Μια ευγενική ψυχή της ευρύτερης παγκόσμιας μουσικής κοινωνίας του hard rock και του metal, έφυγε την 18η Σεπτεμβρίου αθόρυβα και μοναχικά. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε το κουράγιο να καλέσει τους κοντινούς του ανθρώπους στο σπίτι του και να τους αποχαιρετήσει, συμφιλιωμένος πια με την προδιαγεγραμμένη πορεία ενός προχωρημένου σταδίου καρκίνου.
Παιδί του βιομηχανικού Birmingham, ο χαρισματικός Tony Mills, βρέθηκε μόλις στα 21 του χρόνια να κρατά με αξιοθαύμαστη αυτοπεποίθηση το μικρόφωνο για τους μελωδικούς hard rockers, “Shy”. Αμέσως μετά το ντεμπούτο τους με το “Once Bitten…Twice…”, ο Mills εγκατέλειψε οριστικά το make up στο στυλ του αγαπημένου του David Bowie.
Με αιχμή του δόρατος την εκπληκτική φωνή του, αλλά και την ικανότητα να προσφέρουν εθιστικές μελωδίες, οι Shy υπέγραψαν άμεσα με την RCA, και με το “Brave The Storm” , που ακολούθησε, γνώρισαν σχετική επιτυχία και περιόδευσαν με ονόματα όπως οι UFO, Bon Jovi, Gary Moore, Meat Loaf και Twisted Sister.
Η μεγαλύτερη ευκαιρία για τους Shy, αλλά και τον ίδιο τον Mills που άκουγε συνεχώς κολακευτικά σχόλια για τις φωνητικές του ικανότητες, παρομοιάζοντας το ύφος του με αυτό του Geoff Tate παρά το διαφορετικό μουσικό ύφος, φάνηκε να ανοίγεται μετά το “Excess All Areas” του 1987, που δυνάμωσε το όνομα του γκρουπ αισθητά, αλλά για έναν ανεξήγητο λόγο τους οδήγησε και στην πόρτα εξόδου από την RCA.
Shy – Excess All Areas [1987 full album]
Το “Misspent Youth” που διαδέχτηκε το “Excess…” κυκλοφόρησε το 1989, και ο Mills αποχώρησε από τους Shy το 1991.
Έχοντας χτίσει μια σημαντική υπόληψη σαν ερμηνευτής και μουσικός, βρίσκει άμεσα καταφύγιο σαν σόλο καλλιτέχνης στην MCA. Για τα επόμενα πέντε χρόνια της διαδρομής του, σχηματίζει τους “Siam”, ακολουθώντας μια διαδρομή διαφορετική σε μονοπάτια πιο κλασσικού μελωδικού metal με κάποια νεωτεριστικά στοιχεία και πιο σκεπτόμενο στιχουργικά, περιεχόμενο που άγγιζε θέματα κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτικά. Οι Siam κυκλοφορούν δυο άλμπουμ, το “The Language Of Menace” του 1994, και το “Prayer” του 1995, με το πρώτο να αποτελεί μια απαραίτητη επιλογή για τους ακροατές αυτού του είδους.
Ο Mills υπήρξε παράλληλα και ένας περιζήτητος session τραγουδιστής με πολλές συνεργασίες όπως οι Slade, Simon Harrison, Dave Saylor, ακόμα και τον Cozy Powell, ενώ συμμετείχε για έναν χρόνο σε μια tribute band στους Rush.
Οι Siam διαλύονται το 1996, και ο Mills επιστρέφει το 2000 στους Shy, και ηχογραφεί ξανά μαζί τους τα “Unfinished Business” του 2002, και “Sunset and Vine” του 2005. Παράλληλα, κυκλοφορεί και δυο σόλο άλμπουμ, τα “Cruiser” του 2002, και “Freeway To The Afterlife” του 2005.
Το 2006, μια μεγάλη πρόκληση χτυπά την πόρτα του, καθώς του γίνεται πρόταση να πάρει τη θέση του αποχωρήσαντα αμερικανού τραγουδιστή Tony Harnell από τους νορβηγούς μελωδικούς hard rockers TNT. Όσοι έχουν έστω και επιδερμική σχέση με τη μουσική των TNT, γνωρίζουν πόσο δύσκολη αποστολή είναι να διαδεχτείς έναν μοναδικό τραγουδιστή σαν τον Harnell. Ο Mills είναι σίγουρα από τους πολύ λίγους που θα μπορούσαν να αναλάβουν τον ρόλο αυτό, ακολουθώντας παράλληλα μια διάθεση απόκλισης και πειραματισμού του γκρουπ στο στούντιο, όσο και να υποστηρίξει με επιτυχία το κλασσικό υλικό στη σκηνή, όπου βρισκόταν και το μεγαλύτερο στοίχημα. Ηχογράφησε τρία άλμπουμ, τα “The New Territory” του 2007, “Atlantis” του 2008, και το πιο κοντινό στο παλιότερο ύφος τους, “A Farewell To Arms” του 2010. Παράλληλα, συνεργάστηκε και με το γκρουπ “Serpentine”για το άλμπουμ “A Touch Of Heaven” του 2010, που γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό από ανάλογο κοινό και μουσικοκριτικούς.
Serpentine : Whatever Heartache
Λίγο πριν δουλέψει μαζί τους για τον διάδοχό του, αντιμετωπίζει μια σοβαρή περιπέτεια υγείας με μια καρδιακή προσβολή που τον χτυπά ξαφνικά σε ένα αεροδρόμιο της Νορβηγίας: ο Mills, ενώ αναρρώνει, αντικαθίσταται στους Serpentine. Τον Αύγουστο του 2013, εγκαταλείπει τους TNT για να αφοσιωθεί στην προσωπική του καριέρα. Έχει κυκλοφορήσει συνολικά έξι προσωπικά άλμπουμ από το 2002 ως φέτος, όταν λίγο πριν το θάνατό του κυκλοφόρησε το κύκνειο άσμα του, με τον τίτλο “Beyond The Law”.
Σε μια καριέρα που περιλαμβάνει παράλληλα και αμέτρητες συνεργασίες, ακόμα και με ονόματα κολοσσούς όπως οι Cinderella, Dokken, Michael Bolton, ο Mills δεν ήταν σίγουρα από τους τυχερούς και προνομιούχους του χώρου, και η απήχηση της μουσικής του προσφοράς δεν είναι σε καμιά περίπτωση ανάλογη με την συνθετική και ερμηνευτική του αξία. Σχεδόν ειρωνικά, ακόμα και η διάγνωση του καρκίνου στο πάγκρεας ήρθε καθυστερημένα και δίχως περιθώρια μάχης με την αρρώστια.
Ο Mills πέρασε τον τελευταίο καιρό με την αξιοπρέπεια που τον διέκρινε σε όλη του τη διαδρομή, απολαμβάνοντας ανάμεσα στους πόνους και τη διανοητική σύγχυση, την αξία κάθε ξεχωριστής μέρας, προσπαθώντας να επισκευάσει την αγαπημένη του μηχανή, έχοντας την ελπίδα πως θα την καβαλήσει ξανά αυτό το φθινόπωρο. Το τελευταίο του βράδυ, ψιθύρισε στη γυναίκα του: «είχα μια καλή ζωή, είχα όντως μια ΚΑΛΗ ζωή, είμαι μόνο λίγο τσατισμένος για τη μηχανή…».
Siam – The Language of Menace