Προχωρώντας πίσω στον χρόνο διαπιστώνεις ότι υπάρχει πληθώρα μουσικών ακουσμάτων στον χώρο της σκληρής μουσικής γενικότερα, που θες μια ζωή ή και περισσότερο, για να τα γνωρίσεις και να τους δώσεις την προσοχή που τους αρμόζει.
Θέτοντας το αλληγορικά, είναι σαν να αναδιφείς στους θησαυρούς ενός μπαούλου, το οποίο δεν έχει πάτο και ζητάς ολοένα και περισσότερα διαμάντια μέσα σε αυτό. Ένα από αυτά τα μουσικά διαμάντια, είναι και το εν λόγω άλμπουμ, του οποίου την ενθύμηση θα επικαλεστούμε στο συγκεκριμένο άρθρο.
Όσο και να σέβομαι τους Manowar για την πολυετή προσφορά τους στον χώρο, προσωπική γνώμη του γράφοντος, είναι ότι, αν εξαιρέσεις τους Bathory και το “Twilight Of The Gods” και γενικά την Ευρώπη, μιλώντας για Αμερική, οι μπάντες, Manilla Road, Cirith Ungol και Omen, είναι ότι καλύτερο έχει να επιδείξει η άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όσον αφορά το επικό στοιχείο πασπαλισμένο με power πινελιές. Χωρίς να θέλω να υπερθεματίσω, σε τόσες συζητήσεις που διημείφθησαν παλαιόθεν ανάμεσα σε φίλους και όχι μόνο, για καλπασμούς αλόγων, σπαθιά και διαόλια, γητευτές και νεράιδες, ξωτικά του δάσους και μαθητευόμενους μάγους και την σχέση που είχαν στιχουργικά και θεματολογικά με το image και την μουσική ορισμένων συγκροτημάτων, το μυαλό και η σκέψη μου πήγαιναν διαμιάς στις μπάντες που προανέφερα και αν βάζω τους Manilla πρώτους, είναι απλά λόγω την περισσοτέρων κυκλοφοριών που έχουν στο ενεργητικό τους.
Η επιλογή του συγκεκριμένου άλμπουμ δεν ήταν εύκολη ανάμεσα στα τόσα μεγαλουργήματα που κυκλοφόρησε η μπάντα, με γνώμονα όμως την διαφορετικότητα και την πολυπλοκότητα των συνθέσεων, καθώς και το κατέβασμα των ταχυτήτων που λαμβάνουν χώρα εδώ, δείχνουν το μεγαλείο του συγκροτήματος, που δεν έμεινε κολλημένο σε συγκεκριμένα μοτίβα, θέλοντας να πειραματιστεί περαιτέρω… Το άλμπουμ ξεκινά με μία από τις επικότερες εισαγωγές που έχω ακούσει, κάνοντας σε να ταξιδεύεις με το μυαλό σου πίσω στον χρόνο, νομίζοντας ότι ενέσκηψε αίφνης μπροστά σου μία χαμένη πόλη, την οποία καλείσαι να εξερευνήσεις. Το ξέσπασμα με τις κιθάρες του Shelton είναι αυτό που σε κάνει να ξυπνήσεις από τα μάγια και να ετοιμαστείς για την επικείμενη μάχη. Το ταξίδι έχει ήδη αρχίσει..
Το “Dig Me No Grave” δείχνει τον τσαμπουκά και την θέληση της μπάντας να μείνει στο προσκήνιο και να αφήσει το στίγμα της αέναο χωρίς να θέλει να αυτοπροβληθεί. Η συνέχεια με το “D.O.A.” και συγκεκριμένα με την εισαγωγή του, η οποία σε ταξιδεύει σε πιο μακάβρια μονοπάτια, με θέμα και στίχους παρμένους από την καθημερινή ζωή, ενώ τα υπόλοιπα κομμάτια ξετυλίγουν τον επικό και μυστικιστικό χαρακτήρα της μπάντας, με έντονα κοψίματα και μελωδικές εναλλαγές από την μια και καταιγιστικά riffs και ξεσπάσματα από την άλλη. Η σκέψη της αναμονής για το πέρας των τραγουδιών με σκοπό να το ξανακούσεις από την αρχή κατοικεί πλέον στο κεφάλι του ακροατή. Ο πειραματισμός του γκρουπ, ελαττώνοντας τις ταχύτητες που υπήρχαν στις δύο προηγούμενες κυκλοφορίες, είναι έκδηλος μα και συνάμα τόσο επιτυχημένος, που σε κάνουν εκείνη την στιγμή να ξεχνάς ότι προγενέστερο έχουν συνθέσει. Η επιλογή του “The Prophecy” ως κομματιού, που ρίχνει τις κουρτίνες με τους τίτλους τέλους, δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη, μιας και από το μουσικό ταξίδι που φτάνει στο τέλος του, εισέρχεσαι σε ένα άλλο, νοερό αυτή την φορά, κυρίως ακούγοντας το ρεφραίν του κομματιού, που είναι και το αγαπημένο μου από αυτό το άλμπουμ.
Εν κατακλείδι, δεν επιθυμώ να μακρηγορήσω με διατυμπανισμούς και πομπώδες ύφος, πλην όμως πρέπει να επισημάνω ότι η ενασχόληση με τους Manilla Road είναι απαραίτητη για κάποιον που θέλει να εμβαθύνει στην ιστορία του heavy-epic ήχου και θέλει να απαγκιστρωθεί από mainstream μονοπάτια της εφηβικής ηλικίας. Ακούγοντας όλες τις κυκλοφορίες της μπάντας από το 1980 και έπειτα, φτάνοντας στον συγκεκριμένο δίσκο θα διαπιστώσει ο ακροατής ότι το να λέγεσαι “μεγάλη μπάντα”, αποδεικνύεται μουσικά, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερο “σφίξιμο” για να το προβάλλεις..