RAY ALDER: “What the Water Wants”


Για να είμαι ειλικρινής, περίμενα να συμβεί πολύ νωρίτερα. Με τις αρμοδιότητες του Alder να αυξάνονται σταδιακά στην 30ετή πορεία του στο πλευρό του Jim Matheos, εκείνη η παρατεταμένη ανάπαυλα των εννιά χρόνων, μετά το “FWX” του 2004, ήταν η ιδανική ευκαιρία για τον ίδιο να δοκιμάσει τις αντοχές της μοναχικής πορείας. Υπήρχε βέβαια το καταφύγιο των Redemption, που τον κράτησε ζεστό για έξι άλμπουμ και περίπου δέκα χρόνια.

Τώρα όμως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, και σχεδόν 17 χρόνια μετά το “Superholic”, το δεύτερο και τελευταίο άλμπουμ των Engine, ο Alder έχει βρει το σθένος να εκτεθεί ολομόναχος και να απελευθερώσει τη δική του συνθετική φλέβα.

Ο ίδιος χαρακτηρίζει το άλμπουμ σαν «οικογενειακή υπόθεση», και δεν έχει άδικο. Οι συνεργάτες του στην απόπειρα αυτή προέρχονται αποκλειστικά από το κοντινό του περιβάλλον. Ζώντας τα τελευταία τρία χρόνια στην Ισπανία, ο Alder γνωρίστηκε κάποια στιγμή με τον κιθαρίστα των Lords Of Black, Tony Hernando, και βρέθηκαν να δουλεύουν μαζί κάποια τραγούδια που ουσιαστικά προορίζονταν για το άλμπουμ.

Ο δεύτερος συνεργάτης βρέθηκε στο πρόσωπο του νεαρού κιθαρίστα Mike Abdow που συνοδεύει τα τελευταία χρόνια τους Fates Warning στις ζωντανές τους εμφανίσεις. Με τον Hernando να έχει εξαιρετικά απαιτητικό πρόγραμμα με τους LoB, ο Abdow τελικά συνέγραψε επτά από τα δέκα τραγούδια του άλμπουμ. Οι δυο κιθαρίστες πρόσθεσαν τελικά και τα μέρη του μπάσου στα αντίστοιχα τραγούδια τους, ενώ τα τύμπανα ηχογράφησε στην California, ο φίλος του Alder, Craig Anderson (Ignite, Crescent Shield). Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με μια σύμπραξη μουσικών από απόσταση, μια κατάσταση όμως αρκετά γνώριμη για τον ίδιο τον Alder.

Έχοντας αναλάβει και την παραγωγή, ο Τεξανός τραγουδιστής εμπιστεύτηκε την τελική μίξη στον πολυπράγμονα και πανταχού παρόντα Simone Mularoni (DGM, Rhapsody, Michael Romeo, Geoff Tate και άλλους), ενώ το artwork επιμελήθηκε η γυναίκα του Alder, Cecilia Garrido Stratta.

Σε ένα άλμπουμ που η ροή του είναι εξαιρετικά στρατηγική και μοιράζει σχεδόν ιδανικά τις διαθέσεις, οι διαφορές στην τακτική γραφής των δυο συνεργατών του παραμένουν διακριτές. Τα τρία τραγούδια του Hernando είναι πιο γεμάτα ηχητικά και σχεδόν στρωμένα με ριφ από την αρχή ως το φινάλε. Παράλληλα, δεν κρύβεται η αγάπη του για τους Fates Warning, καθώς οι δομές και τα θέματα στέκονται ανάμεσα στην περίοδο των “Parallels/Inside Out” και του “Theories Of Flight”. Τα “Shine”, “Beautiful Lie” και “Wait”, λοιπόν, διακρίνονται για την ευθύτητα, την διαδοχή χαρακτηριστικών ριφ, και τους μνημειώδεις Fates υπαινιγμούς, με το τελευταίο (“Wait”) να αποτελεί μια πρώτης τάξης επιλογή για single, κρύβοντας ένα υπέροχο ρεφρέν-παγίδα.

Ο Abdow από την άλλη, φαίνεται ξεκάθαρα πως, με τις ευλογίες του Alder, αφήνει περισσότερους χώρους στα τραγούδια, καταφεύγει συχνά σε ποικιλίες από ενδιαφέροντες συνοδευτικούς ήχους, έξυπνα εφέ, δημιουργώντας μοντέρνα ατμοσφαιρικές διαθέσεις και εντυπώσεις που κορυφώνονται και γεμίζουν στα ρεφρέν. Χαρακτηριστική είναι επίσης η επιμονή του να αφήνει τα θέματα του μπάσου να οδηγούν τα πιο ανοιχτά ηχητικά αποσπάσματα των τραγουδιών, και η συνεργασία με το ύφος του Anderson στα τύμπανα είναι υποδειγματική και περιπετειώδης. Και τα leads του νεαρού κιθαρίστα είναι εξεζητημένα και προσδίνουν χαρακτήρα στα τραγούδια.

Ο Alder από τη μεριά του συνεχίζει να ακούγεται ανανεωμένος όπως στο “Theories…” Έχοντας συμπληρώσει ένα υλικό που υποστηρίζει απόλυτα την προσαρμοσμένη του τακτική να ποντάρει στο συναίσθημα και να εκμεταλλεύεται έξυπνα τις περιοχές της φωνής του, κάνει μια αβίαστη κατάθεση ψυχής με πρωταγωνιστές τη μελωδία και την εκφραστικότητα. Με μια ιδανική αφετηρία τριών υπέροχων σερί τραγουδιών, όπως τα άμεσα αγαπημένα “Lost”, “Crown Of Thorns” και το περιπετειώδες “Some Days”, σε περικυκλώνει άμεσα με το χάρισμα να σε τραβά εύκολα μέσα στις ιστορίες του. Δέκα ιστορίες που συνδέονται με κάποιον τρόπο με το στοιχείο του νερού, χωρίς να υπήρχε αυτή η πρόθεση από την αρχή αλλά απλά επειδή συνέβη, κρύβουν τη δική τους δίνη στο “The Road”, με κρυστάλλινους μικρούς ήχους να έχουν φυτευτεί σποραδικά στην κορυφαία γραμμική διαδρομή της μελαγχολίας του.

Ο 52χρονος πια τραγουδιστής, βλέποντας το όνομά του πια στο εξώφυλλο ενός άλμπουμ, δεν θα μπορούσε να μας ωθήσει σε τίποτα λιγότερο, από το να κοιτάξουμε για άλλη μια φορά σε μια άγνωστη κατεύθυνση, εκεί που οι γλυκόπικρες μνήμες θολώνουν τις πραγματικές εικόνες. Πέρα από την αυτονόητη πραγματικότητα πως αυτό το άλμπουμ είναι μια απαραίτητη, απολαυστική και τόσο οικεία πρόταση για κάθε οπαδό των Fates Warning, έχουμε να κάνουμε με 51 λεπτά που χωράνε κάθε ακροατή με αγάπη στην ενδοσκοπική, προσωπική και μελωδικά δυναμική μουσική.

Κάλλιο αργά, παρά ποτέ!

RAY ALDER – What The Water Wanted (Lyric Video)

747
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…