VOLBEAT: “Rewind, Replay, Rebound”

Διατηρώντας ξανά την ίδια σχεδόν χρονική απόσταση ανάμεσα στις δισκογραφικές τους δουλειές, οι Δανοί superstars κυκλοφορούν το έβδομο άλμπουμ της πορείας τους και το πρώτο με τον μπασίστα Kaspar Boye Larsen. Αν για κάποιον, με μορφή τηλεγραφήματος, οι Volbeat είναι μεγάλα στάδια, υμνικά ραδιοφωνικά τραγούδια και μια πετυχημένη επιμεταλλωμένη φόρμουλα μιας μουσικής ομάδας διασκεδαστών, τότε το τηλεγράφημα παραμένει το ίδιο.

Η σημαίνουσα διαφορά, στην αξία όμως της διατήρησης όλων αυτών των κεκτημένων των προηγούμενων χρόνων, είναι πως οι ίδιοι είναι πια τόσο παγκόσμια και διεθνιστικά οι επίσημοι, εγγυημένοι διασκεδαστές ενός ευρύτερου rock ακροατήριου, που τελικά στη σκέψη πως είναι για άλλη μια φορά τόσο «ξεσηκωτικοί», η φωνή της δικαιοσύνης θα σε αναγκάσει να πεις “uplifting”…

Με φωτοβολίδα αλεξίπτωτου την καθιερωμένη πια ερμηνεία του Poulsen, και συνοδεία το πειθαρχημένο, ρυθμικό δέσιμο των μουσικών που μεταφέρονται, διατηρώντας την Volbeat ταυτότητα από το ένα ιδίωμα στο άλλο, αγκαλιάζουν ένα πλήθος πιθανών ακροατών με 14 νέα τραγούδια ( 13, αν επισημάνουμε πως το “Parasite” είναι μια παρένθεση κάποιων δευτερολέπτων). Οι Δανοί χωρίς να κρύβονται στιγμή, χρίζονται ξανά οι επίσημοι παγκόσμιοι stadium rockers , οι υπερβατικοί διασκεδαστές του σύγχρονου σκληρού ήχου.

Με αφετηρία έμπνευσης ένα επεισόδιο από τη βιογραφία του υπεραγαπημένου στον Poulsen, Johhny Cash, όταν πνιγμένος στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά έφυγε σε μια σπηλιά να πεθάνει μονάχος και τελικά ξύπνησε κάποια στιγμή με μια απρόσμενη αίσθηση αναγέννησης, ο δίσκος σε αρπάζει από το λαιμό με το αδιαπραγμάτευτο single “Last Day Under The Sun”.

Πως είναι λοιπόν η ζωή στα χαρακώματα των κεκτημένων; Ένα πολυσχιδές πάρτι που παίζει παράξενα παιχνίδια με τις κρυφές ικανότητες της μνήμης σου, μια ισχυρή εντύπωση επιστροφής στην ευχαρίστηση της οικειότητας, μια συνολική αίσθηση κλασικού με αμέτρητα πρόσωπα, κρύβει το σύνθημα του “RRR”. O Neil Fallon των Clutch μοιάζει ικανός να πλασάρει μπριγιαντίνη σε ανύποπτους ακροατές στο “Die To live”, με το πιάνο και το σαξόφωνο να σε σπρώχνουν στη μηχανή του χρόνου, πολύ κοντά στην τοποθεσία του “Pelvis On Fire”.

Όλα τα γραφικά κλισέ της παρέας μπορούν να συγχωρεθούν στην ειλικρινή νοσταλγία του “When We Were Kids”, το θεατρικό, μυστηριώδες, “Bond theme” σύννεφο του “Sorry Sack of Bones” αλλάζει αισθητά σελίδα, η ανατρεπτική παρουσία του Gary Holt στο “Cheapside Sloggers” θα παραβιάσει παροδικά την ομαλότητα άλλου ενός σπουδαίου single, ενώ τα απαραίτητα ιχνοστοιχεία των Metallica θα ανιχνεύσεις με τον γνώριμο μαεστρικό τρόπο στο επιβλητικό “The Everlasting”, αλλά και σε άλλες στιγμές του άλμπουμ. Η πρόσφατη πατρότητα του Poulsen υμνείται με τρυφερότητα στο όμορφο “7:24”, η συνταγή του single που θα συμφιλιώσει ετερόκλητους ακροατές ζωντανεύει στο “Cloud 9”, μια παραλλαγή της θα μας παγιδέψει στο “Maybe I Believe”, ενώ μια φανταστική συνέχεια της κλασικής περιπέτειας των Bonnie και Clyde θα γεννήσει το τυπικό Volbeat “The Awakening Of Bonnie Parker”.

Από τους Killers στους Metallica, και από τον Johnny Cash και τους Lynyrd Skynyrd μέχρι τους ZZ TOP και τους Darkness, οι Δανοί rockers αποδεικνύονται ακόμα μια φορά άρχοντες των πολυσυλλεκτικών ελιγμών. Ταυτόχρονα όμως καθιερώνουν τον ήχο τους και τον μηχανισμό λειτουργίας τους. Οι πιστά αφοσιωμένοι σε αυστηρά μουσικά ιδιώματα θα αδιαφορήσουν ή θα χλευάσουν. Επειδή όμως η ζωή είναι πολύ μικρή για να είσαι αποκλειστικά ένας “health freak”, αν είναι να δοκιμάσεις ένα overdose ζάχαρης, φρόντισε να είναι από το καλύτερο ζαχαροπλαστείο.

Volbeat – Cheapside Sloggers ft. Gary Holt

734
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…