Επειδή μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις, η συγκεκριμένη παρουσίαση θα αρχίσει παράδοξα από το εξώφυλλο του δίσκου στο οποίο απεικονίζεται ένα πεδίο γεμάτο ηλιοτρόπια, ξεραμένα, καμένα και μαραμένα από τον ήλιο, απόλυτο δείγμα απαισιοδοξίας και πεσιμισμού καθώς μας υπενθυμίζει την θνητότητα στην οποία υποκείμεθα όλοι. Με αυτή την εικόνα και τον αντιφατικό (ή λυτρωτικό τίτλο) “Anastasis”, οι Dead Can Dance επιστρέφουν μετά από 16 χρόνια απουσίας.
Ο ίδιος ο Perry αναφορικά ως προ τον τίτλο του δίσκου επισημαίνει ότι θεώρησε πως ήταν το κατάλληλο όνομα για την επανένωση του δυναμικού ντουέτου, το οποίο με την μουσική του εγκαινίασε ένα καινούριο είδος συνδυάζοντας περίτεχνα στοιχεία της μεσαιωνικής και αναγεννησιακής μουσικής και έμελλε να αποτελέσει επιρροή για μπάντες του ακραίου ήχου και μη, που τους μνημονεύουν ακόμα και μέχρι σήμερα.
Δημιουργηθέντες το 1981 στη Μελβούρνη της Αυστραλίας από τους Brendan Perry και Lisa Gerrard, κυκλοφόρησαν 8 προσωπικούς δίσκους, διάφορα ep και single με τελευταίο το “Spiritchaser” του 1996. Έκτοτε οι δρόμοι τους χώρισαν και σημείωσαν αμφότεροι αξιόλογες solo πορείες, αναφέροντας ενδεικτικά για την Lisa Gerrard τα αριστουργηματικά “The Mirror Pool” και “Immortal Memory”, καθώς και τα soundtrack για τα The Gladiator και The Insider ενώ ο Brendan Perry με την κυκλοφορία του folkish “Eye Of The Hunter” (1999), δεν πέρασε διόλου απαρατήρητος, ενώ ακολούθησε μια ακόμη κυκλοφορία το 2008 ονόματι “Ark”
Kαι επανερχόμαστε στο παρόν… To “Anastasis” θα μπορούσε να τοποθετηθεί χρονολογικά στην περίοδο ανάμεσα στα “Within the Realm of a Dying Sun” και “The Serpent’s Egg” με έμφαση να δίνεται κυρίως στα μεσαιωνικά στοιχεία, συνοδευόμενα από ethnic επιρροές, δίνοντας έτσι ένα μεστό και άρτιο αποτέλεσμα που κατατάσσει τον δίσκο να ακούγεται τόσο φρέσκος και να μην υστερεί σε τίποτα των προηγουμένων κυκλοφοριών τους. Η παραγωγή είναι για μια ακόμη φορά καθοριστικής σημασίας (η ηχογράφηση έγινε στην ιδιοκτήτη εκκλησία του Perry), καθώς αναδεικνύει το πλήθος των οργάνων που έχουν χρησιμοποιηθεί και τα οποία πάντοτε έπαιζαν κυριαρχικό ρόλο στην μυσταγωγική μουσική των Dead Can Dance.
Το ελληνικό στοιχείο φαίνεται να κυριαρχεί σε αυτή την πολυαναμενόμενη κυκλοφορία, τόσο από τον ίδιο τον τίτλο του δίσκου, όσο και από τα τραγούδια “Anabasis”, “Agape”, “Amnesia”. Πέρα από τα ελληνικά παραδοσιακά όργανα που έχουν χρησιμοποιηθεί, έχει χρησιμοποιηθεί στο “Opium”, μαροκινό σούφι σε ρυθμό 6/8 καθώς επίσης και στο “Amnesia”, το Hang κατηγορίας idiophone, συνδυάζοντας έτσι για μια ακόμη φορά τα στοιχεία διαφορετικών πολιτισμών και κουλτούρας, τα οποία ενώνονται και δημιουργούν ένα μουσικό καλειδοσκόπιο.
Ο δίσκος αποτελείται από 8 κομμάτια που έχουνε μοιραστεί ισάξια ανάμεσα στους Perry και Gerrard με εξαίρεση το “Return of the She- King”. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Perry στο δελτίο τύπου, το εισαγωγικό “Children of the Sun” πραγματεύεται την ανθρώπινη εξέλιξη και την αρχαία μνήμη που εμπεριέχεται στον γενετικό μας κώδικα. Το “Opium”, σαφώς πιο μηδενιστικό στιχουργικά, αναφέρεται στην αλλοτρίωση της κοινωνίας και στην αποχαύνωση και στην κατάθλιψη στην οποία οδηγείται και εν τέλει παγιδεύεται. Και ενώ κάποιος θα μπορούσε να συμπεράνει πως είναι ένας δίσκος που σε καταθλίβει καθώς το μηδενιστικό και πεσιμιστικό στοιχείο είναι κυρίαρχο και εμφανές καθ όλη την ακρόαση του δίσκου, ακολουθεί το λυτρωτικό “Return of the She- King” και “All in Good Time” το οποίο αναφέρεται στην υπομονή και στις ανταμοιβές αυτής.
Προσωπικά δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από 2 ανθρώπους που έχουν αποδείξει πως η αγάπη και ο σεβασμός για την μουσική μπορεί να υπερνικήσει τις οποιεσδήποτε προσωπικές διαφορές, πως ο χρόνος αποτελεί ουσιαστικά το εφαλτήριο για την προσωπική ωρίμανση και συνειδητοποίηση και πως εν κατακλείδι οι νεκροί ξέρουν και μπορούν να χορεύουν και το κάνουν καλά.
947