Ακόμη νύχτα έξω. Ο μικρός δείκτης του ρολογιού κοντεύει να προσεγγίσει το 6, η θερμοκρασία είναι ιδανική για καλοκαίρι και λες να ανοίξεις το παράθυρο, να δεις τον ήλιο, τι νόημα έχει να την πέσεις τέτοια ώρα;
Μέχρι πριν ένα ημίωρο, τα κοπανούσες στο μπαράκι την μικρής σου πόλης, ανάμεσα σε φίλους και “φίλες” (είσαι πρόστυχος, μη κρύβεσαι), πνίγοντας έγνοιες, λύπες, ενθουσιασμούς, στο χαμηλό σου ποτήρι, αναπολώντας παλιές rock ιστορίες, παρέα με τους παρόντες ήρωες αυτών των πραγματικών παραμυθιών που σε πολλές περιπτώσεις, τα βίωνες κι εσύ ο ίδιος μαζί τους. Ψωμί κι αλάτι έχεις φάει μαζί τους, δικέ μου….
Μια τέτοια ιστορία είναι και η δημιουργία του “ΠΑΝ”, του CD που γεννήθηκε από δύο τέτοια παλικάρια, ψημένα χρόνια στην υπόθεση Ελληνικό Rock εδώ και πολύ καιρό, μέσω διαφόρων σχημάτων, σ’ εκείνα τα πέτρινα χρόνια αυτής της υπόθεσης, όταν η κουλτούρα ενός, λίγο πιο ατίθασου και ελκούμενου από τον μουσικό ηλεκτρισμό, νεαρού, απ’ ότι ο μέσος συνήθης όρος, αντιμετωπιζόταν το λιγότερο ως ανωμαλία και ψυχασθένεια.
Ο μπασίστας Δώρος Φλαμουρίδης και ο κιθαρίστας Βασίλης Καρανικόλας, ο συνθετικός πυρήνας του ομότιτλου σχήματος ΠΑΝ (ΠΑΝΑΣ αν θέλεις, αναφορά στην τραγοπόδαρη θεότητα και όχι από το “Παναγής”), χρόνια αλληλεπιδρώντες με τα μουσικά δρώμενα, έχουν να παρουσιάσουν μια σημαντική πορεία.
Ο αξιότιμος Κος Δώρος Φλαμουρίδης, υπήρξε μέλος των Anxiety, μιας heavy metal με ιδιαιτερότητες μπάντας, που δραστηριοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 στην πόλη της Πτολεμαΐδας και η οποία με τις ανατολίτικες / ρεμπέτικες κλίμακες που χρησιμοποιούσε ο κιθαρίστας Σταύρος Κερμενιώτης, διαφοροποιούνταν από τον κλασσικό Maiden-like τυφώνα που σάρωνε όλο τον metal πλανήτη εκείνη την εποχή. Θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως highlight, η συμμετοχή τους στην cult συλλογή “Greece Attacks” του 1989 με το κομμάτι “Join The Army”, ανάμεσα σε άλλα σχήματα της Greek Metal Mythology.
Σε κάποιο σημείο της ιστορίας και αφού οι συνθήκες βιοπορισμού μέσα από τη μουσική, ήταν απατηλό όνειρο για σχεδόν όλη τη μουσική επικράτεια, τη στιγμή μάλιστα που η ιδιωτική τηλεόραση προωθούσε τον κάθε “ντισκοτσιφτετέλη” (αν είναι ευδόκιμος ο όρος) ως πολιτισμικό πρότυπο στην τότε νεανίζουσα κοινωνία, οι Φλαμουρίδης και Κερμενιώτης, μετασχηματίζονται σε μια ελληνική Rock (και σε καμία περίπτωση “Ροκ”) μπάντα, τα Ρόδα της Ερήμου, ενός σχήματος που προσαρτήθηκε ταμπελοειδώς (και ανοήτως θα προσέθετα γιατί ήταν απείρως πιο heavy ηχητικά σε σχέση με όλους αυτούς – ίσως η σκληρότερη μπάντα μαζί με τους Φόβους του Πρίγκιπα ) στο ρεύμα ονομάτων όπως Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά και των εκατοντάδων κλώνων αυτών που ακολούθησαν στα μοδάτα χρόνια του ήχου. Στα Ρόδα, συνεργάζονται με τον Βασίλη Καρανικόλα και τον τραγουδιστή Νίκο Δημητριάδη,οι οποίοι κινούμενοι σε πιό hard rock ρυθμούς και μέσα σε, επιπέδου demo, μπάντες όπως Child Cries, Sleazy Gone Boogie, αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια σφιχτοδεμένη μουσική, η οποία αποτυπώθηκε σε δύο album που κυκλοφόρησαν από την Lazy Dog Records (τα “Ταξίδι σαν ψέμα” (1997) και “Με την πλάτη στον τοίχο” (1999) – ακολούθησε το “Ή τώρα ή ποτέ” το 2010, στο οποίο όμως, είχαν ήδη αποχωρήσει οι Φλαμουρίδης και Καρανικόλας).
Σε αυτό το σημείο και μετά την παράθεση του ιστορικού background, ερχόμαστε στο ψητό, στο νεογέννητο βρέφος, που οι γονείς του αποφάσισαν να βαφτίσουν ομότιτλα. Η σύλληψη του, ήταν κάτι που προϋπήρχε στο μυαλό των συνθετών. Η κοινή αγάπη προς τους Black Sabbath, τα τεχνολογικά τερτίπια των Tool, η doom αντίληψη των πραγμάτων και η απλότητα της ουσίας του Heavy Metal ήταν τα βασικά συστατικά. Απλό ε; Στρώθηκαν στην πρόβα, στη συρραφή των ιδεών και μας παρουσιάζουν, μετά από τόνους δοκιμών και αλλαγών, προς χάριν της πληρότητος, το συναρπαστικό ντεμπούτο τους.
Το self titled track “Πάνας” που ανοίγει το δίσκο, με ένα καρφί Sabbath riff, με New Orleans
Southern δομή, διακρίνεται για τη δύναμη του. Στην αρχή τουλάχιστον. Βαρύτατο, στακάτο, με τη σφραγίδα “Βang your head ρε φίλε” στο μέτωπο ρέει ακατέργαστα σφυροκοπώντας, με τον leader Δώρο να φτύνει ταυτόχρονα περίτεχνες νότες με το μπάσο του και στίχους στα ελληνικά (αλλά ξέχνα τα, αυτά τα “γιαλαντζί” που υπέθεσες, δεν μιλάμε για τα συνήθη, ίσως αν δεν σου το’ λεγα, να μην έπαιρνες χαμπάρι ότι είναι ελληνικά, μιλάμε για θεόσκληρα, άγρια, αντρικά φωνητικά και πάνω απ’ όλα, Heavy fakkin’ Metal). Όλα αυτά μέχρι τη μέση που ξεκινά το μεταίχμιο, ένα ατμοσφαιρικό/ ψυχεδελικό climax, που έχω πειστεί πλέον πως είναι το trademark της μπάντας, μιας και αυτό συμβαίνει και στα 9 τραγούδια. Αυλοί, πνευστά, με prog ρυθμικό θέμα και ένα καταπληκτικό ξυραφιασμένο επίλογο που δημιουργείται από τις galactic κιθάρες του Καρανικόλα. Καταπληκτικό τραγούδι, θέλει τις αυτιές του για να το νιώσεις, κοιτάει στα μάτια την μισή stoner/ experimental U.S. σκηνή και είμαι σίγουρος ότι συνδράμει με τον τρόπο του στην ήδη ανοδική πορεία που χαρακτηρίζει την εγχώρια και ακμάζουσα (δικαίως χαρακτηριζόμενη έτσι) παραγωγή.
Hardcore-ίζον και groovy το “’Ερεβος” που ακολουθεί, σκληρό funky διανθισμένο με την αύρα των Tool (σπουδαία η δουλειά στο μπάσο), με μοντέρνα κοψίματα, δηλώνει έμμεσα την καταγωγή των μελών, ακούγεται μοντέρνο, με πιασάρικο αν και αλλόκοτο για τα πλαίσια refrain, κάτι που όμως λειτουργεί υπέρ του.
Οι Νύμφες είναι μια ακόμη σπουδαία στιγμή. Προσωπική άποψη, η σπουδαιότερη του album “ΠΑΝ”. Είναι και η στιγμή που εμφανίζεται η φωνή του Νίκου Δημητριάδη (βλ. “Τα Ρόδα της Ερήμου”), να μοιράζεται τα φωνητικά με τον Δώρο σε έναν πραγματικό συγκερασμό, προφανών επιρροών, αλλά με τέτοια μαεστρία που εφευρέτες της τάξης των Opeth, θα ήταν περήφανοι να είχαν εμπνευστεί. Με εισαγωγή που παραπέμπει σε Ozric Τentacles, το εκκενωτικό ηλεκτροφόρο σοκ που οδηγεί στο “Έι….Ο Geezer με τον Iommi παίζουν;” riff, το φάντασμα της μπαλαντοειδούς νοοτροπίας του Joe Satriani στο solo και τον “αβέβαιο” επίλογο.
Τις νύχτες που εκτελώ χρέη ως Dj και επειδή είμαι γνωστός σπασίκλας (αναφερόμενος στη ροή προγράμματος γενικότερα, αλλά αυτό θα το αναπτύξω μια άλλη φορά που θα είμαι και θυμωμένος και πιωμένος ταυτόχρονα για να φιλοσοφήσω επί του θέματος), έχω λίγα καθιερωμένα τραγούδια. Ένα από αυτά είναι το “Digging the grave” των Faith No More. E λοιπόν, υπέθεσε ότι θέλεις να κάνεις τη “γέφυρα”. Μην ψάχνεις. Πάρ’ το. “Τώρα” λέγεται το τεμάχιο, μια σύνθεση στο μήκος κύματος της παρέας του Patton, εντελώς “hit” από το πρώτο του δευτερόλεπτο. Ο Νίκος, εντυπωσιακός στην ερμηνεία, πράγμα αναμενόμενο αν κοιτάξεις το παρελθόν του, συμβάλλει τα μέγιστα στην τελική εικόνα ενός μελωδικότατου τραγουδιού.
Το “Πανδαιμόνιο”, με collage στίχων από τον “Επικήδειο” του Θουκυδίδη, αποτελεί μια πιό σαφή, σε σχέση με τις διάσπαρτες εξορμήσεις του σχήματος, βουτιά στα νερά του progressive metal, με πολύ δυνατό ήχο, “ευthrashώς” πριμαριστές κιθάρες και φυσικά το εξωγήινο, ασύλληπτο solo στο μπάσο απο τον Δώρο, έκδηλο της τεχνικής που διαθέτει για να πραγματώνει τις ιδέες του.
Έννοιες όπως “μαυρίλα” και “μηδενισμός”, δεν απαντώνται συχνά σε ελληνικά (είτε με είτε άνευ εισαγωγικών) σχήματα. Θέλεις λίγο ο ήλιος που λάμπει πιο πολύ στην πατρίδα μας, θέλεις λίγο η ιδιοσυγκρασία μας ως λαός, είμαστε ψιλοφωτεινοί άνθρωποι και αναλόγως εκφραζόμαστε. Γι’ αυτό και οι “Δεσμώτες του Απείρου” θα σε ξαφνιάσουν. Αράχνες, μια σκοτεινή σπηλιά που στέκεται εμπρός σου και σε προσκαλεί. Μπες αλλά βάλε και μια ζακετούλα πάνω σου γιατί κάνει ψύχρα εδώ. Το λίγο μεγαλύτερο του 8-λέπτου κομμάτι, σε μπάζει μέσα στα funeral μονοπάτια του αμιγούς doom metal. Αργόσυρτα riffs, μονολιθικά, με παραπομπές στα αγγλικά σύγχρονα “κέρατα” (Electric Wizard, Cathedral κτλ) με αραιές, προσωρινά, κιθάρες οι οποίες αφού αρχικά θα σε “τσιμπήσουν” με την AC/DC(!) ρυθμική εμφάνιση τους, θα επανέρθουν βαρύτερες στο αρχικό μοτίβο για να τελειώσουν το κομμάτι.
Το “Ίλεος”, εμφανώς εμπνευσμένο λογοτεχνικά από το “Ζαβαρακατρανέμια” του Γιάννη Μαρκόπουλου, είναι μια “σαλεμένη” ηχητική αλληγορία, ένα διαρκές σφυροκόπημα ακατέργαστων φράσεων, hooligan-ικό στις διαθέσεις του με εξαιρετικά breaks στα προγραμματισμένα drums, όπως και το “Λήθη” που κινείται σε φρενήρης ταχύτητες με εκκωφαντικό παίξιμο.
Η σύνοψη όλων των επιμέρους στοιχείων του “ΠΑΝ” σε ένα σώμα. Ο “Τελευταίος Χρησμός” και η επαναφορά στην αρχική ιδέα. Στο αυγό του φιδιού. Οι Δεσμώτες είναι αυτοί που επανεμφανίζονται για να κλείσουν την αυλαία σε αυτό το μανιφέστο. Σκοτάδι, είναι αυτό που απομένει. Δεινοσαυρικός όγκος σε κάθε νότα, μια Neurosis αισθητική, σύνθεση “γυμνή” ευτελών εξωραϊσμών και ομορφιάς, φέρνοντάς μπροστά στα μάτια σου, εικόνες από τον post-now κόσμο που ζω, ζεις, ζουν. Σαφής επίλογος μιας πλήρους δημιουργίας.
Ήδη κλασσικό στ’ αυτιά μου, οι ΠΑΝ με το “ΠΑΝ”, θα σε συναρπάζει όλο και περισσότερο, κάθε φορά που θα του αφιερώνεις μέρος του χρόνου σου. Με την ευρηματικότητα των συνθέσεων, με την φωτιά που περικλείεται σε κάθε μία σύνθεση, με την ποικιλία ηχοχρωμάτων που θα ακούσεις και κυρίως με την καλλιτεχνική τιμιότητα που το διέπει. Οι συντελεστές του εγχειρήματος χαρακτηρίζονται ως εκπλήξεις. Ηγέτης ο Φλαμουρίδης στον διπλό του ρόλο ουρλιάζει, βρυχάται ενώ ταυτόχρονα εντυπωσιάζει με τις επιλογές του στο μπάσο, ο Καρανικόλας, απλός στη τεχνική του, εξαπολύει οικεία, βαρύτατα, ογκώδη riffs ενώ στις minimal στιγμές του album, συνοδεύει ουσιωδώς τις συνθέσεις χωρίς φλυαρίες, ενώ και ο Νίκος “Μαραντόνα” Δημητριάδης, στα σημεία που εμφανίζεται, είναι άψογος, επαρκέστατος, με μια φωνή που (“θα στο ξαναπώ, αγορίνα”) καλυτερεύει με το πέρασμα του χρόνου.
Η μπάντα, έχει κάνει ήδη τις πρώτες στις συναυλίες με την προσθήκη του Παναγιώτη Πολιτίδη στα φυσικά drums και του Αλέξη Μάγγου (του οποίου η βοήθεια είναι πολύ σημαντική) στις κιθάρες, αν και ακόμη δεν έχει αποφασιστεί αν θα συνεχίσουν ως μόνιμα μέλη, βοηθώντας και στον συνθετικό τομέα. Εμφανίστηκαν μπροστά στην τοπική κοινωνία και μάλιστα ανοίγοντας, ως support act, τις βραδιές δύο πολύ σημαντικών ονομάτων. Tων τεράστιων Nightstalker και των Ηγετών της Ελληνικής Σκηνής Rotting Christ, τα μέλη των οποίων, στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες, εκφράστηκαν με εξαιρετικά λόγια για τους ΠΑΝ.
Τελειώνοντας, να αναφέρω ότι εκτός του “Πανδαιμόνιο”, οι πλειοψηφία των στίχων αποτελείται από διασκευασμένα ποιήματα του Μάριου Αθανασιάδη και της συλλογής του “…και έγινε όνειρο η ελευθερία…λευτεριά το μόνο όνειρο”.
Καλό ξεκίνημα παιδιά, από εμένα τα συγχαρητήρια μου, το “ΠΑΝ” είναι κορυφαίο στο είδος του (άραγε υπάρχει) και είμαι σίγουρος ότι στο πέρασμα του χρόνου, θα δικαιωθώ.
Up The Tephra Warrriors. /w.
(Για τον κουμπάρο μου. Ρακόπουλε, αργεί ακόμη εκείνο το fan club; Κουνήσου, Qφάλα)