Μετράμε δεκατέσσερα χρόνια από την κυκλοφορία του τελευταίου ορχηστρικού Burzum δίσκου με τον τρίτο, το “Sôl austan, Mâni vestan”, να δείχνει την μεγαλύτερη διάθεση γαλήνης από όλα.
Αρκετά ambient αλλά και εμφανώς αρκετά ηλεκτρονικό(τατο), το νέο του έργο είναι – δεν μοιάζει – σίγουρα αποστασιοποιημένο από τις τελευταίες, και συνάμα συχνότατες, κυκλοφορίες του Vikernes. Ένα χαρακτηριστικό που αδιαμφισβήτητα το κάνει ενδιαφέρον είναι βέβαια αυτό και τίποτα (αρνητικό) άλλο.
Η ακρόαση αυτού λοιπόν του ενδιαφέροντος δίσκου, διαρκώντας ούτε λίγο ούτε πολύ μια ολόκληρη ώρα ολοκληρώνεται με ευχαρίστηση μεν, την ιδέα του ανολοκλήρωτου δε. Κάτι που εξαιτίας της καθόλου μικρής διάρκειας του μοιάζει ύποπτο. Ο ένοχος είναι προφανώς η μονομερής προς το αισιόδοξο – χωρίς την 100% επιτυχία – πορεία του υλικού εξ’ ολοκλήρου. Αυτό σημαίνει μια ηχογράφηση που είναι είτε καλή, είτε κακή αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος της στάσιμη. Ευτυχώς, το “Sôl austan, Mâni vestan” ταιριάζει καλύτερα στην πρώτη περίπτωση: το αποτέλεσμα του είναι θετικό.
Ξεχνώντας το black metal, ή και το metal γενικότερα, ο Vikernes στο δέκατο Burzum album του θυμάται εποχές περασμένες από το άγγιγμα του σκοτεινότερου εαυτού του. Η δουλειά δεν έφτασε την παραγωγικότητα του στο ζενίθ της, από την άλλη όμως φαίνεται και για καλή μουσική για χαλάρωση, όχι μόνο του ακροατή αλλά και του ίδιου.
543