“Υπερβολικά rocky για τα γούστα μου, και με πολύ λίγο μπάντζο” δήλωσε φίλη της οποίας την άποψη εκτιμώ. Διατήρησα τις επιφυλάξεις μου καθώς τους είχα πρόσφατα δει στο Gagarin να έχουν εικόνα και ήχο τελείως μεταλλαγμένο σε σχέση με την προηγούμενη τους συναυλία στον ίδιο χώρο. Πάτησα play.
Το “The Laughing Stalk” κλωτσάει την πόρτα με ένα σκοτεινό riff που μυρίζει λιμνάζον νερό και σάπια φύλλα. Οι κιθάρες που ακολουθούν έχουν φρέσκια λάσπη στις ξεφτισμένες τους μπότες. Οι Wovenhand για άλλη μια φορά χαρτογραφούν τις ρίζες της αμερικανικής μουσικής παράδοσης. “…Texas to Montana…”. Πριν συνειδητοποιήσεις πού ακριβώς βρίσκεσαι, νιώθεις το δάγκωμα του leopard dog των στίχων – όχι, δεν πρόκειται για μυθολογική χίμαιρα αλλά για το σκυλί-σύμβολο των bayou της Λουιζιάνα – Αναφορές στον Αδάμ, στην αμαρτία, στο γεμάτο φεγγάρι, σε έναν πολεμικό χορό των ινδιάνων blackfoot, τη σωτηρία, το Άγιο Πνεύμα – ή μήπως κάποιο Ιερό Πνεύμα ανάμεσα στα ψηλά καλαμπόκια; Βουντού, Βίβλος, Πνεύματα, ανάμικτες δοξασίες νέγρων, λευκών, ινδιάνων.
Η συνέχεια ωστόσο φαντάζει δυσανάλογη των όσων ο εμπνευσμένος ιθύνων νους, David Eugene Edwards, μας υποσχέθηκε με το “Long Horn”. Δεύτερο και παραδόξως σχεδόν αδιάφορο το ομώνυμο του άλμπουμ κομμάτι, “The Laughing Stalk”. Μόλις στο δεύτερο μισό του “In the Temple” οι γνώριμες ψαλμωδίες προσπαθούν αμήχανα να καλύψουν το κενό.
Το “King O King” όμως επαναφέρει την τάξη. Με στιβαρά τύμπανα, χαρακτηριστικά του ήχου των Wovenhand, με θεατρική ένταση στην ερμηνεία, βάθος στα φωνητικά και όμορφες, γεμάτες κιθάρες. “Hallelujah the waters sing”, καθώς η πλημμύρα ανεβαίνει.
Στην ίδια επιτυχημένη συνταγή, μα πιο μυστηριακό, γεμάτο μικροφωνισμούς που θυμίζουν άλλοτε τσέλο κι άλλοτε γκάιντα, το “Closer”. Οι παλιοί καλοί woven hand δήθεν ανυποψίαστοι για το χέρι που τσίμπησε μυστικά το overdrive.
Το “Maize” θα έμοιαζε σαν ηχητικό δεύτερο μέρος του προηγουμένου, αν στo πρώτο πλάνο δεν εμφανιζόταν ένα πιάνο. Στα μισά του τραγουδιού ο DEE απαγγέλει υποβλητικά και σε αυτό το πεδίο – την αφήγηση – κατατάσσεται κατ’ εμέ δίπλα σε ερμηνευτές όπως ο Jim Morrison κι ο Nick Cave.
Μια από τις ωραιότερες συνθέσεις του δίσκου, το “Coup Stick”, δικαιολογεί στο έπακρο τον τίτλο του. Ισορροπώντας μεταξύ αφήγησης και τραγουδιού, επαναλαμβάνει, εξιστορεί κι επιδεικνύει αρκετές από τις μουσικές και θεματικές εμμονές και κατακτήσεις των Wovenhand, με τον ίδιο τρόπο που ένας ινδιάνος πολεμιστής, με κόμπους και φτερά κατέγραφε πράξεις τόλμης του παρελθόντος στο ραβδί του.
Το “As Wool” ξεκινάει με ένα κιθαριστικό riff που φέρνει στον νου τους stooges και τους mc5 – ή μήπως το thirsty dog των bad seeds; . Δεν υπάρχει τίποτα κακό με αυτό στο εγχειρίδιο του rock, ψάξτε το! Η συνέχεια είναι ένα δυνατό τραγούδι ιδανικό για γκαζωμένες ζωντανές εμφανίσεις.
Το τελευταίο τραγούδι, το “Glistening Black”, κλείνει εμφατικά το άλμπουμ σαν μια ιδανική περίληψη των προηγουμένων.
Σε τελική ανάλυση oι Wovenhand κάνουν κάτι απλό. Μετά από 20 χρόνια στα μουσικά πράγματα – αν αθροίσουμε κι εκείνα των 16horsepower (1992-2005) – στήνουν έναν δίσκο για να τον εκτελέσουν ζωντανά, δυνατά και βρώμικα στην περιοδεία τους. Αν αυτό δεν είναι – ομολογουμένως – το καλύτερο άλμπουμ τους, συμβαίνει μόνο γιατί έχουν καταφέρει με τα προηγούμενα, διαμορφώνοντας μία ολόκληρη μουσική σκηνή της οποίας ηγούνται πανάξια, να δημιουργούν συνεχώς μεγαλύτερες προσδοκίες. Σε όσους από εμάς έλειψε λίγο από το bluegrass στοιχείο τους ας κάνουμε λίγη – πιστεύω – υπομονή. Ο βασιλιάς είναι ζωντανός και δείχνει να έχει πολλά ακόμα να δώσει.
817