους οποίους όμως δεν μπορούσαν να βρουν στην Αμερική – τότε η παγκοσμιοποίηση ήταν ακόμα σχετικά καινούργια κατάσταση και συνεπώς και το καθεστώς εισαγωγών/εξαγωγών ήταν λίγο διαφορετικό.
Το 1979, λίγο πριν φύγει από τους Quiet Riot, κατασκευάστηκε από τον Karl Sandoval η κλασική πουά Flying V του, σχέδια της οποίας είχε κάνει ο ίδιος ο Randy. Υποθέτω ότι τα 738 δολάρια που κόστισε, ήταν αρκετά μεγάλο ποσό για την εποχή, αλλά μάλλον τα άξιζε – άλλωστε ήταν και το σήμα κατατεθέν του.
Στα τέλη του ίδιου χρόνου πήγε για οντισιόν στον Ozzy, ο οποίος έχοντας φύγει οριστικά από τους Black Sabbath έψαχνε μουσικούς για να φτιάξει τη δική του μπάντα. Έχοντας μαζί του μια Gibson Les Paul και ένα μικρό φορητό ενισχυτή, προσλήφθηκε αμέσως χωρίς καν κανονικό δοκιμαστικό. Ο Ozzy απλά τον άκουσε να δοκιμάζει μερικά riffs για ζέσταμα και αποφάσισε ότι τον ήθελε στο συγκρότημά του.
Ο Randy είπε σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ότι και εκείνος δεν ήξερε πώς πήρε τη δουλειά – ίσως επειδή ο Ozzy ήξερε τι ήθελε και ενώ οι υπόλοιποι κιθαρίστες προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν ή είχαν λιγότερο ή περισσότερο υφάκι, ο Randy ξεχώρισε με την ήσυχη προσωπικότητά του. Ίσως βέβαια και απλά ο “Madman” μέσα στην τύφλα του – καθότι τότε ήταν μεθυσμένος/ μαστουρωμένος τις περισσότερες ώρες της ημέρας- να έκανε τη σωστή επιλογή. Απόδειξη το ότι αυτοί οι δύο αποτελούν ακόμα και σήμερα ένα από τα καλύτερα δίδυμα της metal σκηνής.
Οι διαφορές τους στην προσέγγιση της μουσικής δεν ήταν αιτία για καυγάδες, αντίθετα βάσει αυτών των διαφορών αλληλοσυμπληρώνονταν τα κενά του καθενός και έκαναν έτσι μια πολύ καλή συνθετική ομάδα. Η εμπειρία του Ozzy και η δημιουργικότητα του Randy ήταν κάποιοι από τους λόγους που το “Blizzard of Oz” έγινε κλασικό και must σε μια δισκοθήκη.
Πιθανόν δεν είναι υπερβολικό να ειπωθεί ότι η επιτυχία των πρώτων δίσκων του Ozzy είχε να κάνει και με την παρουσία του Randy στη μπάντα. Στις περιοδείες, από ένα σημείο και μετά ο κόσμος δεν πήγαινε μόνο για το “Madman”. Αρκετοί ήταν εκείνοι που ήθελαν να δουν τον καινούργιο guitar hero σε δράση. Ο ίδιος βέβαια ποτέ δε θεώρησε τον εαυτό του star. Ήταν απλά μουσικός και ήθελε η δουλειά του να ευχαριστεί τον ίδιο, γι’ αυτό άλλωστε και δεν έδινε σημασία στους κριτικούς. Ο κριτής που δεχόταν ήταν ο κόσμος – αν ο κόσμος ήταν ευχαριστημένος τότε σήμαινε πως είχε κάνει τη δουλειά του όπως έπρεπε.
Όσο ήσυχος και διακριτικός ήταν στην προσωπική του ζωή τόσο “φευγάτος” ήταν στη σκηνή. Μετρημένος, σοβαρός, μακριά από κάθε είδους κατάχρηση – δεν έπινε και δεν έπαιρνε ναρκωτικά, το μόνο που έκανε ήταν να καπνίζει σα φουγάρο – ήταν το άκρο αντίθετο του Ozzy (αλήθεια, είναι άξιο απορίας το πώς τα πήγαιναν καλά αυτοί οι δύο).
Στη σκηνή όμως τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Κάτι η παράνοια του Ozzy, κάτι η μεταξύ τους χημεία, ο Randy ξέχναγε την οποιαδήποτε ανασφάλειά του και έκανε πράγματα που πιθανόν σε άλλες συνθήκες ούτε να τα σκεφτόταν. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν κάτι σαν το Dr. Jekyll και το Mr. Hyde της μουσικής. Μάγευε κυριολεκτικά τον κόσμο, ήταν απρόβλεπτος, δοκίμαζε πράγματα και τελικά αυτό που έβγαινε ήταν απίστευτο.
Νομίζω ότι δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι είχε πάει την κιθάρα σε άλλο επίπεδο. Ο τρόπος που έπαιζε ήταν μοναδικός και τα solos ή τα riffs του απλά αξέχαστα, κλασικά, αξεπέραστα. Ακόμα και ο πλέον άσχετος, τα έχει ακούσει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του. Με τη μουσική του, έβγαζε τόσο συναίσθημα και έκανε την κιθάρα να “κελαηδάει” με τρόπο που ελάχιστοι άλλοι έχουν καταφέρει – αν δηλαδή τα έχει καταφέρει κανείς άλλος. Αλήθεια, από απλή περιέργεια, πόσοι άραγε έχουν καταφέρει παίζοντας τα solos των “Crazy Train” και “Mr. Crowley” να βγάλουν τον ίδιο ήχο με το Randy;
Παρόλα αυτά, δεν σταματούσε να μαθαίνει. Στη διάρκεια της περιοδείας για το “Diary of a madman” σε κάθε πόλη όπου σταματούσαν έψαχνε κάποιον καθηγητή κλασικής κιθάρας και μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες μπορούσε να παίξει και σε αυτήν απίστευτα πράγματα. Επιπλέον είχε σκοπό να εγκαταλείψει τη rock σκηνή και να πάρει πτυχίο μουσικής από κάποιο πανεπιστήμιο.
Κάποιος άλλος όμως μάλλον είχε άλλα σχέδια. Στις 19 Μαρτίου 1982 και ενώ πήγαιναν στη Florida για την προγραμματισμένη συναυλία, το λεωφορείο της περιοδείας σταμάτησε στο Leesburg για να επισκευαστεί ο κλιματισμός. Ο συγκεκριμένος χώρος στάθμευσης ήταν ιδιοκτησία της εταιρείας που είχε αναλάβει και τη μεταφορά για την περιοδεία, και στην ίδια έκταση υπήρχε το σπίτι του ιδιοκτήτη της εταιρείας Jerry Calhoun, το σπίτι του οδηγού Andrew Aycock, και ένας αεροδιάδρομος.
Ο Aycock, έχοντας άδεια πιλότου – ληγμένη βέβαια, αλλά πολύ που νοιάστηκε – αποφάσισε να “δανειστεί” ένα τετραθέσιο Beechcraft Bonanza που βρισκόταν στο υπόστεγο για μια-δυο βόλτες. Εννοείται ούτε λόγος να ενημερωθεί ο ιδιοκτήτης του αεροπλάνου. Η πρώτη βόλτα με επιβάτες τον κιμπορντίστα Don Airey και το μάνατζερ της περιοδείας Jake Duncan έγινε χωρίς απρόοπτα. Σειρά μετά είχαν ο Randy και η μακιγιέζ Rachel Youngblood.
Ο Aycock υποτίθεται ότι δε θα πετούσε επικίνδυνα, ούτε θα έκανε ακροβατικά ή οτιδήποτε, γι’ αυτό άλλωστε και πείστηκε να ανέβει η Rachel η οποία είχε πρόβλημα με την καρδιά της και συνεπώς δεν ήταν για πολλά-πολλά. Το γιατί αποφάσισε να ανέβει ο Randy όμως είναι αρκετά περίεργο. Μισούσε τις πτήσεις, φοβόταν τα αεροπλάνα και όποτε ήταν εφικτό προτιμούσε το αυτοκίνητο.
Πώς λοιπόν ενώ απέφευγε τα μεγάλα αεροσκάφη, δέχτηκε να μπει στο Beechcraft; Έχει ειπωθεί ότι από τη μια η υποχρεωτικά –λόγω του προβλήματος της Rachel – ακίνδυνη πτήση και η επιθυμία του για μια αεροφωτογραφία της περιοχής από την άλλη (η φωτογραφία ήταν ένα από τα χόμπι του) ήταν οι λόγοι που τον έκαναν να δεχτεί. Το θέμα είναι ότι ο Aycock άσχετα με το τι είχε πει, πέταξε αρκετά χαμηλά και κοντά στο λεωφορείο. Το φτερό του αεροπλάνου έκοψε τη σκεπή του λεωφορείου, χτύπησε στα δέντρα πίσω από αυτό και κατέληξε στο γκαράζ της έπαυλης του Calhοun όπου και ανατινάχτηκε.
Σημαντική λεπτομέρεια: ο Aycock ήταν άυπνος αφού όλη νύχτα οδηγούσε και επιπλέον είχε πάρει και μια κάποια ποσότητα κοκαΐνης. Ο Ozzy στη βιογραφία του το έθεσε ως “ξάγρυπνος όλη τη νύχτα και τρελαμένος από την κόκα”. Σκοτώθηκαν όλοι οι επιβάτες και τα πτώματα ήταν σε τόσο άσχημη κατάσταση ώστε χρησιμοποιήθηκαν οδοντιατρικά αρχεία για την αναγνώρισή τους.
Ατυχία; Κακόβουλο παιχνίδι της μοίρας; Ίσως. Κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα. Το θέμα είναι ότι σε αυτό το ατύχημα χάθηκε ένας εκπληκτικός κιθαρίστας, ο οποίος ακόμα φιγουράρει σε λίστες με τους καλύτερους μουσικούς και έχει επηρεάσει πολλούς από τους μεταγενέστερούς του guitar heroes. Και φυσικά δε νομίζω να είναι κανείς σε θέση να πει τι θα μπορούσε ακόμα να κάνει, άσχετα με το αν θα επέλεγε να συνεχίσει την καριέρα του στη rock σκηνή ή αν θα ακολουθούσε κλασικές σπουδές.
Τελικά μπορεί και απλά να είχε δίκιο ο Ozzy όταν έλεγε “Ήταν ένας άγιος. Ήταν ένας άγγελος, και ήταν πολύ καλός γι’ αυτόν τον κόσμο”.
775