Θεωρώ πλέον δεδομένο πως οι “μεγάλοι” δίσκοι, προέρχονται από τα όχι και τόσο μεγάλα ονόματα…
Διότι, όταν ακούς ένα album από μια φτασμένη μπάντα, η υποκειμενικότητα μπαίνει σε ένα διαφορετικό mode και σε μεγάλο βαθμό, γνωρίζεις τι να περιμένεις. Οι λιγότερο φτασμένοι όμως, που μετρούν μεν χρόνια στο κουρμπέτι, απλά δε χαίρουν εμπορικής επιτυχίας, είναι εκείνοι που θα αποτελέσουν την έκπληξη και θα σε κάνουν με το ζόρι να γίνεις fan τους. Αρκεί βέβαια να ασχοληθείς μαζί τους.
Οι εξ Νορβηγίας In Vain, ύστερα από δύο αρκετά καλούς δίσκους, αποφασίζουν να κυκλοφορήσουν την καλύτερη και την πιο ολοκληρωμένη δουλειά τους, προκειμένου να μας μπουν για τα καλά στο μάτι (και κατ’ επέκταση στα cd player μας), επιβεβαιώνοντας όσα έγραψα παραπάνω.
Progressive death/ black το είδος, με έντονη την παρουσία των “καθαρών” φωνητικών και με μια παραγωγή δια χειρός Jens Bogren (Opeth, Soilwork κτλ) που “δένει” μια μουσική πανδαισία ακραίων ήχων και μελωδικών γραμμών.
Ίσως μαγκώσουν κάποιους ακροατές τα μεγάλης διάρκειας κομμάτια που φιλοξενεί το “Aenigma”, αλλά πιστέψτε με, δεν κουράζουν! Εννέα συνθέσεις λοιπόν, με το επτάλεπτο “Against the Grain” να αποτελεί την έναρξη και να δίνει την πρώτη εντύπωση για το album, αφήνοντας τελικά την καλύτερη δυνατή! “Image of Time” για τη συνέχεια, ένα πιο “συμβατικό” κομμάτι, που δίνει την απαραίτητη ισορροπία, και στο καπάκι ένα δίλεπτο instrumental, έτσι για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, το οποίο οδηγεί στο, σχεδόν επικό, “Hymne til Havet” (μτφ “Ύμνος για τη Θάλασσα”).
Ακολουθεί το εννιάλεπτο, “Culmination of the Enigma”, που αποτελεί ίσως την πιο “flat” σύνθεση του δίσκου, βάζοντας μπροστά την extreme πλευρά του group, δοσμένη μέσα από ένα mid tempo κομμάτι που αδικείται ίσως από την ανωτερότητα των υπολοίπων. Το επτάλεπτο, “Times of Yore” συνεχίζει μεν το ακραίο στοιχείο που διαμορφώθηκε περισσότερο στο προηγούμενο τραγούδι, έχοντας όμως μια πιο απόκοσμη ατμόσφαιρα και καλύτερες ιδέες στην εξέλιξή του. Η έλλειψη των “καθαρών” στα δύο τελευταία κομμάτια πάντως είναι αισθητή.
Η επανεμφάνισή τους γίνεται δειλά στο “Rise Against”, προσδίδοντας πάλι θετικά δίπλα από τα brutal, σε άλλη μια “δυνατή” σύνθεση. “To the Core” και τα μυαλά στα κάγκελα. Το πιο “death” κομμάτι από τα εννέα, που ακουμπάει με ευλάβεια τους κλασικούς του είδους και από τη μέση και μετά εκμοντερνίζεται φέρνοντας στο μυαλό The Ocean.
Ο δίσκος κλείνει με το καταπληκτικό “Floating on the Murmuring Tide”, το οποίο σε συνεπαίρνει με την ποικιλομορφία του και το συναισθηματισμό του, ενώ όταν κάνει την εμφάνισή του το σαξόφωνο, απλά ανεβαίνει κατηγορία!
Η μέχρι στιγμής “έκπληξη” της χρονιάς για εμένα (αν και πολύ νωρίς για τέτοια), η οποία αξίζει προσοχής και πολλαπλής ακρόασης!
892