Οι Glyder για όσους ασχολούνται με τον κλασικό hard rock ήχο, αποτελούν ίσως την πιο δραστήρια Ιρλανδική μπάντα τη στιγμή που μιλάμε. Αυτή τη φορά επιστρέφουν με τη νέα τους δουλειά, έχοντας 3 αλλαγές μελών στο lineup τους και με περισσότερη διάθεση για ένα album που οι ίδιοι -αλλά και πολλοί άλλοι ένθεν κακείθεν- χαρακτηρίζουν ως την καλύτερή τους δουλειά μέχρι σήμερα.
Το “Backroads To Byzantium” (πολύ θριαμβευτικά ελληνοπρεπές δεν ακούγεται αλήθεια;) είναι το τέταρτο πόνημα του γκρουπ, που αυτή τη φορά έρχεται να συνδυάσει τον κλασικό rock ήχο των τελών της δεκαετίας 70 και αυτόν των αρχών 80, με μια γερή δόση Αμερικανικής rock ‘n’ roll αισθητικής που, το δίχως άλλο, αναδύει μια παλιομοδίτικη και ειλικρινή διάθεση στον ακροατή. Είναι ωραίο να βλέπεις το νέο αίμα να επιστρέφει σε πιο classic rock μουσικές φόρμες.
Ο νέος τραγουδιστής, Jackie Robinson, έχει αρκετό ταλέντο ενώ η χροιά του αποτελεί ένα κράμα Phil Mogg και Paul Rodgers χρωματίζοντας κατάλληλα το υλικό της μπάντας, που σαφώς γλυκοκοιτάζει πρoς αυτή τη μουσική κατεύθυνση. Αυτή δεν είναι άλλη, από μια “συνάντηση” του κλασικού ήχου των UFO και των Judas Priest με τον αντίστοιχο των Blue Oyster Cult ή των REO Speedwagon. Προσθέστε και μπόλικους Riverdogs και έχετε τη μουσική σφραγίδα των νεαρών Ιρλανδών. Οι κιθάρες είναι ατόφιες και “ακατέργαστες” και το παίξιμο και η προσωπικότητα των κομματιών χαρακτηρίζεται από μια –ας μου επιτραπεί- “αλήτικη” rock διάθεση. Μέχρι εδώ καλά, το album όμως υστερεί αρκετά στον τομέα της παραγωγής και αυτό εξηγείται εν πολλοίς. Οι ηχογραφήσεις στο μεγαλύτερο μέρος τους έγιναν σε home studios αλλά το βασικότερο είναι ότι τα φωνητικά γράφονταν εξ’ αποστάσεως μια και ο τραγουδιστής ζει μακριά από την υπόλοιπη μπάντα. Έτσι, το album ολοκληρώθηκε σε κομμάτια, μιξαρίστηκε στην Κοπεγχάγη ενώ το mastering του έγινε στη Γερμανία. Ως εκ τούτου, εύκολα παρατηρεί κανείς μια ανομοιογένεια μεταξύ των κομματιών ενώ και αυτές, οι κατ’ ομολογία “ποιοτικότερες” συνθέσεις του δίσκου, σε πολλά σημεία χωλαίνουν και δεν αναδεικνύονται όπως θα έπρεπε. Ξεχωρίζουν το δυναμικό “Long Gone”, το πολύ καλό “Fade To Dust”, το πανέμορφο AOR-ίζον “Something She Knows” (προσωπικό highlight) και το ακουστικό “Motions Of Time” όπου ο Robinson ξεδιπλώνει τις φωνητικές του αρετές. Αν μη τι άλλο, αναδεικνύεται σε γερό χαρτί για τους Glyder.
Τα σχεδόν 39 λεπτά του δίσκου κυλούν στο σύνολό τους ευχάριστα και η τελική γεύση του “Backroads To Byzantium” δεν είναι σε καμία περίπτωση άσχημη, πόσο μάλλον πικρή. Το ότι δεν είναι άσχημη όμως, δε σημαίνει πως είναι και ικανοποιητικά καλή ή τέλος πάντων, αρκετή για να παροτρύνει κάποιον να επενδύσει στο νέο album των Glyder. Αναντίρρητα, η μπύρα ή ό, τι άλλο πίνει κανείς, κατεβαίνει εύκολα με την παρούσα συλλογή κομματιών και υπάρχουν πολλά σημεία για άφθονο “ροκάρισμα” καθώς και άλλα πιο “εκποπισμένα” και μελωδικά. Προσωπικά, πιστεύω, πως το καλύτερο θα ήταν να τους ακούσει ο κάθε ενδιαφερόμενος και να κρίνει ο ίδιος αν το πακέτο που προσφέρουν αυτοί οι Ιρλανδοί ταιριάζει να προστεθεί στη δισκοθήκη του. Δυστυχώς, εγώ τουλάχιστον, εισπράττω έναν ερασιτεχνισμό με την κακή έννοια του όρου. Άλλωστε, υπάρχουν και στη χώρα μας “hardworking” μπάντες γεμάτες όρεξη, με περισσό ταλέντο αλλά και πενιχρό budget για να στηρίξει κανείς και να δώσει μια ευκαιρία…
Be the first to comment