H τελευταία μου επίσκεψη στο Ναό πριν από μερικούς μήνες μονοπωλήθηκε από τις βάρβαρες ωδές της ελληνικής ακραίας σκηνής και η (τη στιγμή που γράφεται το παρόν) χθεσινή μου δεν αποτελεί εξαίρεση όσον αφορά τις ταχύτητες και τις προθέσεις, ωστόσο, από την παρουσία των Voivod και τα χεβιμεταλλικά μπλιμπλίκια των Sacral Rage, ως την ευχάριστα εκκωφαντική και χαοτική οχλαγωγία των Stereo Animal, η προσμονή και οι απαιτήσεις απέκτησαν άλλες σταθερές. Κυρίως εξαιτίας της πολυμορφικής ταυτότητας των ανήσυχων Καναδών, η οποία ωστόσο θα έκανε κυριολεκτικά οποιονδήποτε, ανεξαρτήτου χρονικού πλαισίου, ηλικίας και μουσικής κατεύθυνσης ικανό να ανοίξει το χορό για εκείνους.
Μπαίνοντας στο χώρο της «λειτουργίας», το φρενήρες hardcore-ίζον απαύγασμα των Stereo Animal είχε ήδη αρχίσει να δονεί τους τοίχους και να βάζει τον κόσμο που βρισκόταν μέσα (και ήταν αρκετός), στην ατμόσφαιρα και τη νοοτροπία όσων θα ακολουθούσαν κατά τη διάρκεια αυτής της βραδιάς. Με μια σκηνική παρουσία που δεν στηρίζεται στη θεατρικότητα αλλά στην επικοινωνία στο κοινό της αποτρόπαιης φύσης των συνθέσεων τους, μου τράβηξαν το ενδιαφέρον και σύντομα βρέθηκα να απολαμβάνω το ηχητικό αποτέλεσμα πολλές φορές χωρίς να έχω το βλέμμα μου στραμμένο προς εκείνους, απορροφώντας την ουσία της παράστασης και προσπαθώντας να ξεχωρίσω τους στίχους, μιας και δεν είχα εκτεθεί στη μουσική τους ως τότε.
Μέχρι στιγμής, η τεχνική αυτή μου έχει προσφέρει τη μέγιστη δυνατή απόλαυση της ζωντανής γνωριμίας και το συγκρότημα κέρδισε αυτή τη μάχη με τη φθαρτότητα, υποχρεώνοντάς με στο να τους ακούσω ξανά στο σπίτι. Το τρίο προσέφερε ένα τεχνικά αρτιότατο αποτέλεσμα και μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν αστειεύεται. Ο Alex (Mine) στην κιθάρα και τα φωνητικά προκαλεί δέος στο πώς μπορεί να τα εκτελεί ταυτόχρονα και μάλιστα σε μια τόσο απαιτητική εκφραστικά μουσική κατεύθυνση (από το θρᾶς στο καθαρτικό noise με ενδιάμεσες πινελιές industrial –πείτε το hardcore, αν σας κουράζει η μετάβαση), ο Pil στο μπάσο είναι ο απαραίτητος ογκόλιθος που κρατάει το σύμπλεγμα το οποίο με τις αλλοπρόσαλλες τυμπανοκρουσίες του Bill (Koné) θα εκτοξευόταν στο διάστημα. Ισομοιρασμένο το setlist ανάμεσα στα δύο LP τους (Neolithic του 2012 και PROBLEMA του 2018), ανυπομονώ να ξαναδώ τους Θεσσαλονικείς, καθώς και νέο υλικό.
Stereo Animal setlist:
1. God Perfect None
2. Club Loliness
3. Invisible Drug
4. Aftermath Of A Calculated Murder
5. White Sun Black Day
6. Inane
7. Outside
8. Capitalistic Anarchy
9. Red Glowing Heads
10. Kubark
11. Dream Off
12. Level Zero
Μετά το ολιγόλεπτο διάλειμμα για αλλαγή φρουράς, διάκοσμου και εξοπλισμού, σειρά πήραν οι εκρηκτικοί Sacral Rage, τους οποίους είχα να ακούσω από το ντεμπούτο full length τους “Illusions in Infinite Void” (του οποίου η γραμματοσειρά αισθάνομαι ότι αποτίνει φόρο τιμής στους headliners). Τέσσερα χρόνια και ένα ακόμη άλμπουμ αργότερα, τους βρίσκω στην ίδια διαολεμένη φόρμα, με τις πράσινες ακτίνες που πετάγονται από το γάντι του Δημήτρη και να συντελούν στην «υψηλής τεχνολογίας μεταλλική τρέλα» όπως οι ίδιοι την αποκαλούν. Από τις αναφορές που έχουν γραφτεί για προηγούμενες εμφανίσεις, ανυπομονούσα για το άνωθι στοιχείο, ωστόσο βρήκα πολλά περισσότερα. Το αγνό, με πλούσιες αναφορές στη χρυσή εποχή του αλλά καθ’ όλα σύγχρονο (με συγχωρείτε για τη γραφικότητα, απλά δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς) ατσάλι. Ορίστε. Το είπα. Αν και η ενασχόλησή μου με το κλασικό heavy metal είναι πολύ επιφανειακή τα τελευταία χρόνια, η παράσταση που έδωσαν τα παιδιά ήταν εξαιρετική. Σόλο από το Μάριο rockstar-ικά, σεμιναριακής ποιότητας, με όλες εκείνες τις γλυκές φράσεις που θυμάστε από το 1984 (ή και πιο πίσω) και τα ταστιερικά ακροβατικά, απόδοση στα τύμπανα από το Βαγγέλη, ο οποίος ΈΒΑΛΕ την κουκούλα για να ξεκινήσει να παίζει και καταλαβαίνετει τι σημαίνει αυτό… η οποία υποσκελίζεται μόνο ενός αντρός από εκείνο το βράδυ (θα φτάσουμε και εκεί) και σταθερή ποιότητα στο μπάσο από το Σπύρο.
Δεν ξέχασα τα φωνητικά, αλλά αξίζουν ειδικής μνείας: τα θεωρώ δίκοπο μαχαίρι (και αυτό το διαβάζετε από φανατικό των υψίτονων φωνητικών του David DiSanto των Vektor), καθώς η μόνιμα κλιμακωμένη τσιρίδα αν και εντυπωσιακή (μακάρι να προπονείται καθημερινά ο Δημήτρης για να κρατήσει ζωντανή τη φωνή του για πολλά χρόνια ακόμα), στα ώτα μου καταλήγει κουραστική. Τα πιο βαρύτονα διαλείμματα και τα gang vocals ήταν πραγματικά όαση μέσα στο σχεδόν μανιακό ορυμαγδό της υψίτονης αυτής επίθεσης (που, αν μη, τι άλλο, δείχνει αγάπη και σεβασμό στον King Diamond). Κατά τα άλλα, η θεατρικότητά του και τα ενδιάμεσα spoken-word παραμορφωμένα διαλείμματα προς το τέλος, με τα απόκοσμα πράσινα φώτα και laser δημιουργήσανε την απόλυτη συναυλιακή εμπειρία του heavy metal! Βρίσκω πολλά κοινά στο πώς εκφραζόμαστε σωματικά και «γκριματσικά» και με κάνει να χαίρομαι που η γλώσσα της απόλαυσης της αγαπημένης μας μουσικής είναι κοινή. Θα ξανακούσω το συγκρότημα σύντομα για να εκτιμήσω καλύτερα τη θέση των φωνητικών στο αποτέλεσμα. Το κλείσιμο με το “Waltz In Madness” ήταν πραγματικά υπέροχο (το αγαπημένο μου κομμάτι τους).
Sacral Rage playlist:
1. Vaguely Decoded
2. Eternal Solstice
3. A Tyrannous Revolt
4. Necropia
5. Encima Del Mal
6. Lost Chapter E. Sutratama
7. Lost Chapter E. Samsara
8. Lost Chapter E. Amarna’s Reign
9. Waltz In Madness
Πενήντα (50) λεπτά είναι αρκετή καθυστέρηση για εσάς; Για εμένα ναι. Σίγουρα όχι αδικαιολόγητη ως ένα σημείο, άλλωστε ο roadie συμμετείχε σε soundcheck για τους Voivod, οπότε οι απαιτήσεις ήταν σίγουρα υψηλές. Περισσότερος χρόνος όμως χάθηκε στο να τοποθετήσει τις συγκεκριμένες παραγγελίες των Away, Chewy, Rocky και Snake σε νερό και μπύρα. Η εισαγωγή με το ομώνυμο κομμάτι του EP τους από το 2016 “Post Society” μετρίασε κάπως τη δυσαρέσκεια του κοινού, μηδενός εξαιρουμένου. Χαίρομαι που διάβασα αυτήν την επιλογή του συγκροτήματος πριν την εκτέλεση, το έκανε απολαυστικότερο για εμένα.
Με έμφαση στην τριάδα “Killing Technology”-“Dimension Hatröss”-“Nothingface” και έναν εκπρόσωπο του “Angel Rat” (χάθηκε και κάτι από το “The Outer Limits”;), χρησιμοποίησαν το παρελθόν σα σφήνες στο περσινό “The Wake” (συγκεκριμένα έπαιζαν ένα καινούριο-ένα παλιό), ενώ η ερμηνεία της μουσικής τους στηρίχθηκε περισσότερο στην πιο πάνκ/θρᾶς –και μόνιμα υποβόσκουσα- αισθητική που τους ακολουθεί από την πρώτη τους μέρα. Σε συχνή αλληλεπίδραση με το κοινό, αποζητούσαν αλλά και άφηναν να εκφραστεί ελεύθερα την αγάπη προς τα πρόσωπά τους (κερδίζοντας και πολύτιμες ανάσες) από το κοινό, το οποίο επιδιδόταν σε γηπεδικές ιαχές («Οε, οε-οε-οε, Βόι-βοοοντ, Βόι-βοοοντ») καθώς και στο να ζητάει τα αγαπημένα του κομμάτια (κάποιος ζήτησε “Ripping Headaches”, αν και θα προτιμούσα να πει “Fix My Heart”), μάταια, αφού η σειρά των κομματιών είναι ίδια σε (μάλλον) όλη την περιοδεία.
Ο Away στα τύμπανα ήταν ένα πραγματικό κτήνος, σε αντίθεση με τη γλυκύτατη υπόστασή του, αφού μεταμορφώθηκε με το που έπιασε τις μπαγκέτες και άρχισε τις γκριμάτσες οι οποίες ταίριαζαν απόλυτα με ό,τι έπαιζε, δηλαδή το απόλυτα δομημένο χάος που είναι το σήμα κατατεθέν του. Ο Chewy ήταν ο πιο χαλαρός από όλους τους, με ένα πλατύ χαμόγελο όσο αράδιαζε τις μπασογραμμές του, με ογκώδη ήχο και πραγματικά ευχάριστη (παρά την ατμόσφαιρα της μουσικής) αύρα. Ο Snake, φανερά εξασθενημένος από την περιοδεία (ήμασταν ο τελευταίος σταθμός), έδωσε όλη του την ψυχή στα φωνητικά, αλλά σε κάποια σημεία προς το τέλος «θαβόταν» κάτω από τους υπόλοιπους. O Chewy ήταν το αστέρι της παράστασης. Εξαιρετικός κιθαρίστας, με φοβερή εκφραστική ποικιλία και αξιοζήλευτο τόνο, πλέον δεν παίζει για τη θέση, του ανήκει επάξια. Δεν έγινε ο Piggy στη θέση του Piggy, έφερε το δικό του αέρα, ο οποίος αποτελεί μια λογική συνέχεια του ήχου που έχτισε ο Denis D’Amour ως το 2009. Μετά από το τέλος των κομματιών, ο roadie μας έκανε το δύσκολο, αλλά εν τέλει το συγκρότημα ανέβηκε ξανά για να παίξει τα (ιστορικά πλέον) “Voivod” και “Astronomy Domine”.
Οι Voivod του 2019 έχουν εδραιώσει ισχυρότατα τη θέση τους στο μουσικό στερέωμα ως αναπόσπαστο μέρος της προοδευτικής κοινότητας και δεν αισθάνονται την ανάγκη να το αποδείξουν σε κανέναν. Μέσα στις «εθιμοτυπικές» ευχαριστείες, πριν το τέλος, ο Snake αναφώνησε «Δε θα ξεχάσουμε ποτέ τον Piggy”, κάτι που είναι μάλλον και αναπόδραστο, αφού το συγκρότημα αποτελεί παιδί του και ήταν εκείνος που το οδηγούσε πάντα στο επόμενο ηχητικό μονοπάτι. Στη θέση του, οι τέσσερις (δύο νέοι και δύο παλιοί) προσπαθούν να κρατήσουν το όνειρο της αέναης κίνησης του συγκροτήματος ζωντανό. Το EP τους από το 2016 στέκεται ως εχέγγυο γι’ αυτό.
Voivod setlist:
1. Post Society
2. Psychic Vacuum
3. Obsolete Beings
4. The Prow
5. Iconspiracy
6. Into My Hypercube
7. The End Of Dormancy
8. Overreaction
9. Always Moving
10. The Unknown Knows
11. Fall
12. Technocratic Manipulators
(encore):
13. Voivod
14. Astronomy Domine (Pink Floyd cover)
Μία εξαιρετική συνάντηση, οργανωμένη από τη 3 Shades of Black έλαβε τέλος γύρω στις 00:50 της Πέμπτης. Η συνισταμένη είναι θετική και το ταξίδι μας πάνω σε αυτόν τον αιωρούμενο βράχο μέσα στο αχανές σύμπαν μπορεί να συνεχιστεί κανονικά, με την ελπίδα ότι θα είμαστε και εμείς σε μόνιμη κίνηση, αποφεύγοντας τη λήθη.
Φωτογραφίες: Δέσποινα Σταματάκη