VOYAGER: “Colours In The Sun”

Στις αίθουσες των δικαστηρίων του Perth, στη δυτική Αυστραλία, δεν υπάρχει πιθανότητα να δικάσουν την πρόθεση της μουσικής διασκέδασης με συγκερασμό ετερόκλητων στοιχείων. Υπάρχει ένας μόνιμος φύλακας της άποψης πως μπορεί να είσαι αθεράπευτα pop παλιομοδίτης και μοντέρνα δυναμικός progster του metal ταυτόχρονα. O Daniel Estrin θα έβγαζε τον λόγο της ζωής του να το υπερασπιστεί, αφού μόλις ξεφορτώνεται τα κοστούμια της δικηγορίας, αναλαμβάνει το μικρόφωνο αλλά και τα πλήκτρα των Voyager.

Οι Αυστραλοί πάντα σχημάτιζαν μια ηχητική γέφυρα με ισχυρά θεμέλια, να γεφυρώσουν αποστάσεις ανάμεσα σε ήχους και ιδιώματα που φαινομενικά δεν θα μπορούσαν ποτέ να κάνουν παρέα. Είκοσι χρόνια μετά και επτά πια άλμπουμ αργότερα, η συγκυρία τους βρίσκει με την ίδια σύνθεση για τρίτο συνεχόμενο δίσκο.

Η σταθερότητα των συντελεστών από το άλμπουμ “V” και μετά φαίνεται και στην στιβαρά παγιωμένη τακτική στην έκφραση και σύνθεση που απλά μορφοποιείται με περισσότερη ακρίβεια, ευελιξία και με επιμονή στις λεπτομέρειες του ήχου. Κάποια στιγμή, μια μουσικοκριτικός από τη Μελβούρνη τους χαρακτήρισε σαν τους “INXS του djent”, και δεν θα βρεθούν πολλοί να την αδικήσουν. Δεν είναι πια μυστικό οι ισχυροί φιλικοί δεσμοί των Αυστραλών με το βαρύ πυροβολικό του τελευταίου ευρωπαϊκού prog κύματος, τους Leprous και τους TesseracT. Με απόλυτο σεβασμό στη δική τους μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία στο “V” βρήκαν τον ήχο τους, ακούμε τη νέα επικύρωση αυτής της ισορροπίας ανάμεσα στο παλιό και το νέο, στο εθιστικό “Colours In The Sun”.

Δεν είναι έκπληξη να συναντήσεις τις γνώριμες πολυτέλειες των Αυστραλών να μεταφέρουν τα δέκα ολόφρεσκα τραγούδια τους σε ένα αφοπλιστικό εκτελεστικό επίπεδο. Όσοι έχουν ήδη κοιτάξει κάτω από την προσφιλή ηχητική επιδερμίδα τους ξέρουν πως παράλληλα με όλες αυτές τις δελεαστικές μελωδίες των σειρήνων που οδηγούν τα τραγούδια τους, υπάρχει συναρπαστική δουλειά στους σκελετούς τους. Ο μπασίστας Alex Canion με τον ντράμερ Ashley Doodkorte δαμάζουν με κλειστά μάτια τα τερτίπια τους μέσα στην απόλυτη πειθαρχία των ρυθμών και δεν χάνουν τον έλεγχο ακόμα και στα οργισμένα ξεσπάσματα του “Reconnected”. Η εξαιρετική Simone Dow που επενδύει τις κιθάρες μαζί με τον Scott Kay, έχει επιβάλλει στο ύφος των ριφ την ικανότητα της άμεσης υπενθύμισης «αυτό είναι δικό μας». Παράλληλα τα lead μας κακομαθαίνουν με θέματα που χαϊδεύουν πανούργα τη μνήμη.

Ο δικηγόρος με το μαγικό μικρόφωνο παραμένει η επικύρωση του μουσικού πειράματος των Voyager. Τελειοποιώντας σταδιακά το ιδιαίτερο προσωπικό του ύφος που χρησιμοποιεί τους χρόνους, τις συλλαβές και τις δυνάμεις των μελωδιών για να σε παγιδέψει σε διαδοχικούς ηχητικούς εθισμούς, έχει για μια φορά ακόμα να παρατάξει μια πλούσια σειρά από εν δυνάμει singles σε ένα ιδιότροπο ραδιόφωνο της φαντασίας.

Το αποτέλεσμα της πρόσθεσης όλων αυτών δείχνει το ίδιο με τους ήχους που ακούς παράλληλα. Οι Voyager συνεχίζουν να γίνονται όλο και καλύτεροι, ακόμα κι αν οι αποστάσεις και αποκλίσεις ανάμεσα στα άλμπουμ τους έχουν μικρύνει. Με νέο καταφύγιο πια την συνήθως ακραίων επιλογών “Season Of Mist”, έχουν μπροστά τους τη μεγάλη ευκαιρία να εξαργυρώσουν ένα μέρος της ικανότητας αποπλάνησης που έχουν.

Με τα retro-keys σε φουλ φόρμα, να διακόπτονται συχνά από επιβλητικούς αλλά και συμφιλιωτικούς djent κιθαριστικούς ρυθμούς, οι Αυστραλοί επιμένουν να τυλίγουν την περίτεχνη δύναμή τους με αυτό τον νεοκυματικό ρομαντισμό που μοιάζει να φυσά από περασμένες εποχές. Κάποια εκπληκτικά singles θα ζητήσουν επανάληψη από την πρώτη στιγμή, όπως η έναρξη του “Colours” ή το πρώτο βίντεο “Brightstar” που φρόντισε να μας προϊδεάσει από τον Μάρτιο. Οι καλοί φίλοι είναι πάντα ευπρόσδεκτοι και το “Entropy” έχει το προνόμιο να ενισχύει τη φωνητική του αξία με την παρουσία του Einar Solberg των Leprous.

Τα χρώματα αλλάζουν ευγενικά μέσα στο περίεργο σκοτάδι του “Severomance”, που απλώνεται από την mid tempo αφετηρία του ακουμπώντας συχνά μια ηχητική οργή και ένταση, το “Saccharine Dream” είναι πολύπλοκο και ντελικάτο μαζί, ένα από τα πιο περιεκτικά τραγούδια του άλμπουμ με αρκετούς ενδιαφέροντες ήχους.

Χωρίς έκπτωση στην αξία ακόμα και στο σύντομο αλλά κομψό “Now Or Never” και οδηγώντας διαρκώς χωρίς απόκλιση στη διαδρομή της μελωδικής αξιοπρέπειας, φροντίζουν να μας αφήσουν με μια ισχυρή τελευταία εντύπωση. Το “Runaway” αρχίζει με ένα ηλεκτρονικό νοσταλγικό επίχρισμα, ενισχύεται σταδιακά με κορυφαίες μελωδίες που συντηρούν αυτό το γλυκόπικρο νοσταλγικό αίσθημα και διατρέχεται όμορφα από ένα ξεχωριστό πέρασμα στα πλήκτρα μέχρι να κλείσει τον κύκλο του με τον ίδιο τρόπο, ένα απαστράπτον παράδειγμα της ιδιαίτερης συνταγής των Voyager.

Με την ηχητική απεικόνιση της πολυποίκιλης ομορφιάς της χώρας τους μέσα από το προσωπικό ταξίδι του νέου άλμπουμ, οι Voyager επιχειρούν να ξεπεράσουν τις μονώσεις διαφορετικών ακροατών σε όλο τον πλανήτη. Με έναν τολμηρό αλλά λειτουργικό συνδυασμό που τους κάνει μοναδικούς, μια δελεαστική ισορροπία μελωδίας και τεχνικής και πολλά χρώματα μαζί τους, ελπίζουν να μην αδικηθούν για μια φορά ακόμα από την τυπική, δειλή ακουστική αχρωματοψία.

Voyager – Brightstar

525
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…