Όταν χρειάζεται να γράψεις κριτική για ανθρώπους που έχουν στιγματίσει ποικιλοτρόπως την παγκόσμια μουσική σκηνή, είναι εύλογο το αίσθημα του εν μέρει δισταγμού. Όχι επειδή δε γίνεται να ξεχωρίσεις ένα καλό από ένα κακό album, αλλά επειδή όταν κάποιος κουβαλάει μια τέτοια ιστορία, μπαίνουν σε εφαρμογή πολλές αναστολές σε ότι αφορά την προσέγγιση που μπορείς να κάνεις για να περιγράψεις τη νέα δουλειά κάποιου που στην τελική δεν έχει σε καμία περίπτωση την ανάγκη σχολίων γενικά.
Ο Chris Connelly έγινε κυρίως γνωστός από τις συμμετοχές του σε μπάντες όπως Ministry, Revolting Cocks, Killing Joke, The Final Cut, Acid Horse και The High Confessions. Παρόλα αυτά η solo του καριέρα είναι εκείνη που πάντα είχε προτεραιότητα και από το 1991 μέχρι και σήμερα δισκογραφεί τακτικά, προς τέρψη των απανταχού fan του. Η αλήθεια όμως είναι πως είναι αρκετά προβλέψιμος πλέον στη μουσική του, παρότι στα νιάτα του υπήρξε πρωτοστάτης μιας ολόκληρης μουσικής επανάστασης και ενίοτε εναλλακτικότερος από τους εναλλακτικούς!
Στο “Artificial Madness” συναντάμε την κλασσική συνταγή που χρησιμοποιεί εδώ και χρόνια, με τις ερμηνείες και τις συνθέσεις να είναι βουτηγμένες στα 80s, ενώ παράλληλα παρουσιάζεται λιγότερο εκκεντρικός και πιο κοντά στο στυλ του David Bowie. Δε με χαλάει καθόλου και σε μια περίοδο που όλοι προσπαθούν να ξεφύγουν από τα μουσικά τοπία των περασμένων δεκαετιών, ο Chris Connelly αποτελεί τον άξιο αντιπρόσωπο όσων δεν ενδιαφέρονται για νέους ήχους και μεταμοντερνισμούς. Το “Artificial Madness” είναι ένας καλός, ποιοτικός δίσκος, στα πλαίσια που μας έχει συνηθίσει ο δημιουργός του και δε νομίζω πως χρειάζεται άλλη ανάλυση. Άλλωστε κάποια πράγματα ίσως είναι καλύτερα να παραμένουν σταθερά άρτια, παρά να ψάχνουν για νεοτερισμούς και να χάνονται ή να αναλώνονται στην προσπάθεια.