Όταν ηχογραφείς το ντεμπούτο σου με λύσσα και με την κυκλοφορία του ζουλάς τον κόσμο από τα @@, πλέον έχεις χάσει την ευκαιρία να αιφνιδιάσεις, και η δουλειά σου από δω και πέρα είναι τουλάχιστον να διατηρηθείς στα υψηλά της λίστας με τα νέα τρανταχτά ονόματα.
Όταν από το πουθενά, τραγουδώντας στη μητρική σου γλώσσα, σαπορτάρεις τους Megadeth και μάλιστα, με μεγάλη επιτυχία (όσοι ήταν πέρυσι στο live ξέρουν), δημιουργείς ένα image που καμιά φορά φαντάζει μεγαλύτερο και από εσένα τον ίδιο.
Με όλα αυτά στο μυαλό τους οι Νορβηγοί κανίβαλοι Kvelertak συνεχίζουν για δεύτερη φορά να μπασταρδεύουν τον hardcore-punk με το black metal, το Thrash metal και με ότι άλλο τους ταιριάζει.
Αποτέλεσμα είναι το “Meir” που φαντάζει φρέσκο, όσο και το ντεμπούτο του, αλλά αφού ξέρουμε τι μας περιμένει δεν μπορεί να μας εντυπωσιάσει εξίσου. Αν όμως βγάλουμε από την ψυχή μας αυτή την ηλίθια μανία του ανεκπλήρωτου και του ανικανοποίητου θα βρούμε χίλια καλά στο δεύτερο πόνημα των Kvelertak.
Έχοντας και πάλι, στην παραγωγή τον κιθαρίστα των Converge, Kurt Ballou, καταλαβαίνετε ότι αυτό το κομμάτι είναι καλυμμένο από όλες τις πιθανές μεριές και με το εκπληκτικό artwork (με στυλ που είναι σήμα κατατεθέν του) του τραγουδιστή-κιθαρίστα των Baroness, John Baizley, όλα ομορφαίνουν ακόμη περισσότερο.
Ακούω τον φοβερό rock ‘n’ roll ύμνο “Evig Vandrar” και θέλω να χειροκροτήσω ρυθμικά σκεπτόμενος την ζωντανή του εκτέλεση το καλοκαίρι στην Πλατεία Νερού, χαίρομαι ιδιαίτερα με το πρώτο single “Bruanne Brenn”, που ακουμπάει σε ήχο τους συμπατριώτες τους Turbonegro και σε κομμάτια σαν το “Snilepisk” νιώθω ότι ακούω τους Satyricon να κάνουν κάποια punk διασκευή. Ένα ακόμη ταξίδι από το σκοτεινό punk rock μέχρι το ανίερο black metal, με κομμάτια σταθμούς, όπως τα “Manelyst”, “Nekrokosmos” και “Undertro”.
Αλλά αν έστω γράφανε ένα τραγούδι στα αγγλικά, θα ξεσήκωναν μουσική θρησκευτική ακολουθία. Με τα νορβηγικά, θα συνεχίσουν να χάνουν πολύ κόσμο, ο οποίος θέλει να έχει την ευχέρεια να τραγουδήσει αυτά τα κομμάτι και δεν έχει γνώση σκανδιναβικών ιδιωμάτων, όπως ο γραφών. Βέβαια, μένοντας προσκολλημένοι στην μητρική τους σνομπάροντας, τους Άγγλους αποικιοκράτες κρατούν ίσως, αυτόν που ήθελαν, μια θέση στην κορυφή του metal underground. Και το ότι η Roadrunner Records δεν τους ανάγκασε να δοκιμάσουν την αγγλική δείχνει απεριόριστη εμπιστοσύνη στους Νορβηγούς μουσικούς.
Δεν νιώθεις πουθενά το συναίσθημα που ένιωσες για πρώτη φορά στο ομώνυμο ντεμπούτο, αλλά μιλάμε για μια στυγνή, δίχως έλεος επιδρομή, όπως αυτές που έκαναν οι πρόγονοι τους στις ακτές της Ιρλανδίας.
Μία σφαγή 49 λεπτών που δεν κρατά ομήρους και αφήνει απλά, σκόρπια αποκεφαλισμένα κουφάρια!
Εγώ πάντως νιώθω ικανοποιημένος. Η τελική κρίση δική σας!