Όταν έξι καταρτισμένοι Βοστωνέζοι απόφοιτοι του Berklee επιβιώνουν, ενώ το βαν της περιοδείας γλιστρά και ανατρέπεται στον παγωμένο δρόμο για το Denver, έχουν το δικαίωμα να δουν την αξία της ζωής και της μουσικής τους όπως θέλουν. Αν προσθέσεις σε αυτό το σημάδι κακοδαιμονίας, έναν σπασμένο αστράγαλο του σπουδαίου τους ντράμερ, Gavin Wallace Ailsworth, που είχε προηγηθεί του ατυχήματος και τον κράτησε μακριά για 4 μήνες, η περίοδος πριν το τελευταίο, πέμπτο άλμπουμ των Bent Knee σήκωνε λαγοπόδαρα και αρμαθιές από σκόρδα στο ντεκόρ του στούντιο.
Βέβαια, οι Βοστωνέζοι έχουν ήδη δείξει, στα δέκα χρόνια της πλήρους δράσης στη δισκογραφία και το σανίδι, πως δεν πτοούνται εύκολα, ακόμα κι αν εκτός από αυτά είχαν να αντιμετωπίσουν και τον ίδιο τους τον εαυτό, καθώς το άλμπουμ “Land Animal” του 2017 είχε ήδη ανεβάσει τις απαιτήσεις στον ουρανό.
Ποιοι είναι όμως οι Bent Knee, θα αναρωτηθεί πιθανά ο ακροατής που δεν είχε ως τώρα επαφή με τη μουσική τους. Όσο εύλογη είναι η ερώτηση τόσο πιο δύσκολη είναι η απάντηση. Όσοι, ορμώμενοι από την ιδιότητα των αποφοίτων του Berklee, φαντάζονται ασύλληπτους παιχταράδες που προσπαθούν να στριμώξουν τους εγωισμούς τους στην τραγουδοποιία τους, απέχουν σημαντικά από την ευεργετική για τη σύγχρονη μουσική σκηνή, πραγματικότητά τους. Η διαφορετική, λοιπόν, αλήθεια είναι πως ο μεγάλος δεσμός που ενώνει τους έξι μουσικούς είναι η υπερβατική διάθεση. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η μεγάλη δυσκολία να τους περιγράψεις με ακρίβεια.
Αν δεχτούμε πως η βάση τους είναι ένα μοντέρνο, επίκαιρο art rock με δεδομένες ιδιαιτερότητες στον ήχο και τις διαθέσεις, οι συνθετικές τους απόπειρες κατακλύζονται από παρεμβάσεις πλήθους ιδιωμάτων, από metal, εναλλακτικό rock, pop, noise, grunge μέχρι και electronica. Όσο κι αν τρομάζει πιθανά η περιγραφή, το σχεδόν ταχυδακτυλουργικό φίλτρο του γκρουπ μεταφράζει αυτό το πλήθος επιλογών σε μερικά από τα πιο προκλητικά αλλά και δελεαστικά ταυτόχρονα τραγούδια που θα έχεις την τύχη να ακούσεις σήμερα.
Απίθανες μεταστροφές και ακολουθίες ρυθμών αφήνουν να αποκαλυφθούν ψήγματα των μουσικών σπουδών που όμως έχουν υποταχθεί οριστικά στο όραμα της σύνθεσης. Τα τραγούδια, μέσα από την ελαστικότητα της αβίαστης έκφρασης που συνοδεύεται από μια απίστευτα λεπτομερή δουλειά στον ήχο, επιβάλλουν τις διαθέσεις τους με μια περίεργα προσιτή ευκολία. Το βαρύ πυροβολικό σε όλα τα πράγματα και θαύματα που συμβαίνουν μέσα στα 52 λεπτά του “You Know What They Mean”, είναι ολοφάνερα η εκπληκτική Courtney Swain. Αν είναι πολυτέλεια σήμερα να έχεις σχηματίσει ομάδα από έξι πειθαρχημένους βιρτουόζους, μέσα στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ένας σπουδαίος αντικομφορμιστής βιολιστής, ο Chris Baum, πώς να προσδιορίσεις τη συγκυρία να έχεις την Courtney πίσω από το μικρόφωνο;
Αν οι Bent Knee σου δίνουν τον χώρο και την άδεια να μπορείς να γράψεις για τρυφερό θόρυβο, ρυθμικές ευαισθησίες, απολογητικές εκρήξεις κι ένα σωρό άλλα μπιχλιμπίδια, τα περισσότερα οφείλονται στο γεγονός πως τα χίλια πρόσωπα της γυναικείας φύσης περνούν μέσα από το προικισμένο λαρύγγι της κυρίας Swain. Πετώντας πάνω από αυτή την ασύγκριτα πολυσυλλεκτική διαδοχή τραγουδιών, η Courtney έχει σπρώξει τις εντυπώσεις, τις διαθέσεις και τα συναισθήματα σε μοναδικές γωνίες εμπειρίας, σα να μην υπάρχει αύριο. Προσπαθώντας να χαρακτηρίσεις τις στιγμιαίες εντυπώσεις που μοιράζει η απεριόριστα καταπληκτική φωνή της, πιάνεις τον εαυτό σου να απλώνει τις μνήμες του από εμβληματικές soul ερμηνεύτριες και εξεζητημένες alt rock περσόνες, μέχρι εξωτικές κυρίες της 4AD ή σύγχρονες μοναδικές φωνές της metal σκηνής, όπως η Agnete M. Kirkevaag.
Ο συνολικός ρόλος της Courtney ολοκληρώνεται, πέρα από τη σύμπραξη στη σύνθεση, με την αποκλειστική ευθύνη των keyboards στο άλμπουμ. Με έντονη δράση και σε ατομικό επίπεδο, κυκλοφόρησε πριν το καλοκαίρι το πρόσφατο προσωπικό της άλμπουμ, με τίτλο “Between Blood and Ocean”. Αυτό δεν την εμπόδισε να δώσει και την ψυχή της στην απόπειρα των έξι να χτίσουν ενωμένοι τα νέα τους τραγούδια με δουλειά στο στούντιο, χωρίς την παραμικρή εξωτερική συνεισφορά. Άλλωστε και ο τίτλος υπονοεί την ιδιαίτερη σημασία του για τους ίδιους.
Με σύντομους ήχους οικειότητας από συνομιλίες, δοκιμές και ρυθμίσεις στο στούντιο που ανοίγουν το άλμπουμ (“Lansing”), ή παρεμβάλλονται στη ροή (“Lovell”), μας ανοίγουν την πόρτα τους και η αναβαθμισμένη σημασία της κιθάρας τονίζεται εμφατικά από το επιβλητικά βαρύ “Bone Rage”. Από την άμεσα πιο ντελικάτη παλέτα του “Give Us The Gold”, ανοίγει ο ορίζοντας και η εντύπωση της περιπέτειας. Οι σελίδες του άλμπουμ γυρίζουν γεμάτες με φρέσκιες προτάσεις συναρπαστικής μουσικής που οργίζεται, πονά, πληγώνει, αναζητεί αλλά παράλληλα χτίζει και μια καθαρτήρια ευδαιμονία. Η δύναμη της αληθινής τέχνης κρατά μέχρι τον τελευταίο ήχο, χωρίς κενό αδιαφορίας αλλά αντίθετα με τη βεβαιότητα πως αυτό το φίλτρο τους είναι ικανό να προσελκύσει τόσες διαφορετικές ομάδες ακροατών με την ίδια ισχυρή επίδραση.
Σε αυτά τα πλούσια 52 λεπτά χωρίς αδυναμίες και τέλματα, υπάρχουν οι παγίδες για όλες τις ιδιοσυγκρασίες, αλλά σίγουρα δύσκολα δεν θα επιστρέψει κανείς σε ηχητικές εξαρτήσεις σαν τα “Hold Me In”, “Catch Light”, και “Golden Hour”.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα όμως είναι η τελική αίσθηση μιας παράξενης ευχαρίστησης μέσα από τα κύματα των εφήμερων εκφραστικών διαδρομών. Είναι πιθανά αυτό που είχε πει η μπασίστρια Jessica Kion:
Αυτό που εγώ θεωρώ σημαντικό είναι να μην θυμίζουμε την κατάσταση της χώρας μας ή του κόσμου, άλλα όλα όσα αγαπάμε. Όταν εκλέχτηκε ο Τραμπ σκέφτηκα, «πως κάνεις τέχνη γι’ αυτό;», όμως τελικά το πιο σημαντικό είναι να κάνεις τους ανθρώπους να νιώθουν και πάλι καλά.
BENT KNEE – Hold Me In