Διαβάζεις τον τίτλο. Ατενίζεις το εξώφυλλο. Ήδη τα πράγματα έχουν σοβαρέψει πολύ και δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι αυτό που αισθάνεσαι, αλλά και τι σε περιμένει στο κείμενο. Δεν ξέρεις αν και πώς θα παθιαστείς.
Η αλήθεια είναι, αν δεν αναγνωρίσεις με τη μία το συγκρότημα, μάλλον είσαι σε μια ακόμη τρυφερή, ανέμελη κι ευαίσθητη ηλικία. Επειδή, ακόμα κι αν σου πέρασαν αδιάφοροι στην πρώτη ακρόαση, ακόμα κι αν τους μισείς, ΣΙΓΟΥΡΑ τους ξέρεις και τους θυμάσαι.
Έκτο άλμπουμ από τους αμφισβητούμενους μουσικούς από το Des Moines της Iowa –όσους έχουν μείνει από το ομώνυμο LP του 1999, τουλάχιστον. Με τη μικρότερη διαφορά μεταξύ δύο κυκλοφοριών από το 2008 (2014 κυκλοφόρησε το “.5: The Gray Chapter”), το We Are Not Your Kind βλέπει το φως της μέρας (και το σκοτάδι της νύχτας, ακούγεται όλες τις ώρες) σε μία εξαιρετικά ταραχώδη, ακόμα και για τα δεδομένα των Slipknot, περίοδο.
Δεν είμαστε εδώ όμως για το καυτό κουτσομπολιό που περιτριγυρίζει τα μέλη του συγκροτήματος. Το κέντρο του ενδιαφέροντος θα είναι αποκλειστικά η μουσική και οι ηχητικές επιλογές.
Όπως όλα σχεδόν τα full length album της μπάντας, έτσι και αυτό ξεπερνάει με άνεση τη μία ώρα σε διάρκεια και ομολογώ πως δε με κούρασε στις διερευνητικές ακροάσεις μου. Η πρώτη παρατήρηση αφορά την εκτεταμένη χρήση διαλειμμάτων επικαλυμμένα με διάφορους industrial ήχους, τα οποία δεν κατακερματίζουν τη ροή, αλλά μεταφέρουν ομαλά το ηχητικό κέντρο, φροντίζοντας να μη χάνεται το νόημα του άλμπουμ για χάρη των πειραματισμών. Καθιερωμένα από το “All Hope Is Gone”, ο πιο μελωδικός και εύπεπτος ήχος των Stone Sour του Corey Taylor είναι παρών και αναμειγνύεται με τα πιο ακραία μέρη της παλιάς προσέγγισης (λιγότερο προς την πλευρά του εκπληκτικού “Iowa” και περισσότερο προς εκείνη του “Vol.3: The Subliminal Verses”), η οποία επιστρέφει με την εκτεταμένη συμμετοχή του Sid Wilson στα χαρακτηριστικά DJ-λίκια του, στοιχείο ενισχυτικό της πιο ηλεκτρονικής χροιάς των Slipknot. Ειδικά τα πλήκτρα του έχουν την τιμητική τους, καθώς είναι αυτά που μεταφέρουν τον ήχο του άλμπουμ κάνοντας χρήση των μονόλεπτων περασμάτων που βρίσκονται ανάμεσα στα κομμάτια.
Ξεκινώντας με την εισαγωγή του “Insert Coin” το οποίο μετατρέπεται στο παροξυσμικό “Unsainted”, το συγκρότημα αφήνει πίσω του την αφετηρία με τη χαρακτηριστική του ιλλιγγιώδη ταχύτητα. Η χρήση της χορωδίας δίνει την αίσθηση της προθέρμανσης σε μία μέσα σε μια μηχανή ενός supercar, λίγο πριν τσιτώσει το γκάζι, οπότε κάνει το συναίσθημα της επιτάχυνσης ακόμα πιο επιβραβευτικό. Το “Birth Of The Cruel” με το τιτάνιο groove του που ακολουθεί, είναι το πρώτο κομμάτι που κλείνει το μάτι στην κληρονομιά του παρελθόντος, και με τη μετάβασή του με το εύκολα παρεξηγήσιμο σφηνάκι του “Death Because Of Death” δημιουργεί την πρώτη εξαιρετική στιγμή στο άλμπουμ, αφού το “Nero Forte” που ακολουθεί έχει ένα από τα αγαπημένα μου εναρκτήρια riffs της χρονιάς και ανεβάζει πάλι τις ταχύτητες με το rapping του Corey που θυμίζει “Spit It Out”. Τα σιδηροδρομικά κιθαριστικά μέρη των Jim και Mick, διαλύουν οποιαδήποτε εμπόδια μπροστά τους, με πολιορκητικό κριό τα κοφτερά leads και το α-λα “Psychosocial” μπάσιμο της εξόδου του κομματιού. Το ρεφρέν είναι τόσο κολλητικό που ξεχνάω ότι το αγαπημένο μου κομμάτι βρίσκεται στο τέλος της ακρόασης.
Χωρίς να χαθεί χρόνος, το “Critical Darling” συνεχίζει τη ροή του προκατόχου του αλάνθαστα, κάνοντας το groove ακόμα πιο επιθετικό. Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο αυτών κομματιών είναι τα ρεφρέν τους, τα οποία μοιάζουν ως δύο σταγόνες νερό. Στο έβδομο τραγούδι του άλμπουμ, περιμένει τον ακροατή η ακουστική περαντζάδα του “A Liar’s Funeral”, με τις μονολιθικές κραυγές του (“LIAR”) να μου θυμίζουν το “Chamber Of Misery” των “Portrayal Of Guilt”, και (μάλλον) εγένετο μια νέα μόδα στον ακραίο ήχο. Η ένταση ανεβαίνει στο τέλος, για να υποκύψει ξανά στο ακουστικό τελείωμα το οποίο οδηγεί στο “Red Flag”, με την πιο σήμα κατατεθέν εισαγωγή που θα μπορούσε να σκαρφιστεί το συγκρότημα, η οποία ξεδιπλώνεται στην πιο αναγνωρίσιμη μορφή κομματιού τους (μου θυμίζει το “Surfacing”). Σίγουρα το πιο σκληρό κομμάτι του δίσκου, συνηθίζεται με το πέρασμα των ακροάσεων, κυρίως επειδή το άλμπουμ δεν έχει τρίξει τόσο τα δόντια του μέχρι εκείνο το σημείο. To σβήσιμο του ενώνεται με το “What’s Next”, το οποίο με την “I Don’t Want To Set The World on fire” αισθητική του μας πετάει στο πιο ηλεκτρονικό και industrial κομμάτι του δίσκου, το “Spiders”, γεμάτο σκοτεινά samples και ένα δυσαρμονικό παραμορφωμένο σόλο στη μέση, τραβώντας την προσοχή από τον επικείμενο ορυμαγδό του “Orphan”.
Προσέγγιση θρᾶς, η ταχύτητα φτάνει στο μέγιστο για το παρόν άλμπουμ, αλλά η έκπληξη βρίσκεται στο τέλος, καθώς σβήνει στο σχεδόν «παιδικό» και γεμάτο παράξενη ελπίδα “My Pain”, το οποίο δεν ακούγεται τόσο παράταιρο όσο θα περίμενε κανείς, ωστόσο σκοτώνει τελείως το momentum που χτιζόταν ως αυτό το σημείο. Η ίδια, lo-fi, σχεδόν ambient προσέγγιση, συνεχίζεται ως σκοτεινός καθρέπτης στο “Not Long For This World”, το οποίο αποκτάει λίγη από την ψυχή που είχε ως εκεί το We Are Not Your Kind, για να κλείσει με το εκρηκτικότερο από τα single του, το “Solway Firth”. Αυτό είναι και το κομμάτι που εν τέλει σώζει το κλείσιμο του άλμπουμ, καθώς συγκεράζει τέλεια την παλαιά με τη νέα νοοτροπία του συγκροτήματος. Στην έκδοσή του για την Ιαπωνία, το άλμπουμ κλείνει με επιπλέον κομμάτι το έτερο single “All Out Life”, το οποίο αφήνει μία ακόμη καλύτερη επίγευση για το τελείωμα.
Συνολικά, αυτή η κυκλοφορία αποδεικνύει περίτρανα για μία ακόμη φορά αυτό που πίστευα και πιστεύω ακόμα, ότι οι Slipknot δεν περιορίζονται σε ένα μόνο είδος, αλλά τα αναμειγνύουν κατά βούληση δημιουργώντας το δικό τους, χαρακτηριστικό μείγμα. Δεν έχουν ανάγκη να αποδείξουν οτιδήποτε, παρά μόνο ότι είναι κύριοι της τέχνης τους, με τις επιτυχίες και της αποτυχίες μαζί. Απολαύστε υπεύθυνα.
https://www.facebook.com/slipknot/
Slipknot – Solway Firth