Κάποιες φορές οι προσπάθειές μας να αρθρώσουμε λόγο αυθεντικό και στεντόρειο αποδεικνύονται φρούδες. Όχι όμως και τώρα. Από τον έξω ακουστικό μου πόρο μέχρι τους κροταφικούς μου λοβούς, το δέκατο τρίτο δημιούργημα των Σουηδών παλαβιάρηδων, του πνευματικού τέκνου του Mikael Åkerfeldt, διέρχεται ως η πιο ολοκληρωμένη δουλειά που έχει προσφέρει μετά το εξαιρετικά αγαπημένο μου -και παρεξηγημένο τω πολλώ- “Heritage” του 2011.
Όντας ένθερμος ακροατής των Opeth για σχεδόν μία δεκαετία, μετά από την απόλαυση του μεγαλύτερου μέρους της δισκογραφίας τους όλα αυτά τα χρόνια, επιτέλους συνειδητοποίησα το λόγο για τον οποίο πραγματικά κατέχουν υψηλό σημείο στην εκτίμησή μου (αν και μάλλον δεν έχει σημασία, καθώς εκείνοι θα συνεχίσουν να κάνουν ό,τι τους κατέβει εσαεί). Δεν είναι άλλος από τα απερίγραπτα leads και τα φρενήρη αυτοσχεδιαστικά σημεία. Τα οποία, ωστόσο δε θα μπορούσαν να αναδειχθούν χωρίς την επιμελή και μεθοδική σύνθεση των μερών που αποτελούν τη ρευστή ραχοκοκαλιά των πονημάτων τους.
Το In Cauda Venenum μου τράβηξε την προσοχή από την πρώτη έκθεσή μου στην ουσία του, η οποία σίγουρα χρειάζεται αλλεπάλληλες ακροάσεις για να εκτιμηθεί στην πλήρη έκτασή της. Διαβάζει με μαεστρία όλες τις τρέχουσες τάσεις στον ηχητικό χώρο που εδράζεται και τις δαμάζει, συνονθυλεύοντάς τες με τέτοια φινέτσα που θυμίζει το πιο μεταξένιο άγγιγμα που δύναται κανείς να βιώσει, καθώς διακορεύει με διαύγεια τα επίπεδα της συνείδησης του. Αξιοσημείωτα είναι τα πρελούδια που συνεοδεύουν μεγάλο μέρος των κομματιών του άλμπομυ, με το spoken word να κρατά μια ανατριχιαστική ατμόσφαιρα. Άλλοτε θελκτικά ρομαντικό και παλαιάς κοπής, ενίοτε νεωτεριστικό και παροξυσμικό, δεν υπάρχει στιγμή κατά την οποία αισθάνθηκα έστω και την ελάχιστη δυσφορία. Με τη συνδυαστική εμπειρία και γνώση που αποκτήθηκε από τα προηγούμενα “Pale Communion” και “Sorceress”, οι φίλτατοι progsters από τη Στοκχόλμη απογυμνώνονται τα εξώφθαλμα στοιχεία των εμπνεύσεών τους τα οποία επισκίαζαν το τελικό αποτέλεσμα στα προαναφερθέντα LPs.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ελαφρώς δε υποδορίως συνειρμικό, όταν έμαθα πώς το άλμπουμ θα κυκλοφορήσει σε δύο εκδόσεις (μία με Αγγλικό και μία με Σουηδικό στίχο), διαιασθάνθηκα πώς στο τελικό αποτέλεσμα θα υπάρχει το στοιχείο της επικής rock ατμόσφαιρας των Deep Purple. Χωρίς να χρωματίζει απροκάλυπτα τη θεματική του, κάνει την εμφάνισή του στα σημεία όπου τα πλήκτρα κυριολεκτικά οργιάζουν (θερμά συγχαρητήρια στο Joakim Svalberg).
Η πρώτη λέξη που ήρθε στο μυαλό μου όταν άκουσα τις πρώτες νότες της κιθάρας του “Dignity” (αλλιώς “Svekets Prins”); «Στιβαρό». ‘Εχω να νοιώσω έτσι για τη μουσική των Opeth από το ανυπέρβλητα εγκεφαλικό “Watershed” άλμπουμ τους.
Ουσιαστικά μιλάμε για επιστροφή της συνθετικής αιχμής η οποία εν τέλει δεν ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης του death metal στοιχείου, το οποίο μας αποχαιρέτησε πίσω στο 2008. Όποιος θυμάται τον κεραουνό εν αιθρία που ακούει στο όνομα “Damnation” σίγουρα μπορεί να αισθανθεί τη σημασία των παραπάνω γραμμών.
Στην πάνω από μίας ώρας διάρκεια του άλμπουμ, όσο η πορεία του ακροατή φτάνει προς το τέλος έρχεται η συνειδητοποίηση του πραγματικού συναισθηματικού βάθους που διέπει αυτό το αραβούργημα, το οποίο στέκεται με διαχρονική ανάσα, ως να ήταν πάντα εκεί και απλά να περίμενε να το ανακαλύψουμε –αυτό το στοιχείο εντείνεται ακόμη περισσότερο από τα εικαστικά που σκαρφίστηκε ο συχνός συνεργάτης του συγκροτήματος, Travis Smith.
Η πολυσχιδεία του Axe(nrot) αποδεικνύει εδώ και σχεδόν δεκαπέντε χρόνια πως δε θα μπορούσε κανείς άλλος να αναλάβει την τεράστια ευθύνη των κρουστών του συγκροτήματος. Οι αρμονίες που τριγυρνούν στο κεφάλι του Åkerfeldt βρίσκουν το σπίτι τους στο μπάσο του Martín Méndez, ο οποίος είναι το σημαντικότερο μέρος της συνισταμένης που εξισορροπεί την τραχύτητα και την απαλότητα των συνθέσεων ιδανικά. Το δίδυμο Åkerfeldt /Åkesson συνομιλεί υπέροχα, με τις αυστηρά κιθαριστικές στιγμές να αποτελούν rockstar-ική όαση μέσα στην πηχτή ορμή των κάθε λογής πλήκτρων.
Ειδικής μνείας (και παραγράφου) χρήζουν τα φωνητικά του ιθύνοντος νου, ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη φωνητική του φόρμα μετά από πολύ καιρό. Ακούγεται απελευθερωμένος και πραγματικά σε μια θέση όπου απολαμβάνει τους καρπούς των προσπαθειών του, εν τη γεννέσει τους (τα μιμίδια για τα growls με αφήνουν παγερά αδιάφορο, μπορεί και όχι, προχωράμε). Η επιλογή του να βγάλει μπροστά μαζί με τα Αγγλικά και τα Σουηδικά κρίνεται απόλυτα επιτυχής, αφού η εκφορά των στίχων δεν αλλάζει δραματικά, ωστόσο δένει καλύτερα με τα εισαγωγικά μέρη, δίνοντας την εντύπωση πως μας κάνουν τη χάρη κυκλοφορόντας και την πιο «διεθνή» άποψή του.
Φτάνοντας στο κλείσιμο της χρονιάς, οι Opeth μας σερβίρουν μετά περισσής ανέσεως και αυτοπεποιθήσεως ένα πραγματικά ολοκληρωμένο άλμπουμ, αποτέλεσμα αρκετά σπάνιο σε μια εποχής γενικευμένης έκπτωσης, όπου η εξοικονόμηση χρόνου έχει τεθεί ως απόλυτη αξία για την απομύζηση μέχρι και της τελευταίας ικμάδας airplay. Προσωπικά το θεωρώ ύψιστο στιγμιότυπο στην μετά-death εποχή τους και ισχυρό υποψήφιο για άλμπουμ της χρονιάς (aoty ρε /mucore-άδες).