Η πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά των Venomous Maximus (προηγήθηκαν δύο EP, το ‘10 και το ‘11) αποτελεί για εμένα μέχρι στιγμής μια απ’ τις μεγαλύτερες εκπλήξεις για φέτος.
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούμε ευρέως τον όρο occult metal για να περιγράψουμε αυτό το ιδιόρρυθμο μίγμα τραχέως και σκοτεινού, βαρέως και επικού μετάλλου και το περιεχόμενο του “Beg Upon the Light” εμπίπτει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία και στέκεται περήφανο δίπλα στις πολύ καλές κυκλοφορίες σύγχρονων ονομάτων όπως οι άξιοι Σουηδοί In Solitude, οι συμπατριώτες τους Αμερικάνοι Argus και Bible of the Devil ή οι δικοί μας Mahakala.
Μετά την ατμοσφαιρική και spooky εισαγωγή του “Funeral Queen” ξεκινάει μια επέλαση από riff-άρες και ass-kicking ρυθμούς που συνοδεύονται έξυπνα από τις διπλές, κιθαριστικές μελωδίες των Larson και Higgins. Ο δεύτερος δε, μέσα στην -love it or hate it- φωνητική εκφορά του, κουβαλάει και μας παρουσιάζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της μπάντας. Μέσω ατονικών απαγγελιών, ψιθύρων και κραυγών, με έκανε πολλές φορές να σκεφτώ πως μάλλον πρόκειται για τύπο που κουβαλάει πολύ μαυρίλα μέσα του και νιώθει στο πετσί του τις απόκρυφες καταστάσεις που μοιράζεται μαζί μας. Το rhythm section των Biles και Bongo είναι αδίστακτο και χτίζει σταθερά κι ακέραια τα ογκώδη θεμέλιά του, δημιουργώντας αυτή την πνιγηρή μα τόσο εθιστική αίσθηση.
Η παραγωγή του δίσκου είναι αυτό ακριβώς που περιμένει κανείς από μια αλήτικη, heavy metal μπάντα, χωρίς υπερβολές, καλλωπισμούς και στενούς ήχους. Ακούγονται τα πάντα χωρίς να χάνεται στιγμή η ζωντάνια και η ατόφια ένταση του συγκροτήματος, ακόμη κι όταν κάποιες συνθέσεις υποστηρίζονται σε σημεία από διακριτικά, 60’s influenced πλήκτρα.
Ο δίσκος κυλάει νεράκι απ’ την αρχή μέχρι το τέλος και τον ακούω back to back χωρίς να με κουράζει στιγμή. Δεν θα έλεγα πως τα κομμάτια διαθέτουν τυπικά, πομπώδη refrain που σου κολλάνε στο κεφάλι, όμως ακόμα κι αυτό που για άλλους θα ήταν μειονέκτημα, στην περίπτωση των Venomous Maximus λειτουργεί υπέρ των συνθέσεων. Το υλικό φαίνεται λίγο απρόσιτο στις πρώτες επαφές, κάτι που όμως το κάνει πιο ενδιαφέρον, τουλάχιστον για τα δικά μου αυτιά. Κάθε τραγούδι έχει κάτι να πει, αν παρόλα αυτά θέλετε να τσεκάρετε κάποια για να πάρετε μια ιδέα περί τίνος πρόκειται, θα πρότεινα να δοκιμάσετε τα “Give Up the Witch”, “Moonchild” και “Battle of the Cross”.
Πάω στοίχημα πως αν οι Venomous Maximus συνεχίζουν να εκφράζουν τον κόσμο τους με το ίδιο πάθος και συνέπεια που κάνουν σε αυτή την κυκλοφορία, θα μας απασχολήσουν ξανά στο μέλλον. Εγώ πάντως σίγουρα θα περιμένω πως και πως τη συνέχεια!