MANTRA: “Medium”

Έχοντας ήδη δέκα χρόνια δράσης στο μάλλον άγνωστο ημερολόγιό τους, οι τύποι από τη Rennes, την σπουδαία ιστορικά πρωτεύουσα της Βρετάνης, μας προσφέρουν το τρίτο τους άλμπουμ με τον περίεργο τίτλο “Medium”.

Το τετραμελές γκρουπ, που οδηγείται από τη φωνή του Pierre Junod και την κιθάρα του Simon Saint-Georges, στηρίζεται ισχυρά στο υπόβαθρο του μπασίστα Thomas Courtin και του ντράμερ Gabriel Junod. Παραδόξως, ο χαρακτηρισμός “progressive” μοιάζει σήμερα να περιορίζει και να αδικεί το ελεύθερο πνεύμα των Mantra, που απέχουν σημαντικά από επίμονα, ντελιριακά τεχνάσματα δεξιότητας. Με ένα έντονο πνευματικό υπόβαθρο που καθοδηγεί την συνθετική κατεύθυνση, με σημαία την ατμόσφαιρα που σταδιακά σε ρουφά μέσα της, με σαμανικά, σχεδόν μεταφυσικά concept άλμπουμ, επιχειρούν να μεταδώσουν μια οπτικοακουστική αίσθηση. Δεν είναι τυχαίο πως σε ζωντανές εμφανίσεις έχουν συμπεριλάβει και παραστάσεις σύγχρονου χορού.

Το “Medium” γεννήθηκε από τη διερεύνηση της δυαδικότητας σώματος-μυαλού. Αιώνιες ερωτήσεις για τη σχέση και την εξάρτηση του ενός από το άλλο και τι τελικά συμβαίνει όταν πεθαίνουμε, έστρωσαν το κατάλληλο χαλί για τη συνθετική διαδρομή του δίσκου.

Το άλμπουμ είναι χωρισμένο σε τρία μέρη που έχουν ακριβώς την ίδια διάρκεια, 17 λεπτά και 6 δευτερόλεπτα. Τα δυο πρώτα μέρη, τα “Body” και “Mind”, είναι αυτόνομες μουσικές ενότητες. Παρά τη μακριά, φαινομενικά, διάρκεια τα δυο τραγούδια κυλούν με την περιγραφική τους ευκολία και μας ωθούν σε ένα εσωτερικό ταξίδι αναζήτησης και αγωνίας. Η μουσική αγκαλιάζει ένα μεγάλο φάσμα, έχει σημαντικές διαφοροποιήσεις και μεταπτώσεις που δεν στερούν όμως τη συνοχή της. Με μια παλέτα από το ψυχεδελικό rock, ως το post metal ή το μοντέρνο prog metal, και εντυπώσεις που θα φέρουν πιθανά στο μυαλό σου ονόματα όπως οι Gojira, Mastodon, Isis, Tool αλλά και πρώιμους Floyd, οι Γάλλοι μοιάζει να ξέρουν πως θα τσιμπήσουν τις δοσολογίες των επιρροών τους και να διατηρήσουν παράλληλα τον δικό τους χαρακτήρα.

Το ταξίδι καταφέρνει μαεστρικά να σε κλειδώσει μέσα σε μια διαρκή εντύπωση μεταφυσικής αγωνίας και έντασης που συχνά εκτονώνεται σε μινιμαλιστικά, έρημα ηχοτοπία ευγενικών αντηχήσεων αυτού του πνευματισμού που διατρέχει όλο το έργο. Οι δεξιότητες των μουσικών παραμένουν υπάκουες στις συντεταγμένες της διαδρομής, όπως και η φωνή που υποβάλλει, υπνωτίζει, υποδηλώνει, εκρήγνυται, συμπληρώνοντας τις περιγραφές των δυο τραγουδιών.

Η ιδιαίτερα ξεχωριστή κατάληξη του άλμπουμ είναι πως το “Medium” είναι ουσιαστικά η σύμπραξη, ή ένωση των δυο προηγούμενων τραγουδιών, που υπάρχουν ταυτόχρονα γεννώντας ένα άλλο track με την ίδια ακριβώς διάρκεια. Έχοντας από την αρχή στο μυαλό τους αυτή την εξέλιξη, οι μουσικοί έχουν φροντίσει να κάνουν τους τόνους, τα πολυρυθμικά μέρη, τις εξελίξεις, συμβατές σε αυτή την επιλογή. Το τραγούδι “Medium” είναι τελικά η συνύπαρξη σώματος και μυαλού σε αυτό το παράξενο ταξίδι από τη γέννηση ως το θάνατο, και πέρα από αυτόν.

Οι Γάλλοι, εκθέτοντας την τρίτη τους δισκογραφική απόπειρα σε αυτό το εγχείρημα, ξεχωρίζουν άλλη μια φορά από το πλήθος, δίνοντας στην προοδευτική τους αντίληψη μια διαφορετική μουσική προσέγγιση και λειτουργία. Σε μια εποχή που οι καλλιτέχνες επιζητούν την άμεση προσέγγιση, οι τελετουργικοί Mantra, πέρα από τη δύναμη των συγκινήσεων που μπορούν να δώσουν με τη μουσική τους, κερδίζουν και τον σεβασμό της εσωτερικότητας και του πνευματισμού τους.

MANTRA – MEDIUM

842
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…