Στο μπαράκι του Six d.o.g.s. μία όχι πολύ μεγάλη ομάδα ανθρώπων περιμένει υπομονετικά το live του James Blackshaw. Πολύ υπομονετικά! Δείχνει όμως αποφασισμένη να μην χάσει την πρώτη σόλο εμφάνιση του Άγγλου μουσικού σε ελληνικό έδαφος.
Άλλωστε οι περισσότεροι είναι εδώ για να δουν κάτι πολύ συγκεκριμένο που μάλλον ήδη γνωρίζουν καλά και ακολουθούν πιστά ως fan τόσο του δεξιοτέχνη όσο και της κιθάρας αυτής καθεαυτής ως αυτόνομο μουσικό όργανο.
Στις 10:35 περίπου η πόρτα της αίθουσας συναυλιών ανοίγει και το κοινό αντικρίζει τους Acte Vide που αποτελούν το διάρκειας 15-20 λεπτών opening act της βραδιάς. Οι δύο καλλιτέχνες βρίσκονται καθιστοί σε ένα γραφείο με την Δανάη να έχει μπροστά της ένα μικρόφωνο, έναν τηλεβόα και μια ηλεκτρονική πλακέτα που “πειράζει” ώστε να παραγάγει θόρυβο και τον Γιάννη να φωτίζεται από την οθόνη του lap-top του.
Το ντουέτο, συγκεντρωμένο σε αυτό που κάνει δίνει μία παράσταση ηλεκτρονικής noise μουσικής, καταφέρνει να γεμίσει τον χώρο με υποβλητικούς ήχους και εφέ και να δημιουργήσει ένα σκοτεινό περιβάλλον μπροστά σε ένα αμήχανο ωστόσο κοινό, το οποίο – όπως κι εγώ κακά τα ψέματα – δεν φαίνεται εξοικειωμένο ή προετοιμασμένο για το συγκεκριμένο ύφος. Στα πολύ θετικά στοιχεία παρόλα αυτά είναι το γεγονός ότι αυτό που ακούμε είναι improvized αλλά ελεγχόμενο, τα παιδιά φαίνονται να γνωρίζουν και να υπηρετούν συνειδητά και ειλικρινά το είδος και κάτι εντελώς υποκειμενικό και δικό μου: όταν η Δανάη αρχίζει να απαγγέλει το μυαλό μου κατευθύνεται συνειρμικά σε ένα εντελώς αφαιρετικό ανάλογο του Waltz – Craig Armstong. Αν και κάπως ξένοι στο μέσο μουσικό αυτί, αξίζουν τουλάχιστον μίας ακόμα ευκαιρίας, ακόμα περισσότερο αν αυτή συμπληρωθεί με την συνοδεία πιάνου, όπως συνηθίζουν να δημιουργούν.
Νέα αναμονή, επίσης αρκετά μεγάλης διάρκειας, ώσπου ο James Blackshaw ανεβαίνει στην σκηνή στις 11:45. Είναι η τρίτη του εμφάνιση στην Ελλάδα με πιο πρόσφατη εκείνη ως μέλος των υπέροχων Current 93.
Καθιστός, σταυροπόδι, αφού καλησπερίζει, αγκαλιάζει σχεδόν την δωδεκάχορδη ακουστική του κιθάρα, κουρδίζει και ξεκινάει. Ο μαγνήτης της κιθάρας φεύγει από την θέση του ένα περίπου λεπτό μετά, κάτι που του δίνει την αφορμή να παραπονεθεί για την γκίνια της ημέρας, να δικαιολογηθεί για την – ένεκα αργοπορημένης άφιξης της πτήσης του – καθυστέρηση και να πιάσει μία πρώτη κουβεντούλα με το κοινό. Ξαναρχίζει και γεμίζει το επόμενο εννιάλεπτο με το “Love is the plan, the plan is death” από το ομώνυμο album. Μερικές φορές μία κιθάρα είναι αρκετή κι ο μουσικός στην σκηνή το αποδεικνύει καλύπτοντας ένα μεγάλο εύρος συχνοτήτων με χρήση των διπλών χορδών, του εναλλακτικού κουρδίσματος και των χαρακτηριστικών του αρπισμάτων.
Ακολουθεί το “Her smoke rose up forever”, επίσης από την πρόσφατη κυκλοφορία, με προφανείς τις συνθετικές ρίζες του στην μουσική παράδοση της πατρίδας του. Αν η κιθάρα του δεν αρχίζει να βγάζει κι εκείνη καπνό από την ταχύτητα των αρπισμών είναι μόνο γιατί φροντίζει να χαϊδεύει τις χορδές ελαφρά δημιουργώντας υπέροχους ηχητικούς χρωματισμούς.
Για την συνέχεια έχει προγραμματίσει άλλο ένα κομμάτι του ίδιου LP, το “We, who stole the dream” μπροστά σε ένα κοινό που απολαμβάνει τις μελωδίες και υπνωτίζεται από την τεχνική του αρτιότητα. Κι αν αυτή είναι κάτι δεδομένο, ο Blackshaw καταφέρνει όχι μόνο να την πιστοποιήσει αλλά παράλληλα να ισχυροποιήσει τον μουσικό δεσμό του με το ακροατήριο, κόντρα στο ότι μία εντελώς γυμνή από άλλα όργανα και φωνητικά εμφάνιση πάντα ενέχει τον κίνδυνο να κουράσει.
Αμέσως μετά, όπως σχεδόν μετά από κάθε κομμάτι ένα μεγάλης διάρκειας κούρδισμα –είναι και 12 οι άτιμες οι χορδές. Η προσπάθεια του να καλύψει με το διακριτικό του χιούμορ τα μεγάλα κενά, αφενός δεν αρκεί, αφετέρου αφήνει ξεκρέμαστο τον ακροατή την στιγμή ακριβώς που θα μπορούσε να τον κερδίσει ολοκληρωτικά γεγονός που λειτουργεί τόσο ενάντια στην διάθεση του κοινού όσο και στην συνολική παρουσία καλλιτέχνη.
“Cross” (από το εξαιρετικό “Glass Bead Game”) ονομάζεται το επόμενο κομμάτι και περίπου 8 λεπτά μελωδίας γεμίζουν τον συναυλιακό χώρο του Six d.o.g.s. Με το “The Cloud of unknowing” του ομώνυμου album αποσπά ίσως το περισσότερο χειροκρότημα ως εκείνη την στιγμή.
Για το τέλος έχει φυλάξει ένα κομμάτι “The River of Heaven” (που μπορεί κανείς να βρει στην συλλογή “Imaginational Anthem Vol.2”) με τις εκπληκτικές του αρμονίες και τέτοια πληθώρα ήχων που σε κάνει να απορείς για το αν είναι δυνατόν να βγαίνουν όλοι από μία και μόνο κιθάρα.
Το live του J.Blackshaw πιστοποιεί ότι είναι ένας καλλιτέχνης που έχει εξερευνήσει εκτός από μελετήσει το κύριο όργανο με το οποίο ασχολείται – παίζει και πιάνο. Συνεσταλμένος αλλά με διάθεση να μιλήσει στους fans του, ζει μέσα στο κάθε κομμάτι που εκτελεί και δεν επιδεικνύει κενά την τεχνική του. Είναι σαφές ότι ικανοποίησε τους παρευρισκόμενους παρά το όχι και τόσο χορταστικό setlist του και αποζημίωσε για την μεγάλη αναμονή στην αρχή. Στο τέλος όμως της συναυλίας και σε πρόταση θεατή να παίξει κάτι μικρό χωρίς μικρόφωνο στην κιθάρα αρνήθηκε ευγενικά λόγω κούρασης. Αν δεν το είχε κάνει ίσως είχε δώσει ένα περισσότερο ψήγμα θαύματος που χρειάζεται μερικές φορές για να μετατραπεί κάποιος από fan σε true believer.
James Blackshaw setlist
Love is the plan, the plan is death
Her smoke rose up forever
We, who stole the dream
Cross
The Cloud of unknowing
The River of Heaven
photos: Λευτέρης Σιγαλός