RISE TWAIN: “Rise Twain”

Όταν ο πολυμουσικός και παραγωγός Brett William Kull δούλεψε στην παραγωγή για την μπάντα του J. B. Beck, “The Scenic Route”εντυπωσιάστηκε αρχικά με την ποιότητα της φωνής του, και έπειτα διέκρινε μια προοπτική συμπόρευσης στη διαδικασία σύνθεσης μαζί του. Στην πραγματικότητα, μια προσωπική κρίση, που τον επηρέασε τα τελευταία χρόνια και στην παραγωγική του διαδικασία, βρήκε διέξοδο και τρόπο έκφρασης στην συνεργασία με τον Beck, που σκεπάστηκε τελικά κάτω από το όνομα “Rise Twain”.

Φαίνεται πως οι δυο καλλιτέχνες από τη Philadelphia, όντας σε μια ιδιαίτερη καμπή της καριέρας τους, διέγνωσαν ταυτόχρονα τη χημεία μεταξύ τους. Από τη μια ο Kull, ένας άνθρωπος ορχήστρα που παίζει σχεδόν τα πάντα αλλά ταυτόχρονα ένας θαμώνας της κονσόλας και του στούντιο, παραγωγός και μηχανικός ήχου, με μια τριβή στη μουσική σκηνή με τους Echolyn από τις αρχές των 90’s… Από την άλλη ο Beck, με μια χαρισματική φωνή, ένας ευαίσθητος πιανίστας που μοιάζει ακόμα και σε πιο rock φόρμες να εξουσιάζεται από τις επιδράσεις του σε κλασικές δουλειές και την ενασχόληση του με τη συγγραφή θεατρικών έργων. Δεν μπορεί εύκολα κανείς να κάνει πιο κολακευτικό κομπλιμέντο από τον παραλληλισμό της φωνής του με αυτή του Jeff Buckley, όπως έκανε άμεσα ο Kull με ενθουσιασμό.

Κοιτάζοντας κανείς το όνομα της “Inside Out” πίσω από την κυκλοφορία αυτή, ας έχει στο μυαλό του πως είναι μάλλον μια ασυνήθιστη επιλογή για το πεδίο της. Οι δυο μουσικοί έχουν συχνά μια πολυεπίπεδη  τακτική στους ιστούς των τραγουδιών, με εμβόλιμα στρώματα φωνητικών και πλούσιες ηχητικές λεπτομέρειες, αλλά η κατεύθυνση του άλμπουμ έχει μια πολύ δυνατή υφή κλασικού εναλλακτικού rock με ένα υπέροχο, ελαφρά παλιομοδίτικο, νοσταλγικό σεντόνι τυλιγμένο γύρω του ακόμα και στις πιο δυνατές στιγμές.

Δέκα τραγούδια με έναν δυνατό συνθετικό δεσμό μεταξύ τους, μας κρατούν αξιοθαύμαστα σε μια δεδομένη περιοχή εντυπώσεων. Με τη νοσταλγία και μια αξιοπρεπή θλίψη που συχνά κορυφώνεται σε μεγάλα, υπέροχα φωνητικά κρεσέντο, οι ιστορίες των Rise Twain έχουν για πρώτη κάρτα το συναίσθημα, την ψυχή και την έκφραση, και μετά τη μουσική σοφία και ηχητικό εμπλουτισμό δυο μουσικών που γνωρίζουν πολύ καλά να χτίζουν κλασικά τραγούδια. Ακολουθώντας την ίδια τη φύση του τραγουδιού, λειτουργούν οργανικά, οδηγώντας με λιτές κιθάρες, το στρατηγικό πιάνο του Beck, αλλά και λεπτές ενορχηστρώσεις απευθείας στην καρδιά του στόχου. Θέλοντας να κάνω έναν παραλληλισμό, αρκετές στιγμές το αποτέλεσμα μου έφερε στο μυαλό ηχητικά στιγμιότυπα των δυο Road Salt των Pain Of Salvation, χωρίς στριφνές προσθήκες στα θέματα και το παίξιμο, και φωνητικά που σπρώχνουν τον Gildenlow στην στοιχειωμένη απουσία του Buckley.

Σε ένα άλμπουμ που μοιάζει να συγκρούεται με το παρόν και τα κανάλια των σημερινών μουσικών ιδιωμάτων, μοιάζει ακόμα πιο δύσκολο και παρακινδυνευμένο να το προτείνεις στους αντίστοιχους ακροατές. Μπορεί να μοιάζει με ευχή, αλλά ίσως τελικά η κλασική δυναμική, αντοχή και γοητεία του, βρει το δρόμο μόνη της.

RISE TWAIN – Golden

634
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…