Εκ των ηγετών του σύγχρονου metalcore ήχου οι Killswitch Engage, επανέρχονται στο προσκήνιο με τον πολυαναμενόμενο νέο δίσκο τους “Disarm The Descent” σηματοδοτώντας την επιστροφή του τραγουδιστή Jesse Leach, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την μπάντα το 2002, αμέσως μετά την κυκλοφορία του “Alive or Just Breathing” πίσω στα 2003.
Αυτή η αλλαγή ήταν αναγκαστική, λόγω της διαγνώσεως δυο ειδών διαβήτη στο σώμα του πρώην πλέον τραγουδιστή Howard Jones, o οποίος άφησε την μπάντα το 2012.
Η αλήθεια είναι ότι το, για δεύτερη φορά αυτοτιτλοφορούμενο, “Killswitch Engage” του 2009 (είχε προηγηθεί το ντεμπούτο με το ίδιο όνομα), δίχασε τους φίλους του group. Αποδείχτηκε λίγο στατικό και επαναλαμβανόμενο σε σημεία, παραμένοντας βέβαια στα στάνταρ ποιότητας μιας ήδη καθιερωμένης, στον ήχο αυτό, μπάντας. Οι προσδοκίες για το τελευταίο album ήταν αυξημένες κυρίως για το αν το σχήμα θα συνέχιζε να στέκεται αντάξια μπροστά στο βάρος του ονόματός του.
Ε, λοιπόν, οι προσδοκίες όχι μόνο εκπληρώνονται, αλλά οι Killswitch Engage με το “Disarm The Descent”, επανέρχονται με έναν κορυφαίο δίσκο, σίγουρα τον καλύτερο της καριέρας τους και με σοβαρή υποψηφιότητα να αναδειχθεί ως η καλύτερη κυκλοφορία στον χώρο του ακραίου metal για τη χρονιά που διανύουμε.
Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει αυτοστιγμεί, είναι ο ήχος. Βαρύτατος, ξεφεύγει από τα πλαίσια των τελευταίων κυκλοφοριών. Δεν γνωρίζω αν αυτό έγινε εσκεμμένα, για να προσαρμοστεί η μπάντα εκ νέου στο στυλ του Leach ή αν είναι η νέα πορεία που χαράζει ο κιθαρίστας/παραγωγός/ειδήμων νους Adam Dutkiewicz, αλλά η φάση λειτουργεί με καταπληκτικά αποτελέσματα. Απέχοντας αρκετά από τον όρο “metalcore” και πλησιάζοντας κατά πολύ τη μελωδική, σύγχρονη εκδοχή του death metal, οι Killswitch Engage δίνουν ένα μνημειώδες έργο, ουσιαστικότατο, πολυδιάστατο με χειμαρρώδη τραγούδια, εξαιρετικά sing-a-long refrains και απίστευτη δύναμη.
Από την εισαγωγική κραυγή του “The Hell In Me” με το ματωμένο riff του, νιώθεις απλά την ενέργεια που κοχλάζει. Η ερμηνεία του Jesse είναι συγκλονιστική, είτε όταν κραυγάζει είτε όταν μελωδικά χαμηλώνει τους τόνους. Διακρίνει κανείς και μια συνάφεια με το “Alive of Just Breathing”, πράγμα που το βρίσκω φυσιολογικό ως album – σημείο αναφοράς και για την ίδια την τεχνοτροπία τους. Τα δολοφονικά riffs, η φωνή του Jesse, τα κοψίματα, τα μελωδικά refrain, τα trademark της μπάντας εν γένει.
Αν όμως η εισαγωγή ήταν το ιδανικό έναυσμα του εγχειρήματος, η συνέχεια είναι απλά μεγαλειώδης. “Beyond The Flames” και ιδού ο ορισμός του metalcore. Φοβερή καθαριστική δουλειά με σαφείς επιρροές σουηδικου melodic death metal, καταπληκτικές αντιθέσεις στα διπλά φωνητικά με τον Adam…“The New Awakening”, με ενα βαρύτατο up tempo brutal εισαγωγικό θέμα και με πολύ ωραία solo. Φοβερός ο Justin Foley στα drums, σκορπά με ζωντάνια τα blastbeats του, όπως επίσης και ο Joel Stroetzel στις κιθάρες, o οποίος σκοτώνει σε κάθε κομμάτι με την απόδοσή του.
Το “In Due Time”, πρώτο single του “Disarm the Descent”, είναι ένα συμπαγέστατο τραγούδι αλλά παράλληλα είναι και το πιο ευθυτενές . Διαφέρει από το συνολικό κλίμα του δίσκου, δίνοντας ένα πιο ποικίλο χρώμα στις διαθέσεις του, αποτελώντας μια κατά κάποιο τρόπο τομή, στη ροη του. Η επαναφορά στη σκληρότητα είναι άμεση. “A Tribute to The Fallen” και οι Killswitch Engage, επιστρέφουν στη πρώτη τους νιότη. Death γρυλλίσματα στο φόντο, εξωφρενικά, ωμα riffs, ένα πισωγύρισμα στην πραγματικότητα του έτους 2000. “Turning Point”, εξαιρετική brutal αισθητική και φοβερή δουλειά στο μπάσο από τον Mike D’Antonio. Το “All we Have”, είναι άλλο ένα πιθανό “hit” (αν είναι ευδόκιμος ο όρος στις μέρες μας…), ανθεμικό, το οποίο ακούγοντας το, σίγουρα θα σου φέρει συνειρμούς από το μακελειό στα ανά τον κόσμο mosh pits. Θεόσκληρα φωνητικά από τον Jesse, ένα τραγούδι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του.
Σαν μοναχικό διαμάντι στέκει το “You Don’t Bleed For Me”, η “μαλακή” απόπειρα του σχήματος. Δεν είναι αυτό που θα αποκαλέσεις ως μπαλάντα, αλλά σίγουρα διαφέρει από τα υπόλοιπα, εκδηλώνοντας μια τάση που δεν εμφανίζεται συχνά σε μπάντες τέτοιου ύφους. Σε γνώριμα πεδία, το “The Call”, με τα blastbeats και το πιασάρικο refrain του, με τον Foley να οργιάζει εκ νέου σε ένα απολύτως πιασάρικο τραγούδι που προκαλεί ακατάπαυστο headbanging. “No End In Sight” με την αργή εισαγωγή του, ένα πολύ ώριμο, στακάτο τραγούδι, που κλιμακώνεται σταδιακά επιταχύνοντας τον ρυθμό. Συνθετικά το θεωρώ από τα highlight του album.
Το “Always” είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι, με εναλλασσόμενα μελωδικά θέματα από τους κιθαρίστες, αρκούντως βαρύ και ογκώδες. Ο επίλογος του δίσκου, το “Time Will Not Remain”, είναι αντάξιο της συνολικής εικόνας του “Disarm the Descent”. Ουσιαστικά αποτελεί σύνοψη, όλων των έξοχων στοιχείων που στιγματίζουν την μπάντα και είμαι σχεδόν σίγουρος οτι θα αποτελέσει κι αυτό συναυλιακό “hit”. Σαν bonus, υπάρχουν δυο live τραγούδια με καλή απόδοση από την μπάντα (“Numbered Days”, “My Curse”).
Η παραγωγή είναι καταπληκτική, πράγμα φυσιολογικό αφού ο Adam Dutkiewicz είναι καταξιωμένος στο χώρο ως παραγωγός, έχοντας κάνει πάμπολλες συνεργασίες με όλα τα μεγάλα σχήματα του είδους και θεωρείται ήδη guru του σύγχρονου ακραίου φάσματος. Λεπτομερής, ολοκάθαρη, όλα τα όργανα ακούγονται γεμάτα και συμπαγή και δικαίως αναδεικνύουν τις τεχνικές αρετές των μελών.
Killswitch Engage και “Disarm The Descent”. Προσωπικά, με διέλυσε. Ποιοτικότατο, πολυεπίπεδο, ένα απολαυστικότατο σύνολο τραγουδιών με όλα εκείνα τα στοιχεία που σε κάνουν να νιώθεις υπερήφανος, ως φίλος αυτής της Τέχνης. Για το 2013, θεωρώ ότι δύσκολα θα το ξεπεράσει κάποιο άλλο album, αν και δεν νομίζω να στεναχωρηθεί κάποιος αν συμβεί αυτό.
676