Τολμώντας την επανεκκίνηση.
Οι “Rising West” θα μπορούσαν να καμωθούν πως ήταν το μοναδικό πρωτοεμφανιζόμενο σχήμα που ξεπούλησε σε λίγες ώρες τα εισιτήρια των δυο εμφανίσεων στο Hard Rock Cafe’ του Seattle. Βέβαια, στην πραγματικότητα, το σχήμα που ανέβηκε στη σκηνή την Παρασκευή 8 Ιουνίου, και το Σάββατο 9, του 2012, ήταν τα τέσσερα μέλη των Queensrÿche, με τον νεοφερμένο Todd La Torre στο μικρόφωνο, αντί για τον Geoff Tate, που είχε ήδη οδηγήσει σε αδιέξοδο τη συνύπαρξή του μαζί τους.
Με την πρόφαση του “project”, οι πρώην bandmates του Tate, ουσιαστικά επανασυστήθηκαν στο κοινό τους με το -όχι τόσο- μυστικό όπλο του La Torre, που είχε ήδη εντυπωσιάσει στις ζωντανές εμφανίσεις του με τους Crimson Glory.
Το υπονοούμενο ήταν ξεκάθαρο, και η ανάλογη αφίσα προώθησης εστίαζε χαρακτηριστικά στις ζωντανές αποδόσεις τραγουδιών από τα πρώτα πέντε άλμπουμ του γκρουπ. Τελικά, οι Rising West, το όνομα των οποίων ήταν ουσιαστικά η πρώτη πρωτοβουλία αυτών των μελών μετά από αμέτρητα χρόνια, ( W-E-S-T: Wilton-Eddie-Scott-Todd, με το “RISING” να προστίθεται με πρόταση του Jackson), απέδωσαν ένα set αποτελούμενο από τραγούδια των EP, The Warning, Rage For Order, και Operation: Mindcrime, συν το “Wrathchild” των Iron Maiden, στέλνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα για τις προθέσεις τους.
15 χρόνια και έξι άλμπουμ αργότερα, μετά το “Promised Land”, οι Queensrÿche του 2012 δοκιμάζουν δειλά να επισκευάσουν τις γέφυρες με το παρελθόν. Όλα γίνονται με χειρουργική διακριτικότητα, σε ένα περιβάλλον φορτισμένο που θα μεταφερθεί σε αίθουσες δικαστηρίων. Τότε ο La Torre δήλωνε διπλωματικά πως δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει τους Crimson Glory, ενώ εξέφρασε τον θαυμασμό του στον Tate, επισημαίνοντας πως αξίζει τον αιώνιο σεβασμό όλων των οπαδών του γκρουπ.
Το νερό είχε μπει στο αυλάκι. Παραβλέποντας την δικαστική διαμάχη που τόσο μας έχει κουράσει όλους, η τελική έκβαση σηματοδοτεί τη νέα περίοδό τους, αυτή με τον Todd στο μικρόφωνο, που ουσιαστικά ξεκίνησε με εκείνα τα δυο live των Rising West.
Οι απαντήσεις που δεν ήρθαν ποτέ.
Μετά από την καταιγίδα πολλών ντροπιαστικών λεπτομερειών που είδαν το φως της δημοσιότητας όσο καιρό κράτησε η σύγκρουση Tate-λοιπών Queensrÿche στις αίθουσες των δικαστηρίων και στο διαδίκτυο, η σκόνη κάθισε και για τις δυο πλευρές που τράβηξαν το δρόμο τους, με τα σημάδια μιας μάχης που αποδείχτηκε αναπόφευκτη.
Η μερίδα των ακροατών, που συμπορεύτηκε με την αυθεντική σύνθεση στη χρυσή εποχή του γκρουπ, συνεχίζει ακόμα και σήμερα να προσπαθεί να υποθέσει τους λόγους της ανεξήγητης μεταμόρφωσης μετά το “Promised Land”. Και είναι πραγματικά δύσκολο να βρεθούν απαντήσεις όσο ο ένας δημιουργικός πόλος, ο Chris De Garmo απλά σιωπά, τυλιγμένος στη λήθη και την αποστασιοποίηση που βρίσκει στους αιθέρες, αφοσιωμένος στην καριέρα του πιλότου jet αεροσκαφών, και ο Geoff Tate συνήθως απαντά με μια οπτική εντελώς ξένη με το αντίστοιχο ύφος των άλμπουμ που ακολούθησαν.
Η κομβική περίοδος που σίγουρα άλλαξε τις ισορροπίες και πιθανά τις σχέσεις, ήταν τα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από το τρεις φορές πλατινένιο “Empire”, μέχρι το στριφνά γενναίο και αληθινά ενδοσκοπικό “Promised Land”. Από μισόλογα των μελών αλλά και των ιθυνόντων της ΕΜΙ, αποκαλύφθηκε πως ήταν επόμενο να περιμένουν από αυτούς να γίνουν, όπως είχε αναφερθεί χαρακτηριστικά, «οι U2 του metal», την ίδια στιγμή που το γκρουπ εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία του Empire για να αποδώσει αρχικά τα εύσημα επί σκηνής στο μοναδικό Operation: Mindcrime. Παράλληλα, ανιχνεύοντας τη σκοτεινή πλευρά της επιτυχίας και ψάχνοντας τις σημαντικές προτεραιότητες στη ζωή, προχωρούν σε άλλη μια νέα σελίδα δημιουργικής, φουτουριστικής, εσωτερικής μουσικής έκφρασης.
Πολλά έχουν ακουστεί για την πρόθεση του Tate στη διάρκεια εκείνων των ηχογραφήσεων. Προσωπική μαρτυρία του Eddie Jackson αναφέρει ένα πολύ σοβαρό περιστατικό μιας έκρηξης του τραγουδιστή με προσβλητική επίθεση στον DeGarmo (που οριακά παρέμεινε φραστική), που με παροιμιώδη ψυχραιμία τον αγνόησε. Κάποια χρόνια αργότερα, κοντινό πρόσωπο του Chris θα ενισχύσει τις υποψίες για την πιθανή ρήξη μεταξύ τους, αναφέροντας πως για τον DeGarmo αυστηρή προτεραιότητα αποτελούσαν πάντα οι ανθρώπινες σχέσεις και η ισορροπία της προσωπικής του ζωής, και μπροστά στην αξία αυτή, ο κόσμος της δημοφιλίας και της μουσικής βιομηχανίας δεν σήμαιναν τίποτα.
Πέρα από ισχυρισμούς και εικασίες, το γκρουπ πλήρωσε την ακέραια στάση του να περιφρονήσει τις επιταγές της αγοράς και να ολοκληρώσει ουσιαστικά με το άλμπουμ αυτό μια ασύγκριτη μουσική διαδρομή διαρκούς εξέλιξης. Ο DeGarmo επιχείρησε μια σύντομη επιστροφή στη διάρκεια της δημιουργίας του “Tribe”, του 2003, χωρίς να υπάρξει διάρκεια.
Η ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας.
Κανείς δεν γνωρίζει πόσες φορές πρέπει να γυρίσει η γη γύρω από τον ήλιο για να εμφανιστεί ένας νέος Tate, ή ένας νέος DeGarmo. Όμως ο πυρήνας των Rockenfield, Wilton, Jackson, με τον πλήρως πια αφομοιωμένο Lundgren, και με αιχμή του δόρατος έναν πολύ προσεκτικό και εργατικό La Torre, αρχίζει να επαναπροσδιορίζει τη σχέση του με τους ταλαιπωρημένους οπαδούς.
Με το ομότιτλο “Queensrÿche” του 2013, γίνεται ουσιαστικά η δήλωση πως ξαναβρίσκουν τη χαμένη τους ταυτότητα. Το περιεχόμενο, που σέβεται σημαντικά trademarks της ιστορίας τους, όπως η χαρακτηριστική συνεργασία ανάμεσα στους κιθαρίστες, η δουλειά στα φωνητικά, το ιδιαίτερο ύφος του Rockenfield που έχει επιστρέψει ολοκληρωτικά, αλλά πάνω από όλα η συνθετική κατεύθυνση που μοιάζει να παίρνει συντεταγμένες από τα σπουδαία άλμπουμ της αυθεντικής σύνθεσης, όλα συνηγορούν σε αυτό. Ακόμα και η παρουσία του James Burton στην παραγωγή, και της Pamela Moore στα φωνητικά του “A World Without”, επαναφέρουν το αίσθημα της οικειότητας με όσα αντιπροσώπευε αυτό το όνομα.
Ταυτόχρονα, οι ζωντανές εμφανίσεις επαναφέρουν στο setlist τα κλασικά τους τραγούδια, και ο La Torre τα υποστηρίζει με εξαιρετικό τρόπο. Ο ίδιος σταδιακά και με προσοχή, καταφέρνει να ενισχύσει το προσωπικό του στοιχείο, διατηρώντας ταυτόχρονα το αποτέλεσμα των φωνητικών στη σφαίρα των Queensrÿche.
Με τα “Condition Human” του 2015, και “The Verdict” του 2019, η σημερινή σύνθεση του γκρουπ διαχειρίζεται με τις δικές της δυνάμεις μια βαριά κληρονομιά, και το κάνει με σκληρή δουλειά απέναντι στην απουσία δυο αναντικατάστατων συνθετών. Σίγουρα για τους νεώτερους οπαδούς που βιώνουν αυτή τη νέα περίοδο είναι πολύ πιο εύκολο από τους παλιότερους να συμφιλιωθούν με την πραγματικότητα αυτή. Σα να μην έφτανε αυτή η άνιση αντιπαράθεση με το παρελθόν, άλλο ένα ανεξήγητο επεισόδιο έρχεται να αλλάξει τη μορφή τους, με τη μυστηριώδη απουσία του Scott Rockenfield τα δυο τελευταία χρόνια και τις ομιχλώδεις εκτιμήσεις γύρω από τα πραγματικά αίτια. Οι γρίφοι και η απόσταση από την ενημέρωση δυστυχώς παραμένουν και στο νέο αυτό ζήτημα, μοιάζοντας να αποτελούν μια μόνιμη συντροφιά στην εξελικτική διαδρομή τους. Στο τελευταίο άλμπουμ ο La Torre έχει ηχογραφήσει τα τύμπανα, χωρίς να μπορεί να αποφύγει κανείς τελικά την απουσία της ιδιαιτερότητας του ύφους του Scott.
Το ειδικό βάρος και η συνολική ισχύς των σημερινών Queensrÿche εξαρτώνται αναπόφευκτα από τις συγκριτικές διαδικασίες. Με βάση την περίοδο ως το 1994, η χαρτογράφηση νέων μουσικών οριζόντων και η εφευρετική ικανότητα δημιουργίας στην ηχητική ανάπλαση των θεμάτων, δεν αγγίζονται. Με βάση την ταραγμένη μεσαία περίοδο του cabaret, του pseudo-grunge μοσχεύματος, και όλης της αυταρχικής επιβολής των επιλογών του Tate, η επανορθωτική διαδικασία με τον «νοσηλευτή» Todd La Torre έχει ανακτήσει ένα σημαντικό κομμάτι της τσαλακωμένης τους αξιοπρέπειας, και έχει στρατηγικά διαχειριστεί μια πολύτιμη κληρονομιά συνθετικής τακτικής και θεματικών επιλογών. Έχει επίσης ωριμάσει η συγκυρία και κάποια νέα τραγούδια τους ακούγονται ταιριαστά και αφομοιωμένα μέρη του πάζλ των παλιών, θρυλικών τραγουδιών. Απομένει πια να αφήσουμε τον χρόνο να μας αποκαλύψει αν θα υπάρξουν μεγαλύτερες ευχάριστες εκπλήξεις στα συνθετικά επιτεύγματα της νέας ομάδας.
Οι Queensrÿche, με τη σημερινή τους μορφή, επισκέπτονται για πρώτη φορά τη χώρα μας τον Νοέμβριο για δυο συναυλίες σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
QUEENSRYCHE – Light-years