MARILLION: “Τα χρόνια του Ψαριού- Ένα αληθινό παραμύθι”

«Είμαι ο δικός σου Αντίχριστος, δείξε υπακοή…»

Ο πανύψηλος σκωτσέζος ποιητής από το Εδιμβούργο, που ανέλαβε το μικρόφωνο των Marillion το 1981, δεν είχε σκοπό να μασήσει τα λόγια του. Οι σοβαρές ταραχές σε ολόκληρη την Αγγλία, το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, για τη μεγάλη αύξηση της ανεργίας, ήταν μια σημαντική αιτία να εμπνεύσει το πρώτο τους single και βίντεο.

Ο Derek William Dick, ο γνωστός μας “Fish”, χαρακτηρίστηκε από το ξεκίνημα από την ποιητική του πρόζα και τις θεατρικές του εμφανίσεις. Ενσαρκώνοντας τον “Brick”, έναν αριστερό ήρωα, έναν «πολιτικό της παμπ», έναν πιθανό επαναστάτη με το χάρισμα του ηγέτη, από αυτούς που έβγαλαν τον κόσμο στους δρόμους τότε, είδε τελικά τον χαρακτηρισμό “antichrist” να γίνεται από την ΕΜΙ “battle priest”.

Οχτώ έντονα χρόνια, γεμάτα με θυελλώδεις συνειρμικές αλυσίδες, απροκάλυπτες βιωματικές εξομολογήσεις, σημειολογικές εμμονές, προσωπικές συγκρούσεις, και 4 στούντιο δίσκους αποτελούν την περίοδο του γκρουπ με τον ιδιόμορφο, διαβασμένο frontman τους. Από το 1984, όταν ο Ian Mosley κάθεται οριστικά στο drum kit, κλειδώνει και η σύνθεση του γκρουπ: ο ιδρυτής και κιθαρίστας Steve Rothery, o αειθαλής κημπορντίστας Mark Kelly, και ο μπασίστας Pete Trewavas συνεχίζουν ως αυτή τη στιγμή την κοινή τους διαδρομή.

Οι Marillion αποτέλεσαν ουσιαστικά, με την σταδιακά κερδισμένη δημοφιλία τους, την καρδιά και τη σημαία του neoprog στη δεκαετία του ‘80, τόσο στην Αγγλία όσο και στην Ευρώπη, συμπαρασύροντας μια αρμάδα μουσικών και συγκροτημάτων της πατρίδας τους, με παρόμοιες ηχητικές και συνθετικές τακτικές. Κάποιοι τυπικοί φωστήρες του αγγλικού μουσικού τύπου βιάστηκαν να τους περιφρονήσουν, χρίζοντας τη μπάντα με τον τίτλο «κλώνοι των Genesis», όμως η αυτόφωτη συνθετική τους δύναμη και η διαρκής εξέλιξη στη δομή της μουσικής έκφρασης και τον ήχο, άφησαν γρήγορα πίσω τέτοιου είδους ισχυρισμούς.



Ο χάρτης των Marillion, μέχρι τον Ιούλιο του 1988, όταν ο Fish ανέβηκε για τελευταία φορά μαζί τους στη σκηνή του Craigtoun Country Park στη Σκωτία, ήταν καρφωμένος και ιχνογραφημένος πάνω στις εμμονές του χαρισματικού frontman. Είναι πια παροιμιώδης η ευελιξία των υπόλοιπων τεσσάρων μουσικών να είναι προσαρμοστικά δημιουργικοί και το ίδιο σπουδαίοι, αφήνοντας τον βασικό εκφραστή στο μικρόφωνο να σκιαγραφήσει τις συντεταγμένες της έκφρασης, κάτι που έγινε (με τελείως διαφορετικό τρόπο βέβαια) και στην περίοδο με τον Steve Hogarth.

Ο Fish ήταν πιθανά ο πιο προικισμένος στιχουργός της εποχής, και οι υπόλοιποι οι ιδανικοί μουσικοί μεταφραστές όλων αυτών των εκπληκτικών του συσχετισμών που συνήθιζε να εμπλουτίζει με πλήθος υπαινιγμών από τον κόσμο της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου. Όμως, το σημαντικότερο από όλα ήταν πως αφουγκραζόταν και μετέφερε με τον πολυτελή του τρόπο την πραγματικότητα της εποχής, την αγωνία μεγάλων ομάδων ή τάξεων ανθρώπων ταυτόχρονα με το προσωπικό του υπαρξιακό δημόσιο ξεγύμνωμα. Ο Mark Wilkinson, που διαδέχτηκε τον Jo Mirowski στο artwork από το πρώτο άλμπουμ και μετά, αποτελεί αναπόσπαστο αναγνωριστικό στοιχείο της Fish-era. Οι μορφές του γελωτοποιού, του χαμαιλέοντα, της κλέφτρας κίσσας και του μικρού τυμπανιστή συνόδευσαν αρκετά έργα του σε εξώφυλλα δίσκων και singles του γκρουπ.

Ο ισχυρός βιωματικός τρόπος που αντιμετώπιζε ο Fish τα προσωπικά και κοινωνικά ερεθίσματα περνούσε με εντυπωσιακό τρόπο και στη σκηνή. Γρήγορα, απέκτησε μια ασύγκριτη εξοικείωση με τον ρόλο του frontman, δίνοντας εκπληκτικές παραστάσεις, στις οποίες τα διαστήματα των προλόγων ανάμεσα στα τραγούδια είχαν την ίδια αξία με τη μουσική. Αν βέβαια κάποιος ισχυριστεί πως η διαδρομή του ήταν η καταδίωξη αυτού του απόλυτου ερωτικού τραγουδιού που θα κατάφερνε επιτέλους να ξορκίσει τις μνήμες του, είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα.



Οι Marillion έγιναν πασίγνωστοι σε ολόκληρο τον κόσμο χάρη στο απόλυτα πετυχημένο single “Kayleigh” από το τρίτο τους άλμπουμ “Misplaced Childhood”, του 1985. Όμως, το πολύτιμο μυστικό είναι πως η περίφημη Kay ήταν υπαρκτό πρόσωπο, που σημάδεψε τον ψυχισμό του και πυροδότησε μια σειρά από δημιουργικές απόπειρες του Fish από το ξεκίνημα. 

Η πρώτη σελίδα στο λεύκωμα της «εποχής του Ψαριού» εμφανίζει έντονα αυτή την κλειστοφοβική μοναξιά στο εξώφυλλο του “Script For a Jester’s Tear”, που απλώνεται και στη μουντή «βρετανίλα» της μουσικής του άλμπουμ. Είναι ο κόσμος του πρωινού της Δευτέρας, των καταθλιπτικών γραφείων-κλουβιών, των παραισθησιογόνων μυστικών, των σκοτεινών συμβολικών μύθων για σημαντικές αποφάσεις ζωής, των ουρών από άνεργους νέους που κατατάσσονται στο στρατό και βάφουν με το αίμα τους τη γη της Βόρειας Ιρλανδίας. Το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, που ακολούθησε και το γκρουπ στη διαδρομή του, ήταν όμως το ομότιτλο συντριπτικό αυτοβιογραφικό σενάριο του Fish για το άδοξο τέλος μιας σχέσης. Με τις ενοχές της δικής του ευθύνης όπως έγινε στην πραγματικότητα, με την υπαρκτή Kay να πληρώνει ουσιαστικά την επιλογή της καριέρας του αντί για την προβλέψιμη καθημερινότητα μιας ήρεμης οικογενειακής ζωής, αποκτά την εμμονή του απόλυτου τραγουδιού που θα τον απελευθερώσει από αυτό το βάρος. Η παραδοχή του «ποτέ δεν έγραψα αυτό το ερωτικό τραγούδι, οι λέξεις δεν έμοιαζε να βγαίνουν», στο ομότιτλο τραγούδι, είναι απλά η αρχή. Στο “Script” κλείνει τη διαδρομή του ο ντράμερ Mick Pointer, που αργότερα θα δημιουργήσει τους Arena, μην μπορώντας να ακολουθήσει τη συνολική μουσική εξέλιξη της μπάντας.



Μια “spinal tap” περίοδος του γκρουπ κλείνει οριστικά, με τον Ian Mosley στα τύμπανα να αναβαθμίζει και με τη φυσική εξέλιξη των υπόλοιπων την εκτελεστική ευελιξία τους. Ο μοναχικός, σκοτεινός υπαινιγμός του εξώφυλλου της αφετηρίας τους έχει οδηγηθεί σε ένα μοντέρνο, σύγχρονο διαμέρισμα με τον πρωταγωνιστή, έναν rock star σε κατάσταση overdose, περικυκλωμένο από σημειολογικές αναφορές που συνεχίζουν να μεταφέρουν τις εμμονές του Fish με τη διάθεση της δημόσιας έκθεσης. Ένα βιβλίο του Mark Baker με συνεντεύξεις από αμερικανούς στρατιώτες που πολέμησαν στο Βιετνάμ, έδωσε στον Fish το έναυσμα να βαφτίσουν το άλμπουμ “Fugazi”, μια λέξη που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες και ουσιαστικά σήμαινε εμφατικά πως όλα ήταν “fucked up”. Ένας μαραθώνιος ηχογραφήσεων σε δέκα διαφορετικά στούντιο οδήγησε τον παραγωγό Nick Tauber σε νευρικό κλονισμό.



Όσο κι αν συνολικά εκφράστηκαν παράπονα για το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα, το “Fugazi”, με τον σχεδόν φουτουριστικό για την εποχή του ήχο, την περίεργη, απόκοσμη, ψυχρή του διαύγεια, την αναπλαστική του ευστοχία ακόμα και στα στιγμιαία εφέ που παραμονεύουν σε αρκετά τραγούδια, έδωσε μια φρέσκια, μοντέρνα ώθηση στην αύρα του γκρουπ. Η απόλυτα πειθαρχημένη αλλά ενισχυμένη ηχητική του επιδερμίδα λειτουργεί με μοναδικό τρόπο στη σύγκρουση με τα δηλητήρια του Fish. Ο ίδιος παραμένει οργισμένος, πληγωμένος, συχνά μεθυσμένος, να μοιράζει ειρωνεία, θυμό, πίκρα και οργή, απελευθερώνει παραληρηματικά τις πιο βαθιές του κρίσεις και σκέψεις, τυλιγμένες σε ένα πλήθος μικρών μεταφορών και επώνυμων αναγωγών. Ο ρωμαϊκός ρομαντισμός απέχει από τον πορνογραφικό εκβιασμό όσο ο Punch από την Judy, το παραδοσιακό ζευγάρι του κουκλοθέατρου που έδωσε την έμπνευση για το πρώτο, σχεδόν μακάβριο single του δίσκου. Η ανασφάλεια του στερεοφωνικού μας ήρωα τον βυθίζει στη δυσπιστία, και καταλήγει να μοιράζει κενά σαρκικά αυτόγραφα για τη θεραπεία μιας στύσης. Ο Fish, ξεπεσμένος στο κρεβάτι άλλης μιας σαύρας είναι ολοκληρωτικά “Fugazi”. Η ίδια του η πένα τον εγκαταλείπει στο τέλος, μέσα σε ένα πυκνό νέφος πυρηνικών κινδύνων, νεοναζιστικής απειλής, άχρηστης πληροφορίας και επικίνδυνης αμάθειας, να αναρωτιέται και να ικετεύει για τους προφήτες και τους οραματιστές της εποχής του.

Μετά τα δυο πρώτα θεματικά άλμπουμ όλοι συμφώνησαν στο εγχείρημα ενός concept άλμπουμ. Με την κύρια αφετηρία των πιο επιδραστικών ακουσμάτων τους να παραμένει στα μεγάλα prog rock γκρουπ των 70’s, ήταν μια επιλογή που θα ερχόταν αργά ή γρήγορα, κανείς όμως δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα έκρυβε μέσα της και την καθολική επιτυχία και αναγνώριση. Το τρίτο άλμπουμ ήταν στην πραγματικότητα η τελευταία τους ευκαιρία από την ΕΜΙ, παρά το γεγονός πως η υποδοχή στο “Fugazi” ήταν γενικά θετική. Όπως χαρακτηριστικά συνήθιζαν να λένε, ήταν ένα “make-or-break” άλμπουμ.

Ο ίδιος ο Fish θεωρεί πως στο “Misplaced Childhood” βρήκε πραγματικά τον εαυτό του και το δρόμο του σαν στιχουργός. Είναι στην πραγματικότητα ένα αυτοβιογραφικό άλμπουμ και πολύ συχνά ανοίγει τα παράθυρα σε προσωπικές εμπειρίες, στρέφοντας τη μνήμη του σαν κινηματογραφικό φακό σε σκηνές που συναρμολογούν το συνολικό τοπίο του δίσκου.



Η σύγχυση που φέρνει η καταστροφή μιας μακροχρόνιας σχέσης, η ενστικτώδης καταγραφή αυτής της καταιγίδας σκέψεων και συναισθημάτων, και η ανάγκη του εξορκισμού δημιούργησαν τον σκελετό της ιστορίας του. Κάποιες στιγμές ο Fish δήλωσε πως αυτός ήταν ο δικός του τρόπος να ζητήσει συγνώμη. Η ιστορία της Kay συνέχιζε να ζητά το απόλυτο τραγούδι που κυνηγούσε ο σκωτσέζος ποιητής.

Με τον παραγωγό Chris Kimsey να οδηγεί σε έναν πιο οργανικό και ζεστό ήχο, η μουσική ενώνει τα αφηγηματικά μέρη με κινηματογραφική ευελιξία, με ταιριαστές μεταστροφές, με σύντομα ηχοτοπία και ταυτόχρονα μια προσιτή αλλά αξιοθαύμαστη μελωδικότητα που οδήγησε τελικά και στην επιτυχία. Οι Marillion είχαν καταφέρει να απλώσουν την πολυμορφία ενός concept αφηγήματος, φυτεύοντας αρκετά εν δυνάμει singles μέσα του. Μετά το χρυσό “Kayleigh”, το “Lavender”, με την ελαφρότητα ενός παιδικού ονείρου και βασισμένο σε ένα παραδοσιακό τραγούδι ηλικίας 300 ετών, ανεβαίνει και αυτό ψηλά στα charts. Η φιγούρα του μικρού τυμπανιστή που πρωτοεμφανίζεται στο εξώφυλλο (όπως και στα αντίστοιχα singles), αντιπροσωπεύει τη χαμένη αθωότητα και την πάλη για την επιστροφή σε αυτή.

Στα χίλια κύματα του άλμπουμ, από τις αλμυρές μνήμες του αγοραίου έρωτα, στις πολλές αναφορές κινηματογραφικών σκηνών από ταινίες, η κλιμάκωση μιας ταραχώδους ερωτικής διαδρομής σε αποσπασματικές στιγμές, διακόπτεται από την αναφορά στο “Mylo” στο θάνατο του φίλου του John Mylett, ντράμερ των λονδρέζων Rage, που σκοτώθηκε σε ατύχημα στην Ελλάδα.

Ο Fish έχει αποφασίσει να προσφέρει έναν εξορκισμό στο φινάλε, μετά από το στοιχειό της χαμένης αθωότητας που εμφανίζεται και ταράζει την ύπαρξή του,  με την επιστροφή σε αυτή και έναν μικρό οικουμενικό ύμνο προσωπικής πνευματικής ανακωχής που σφραγίζει το τέλος του: ο γελωτοποιός δραπετεύει από το παράθυρο στο οπισθόφυλλο του δίσκου.

Marillion – Kayleigh (Extended Versión) (1985)

Η ζωή του επιφυλάσσει όμως περισσότερες εκπλήξεις από την ίδια του τη φαντασία. Στα γυρίσματα του βίντεο για το “Kayleigh”, η γνωριμία του με την γερμανίδα συμπρωταγωνίστρια Tamara Nowy  εξελίσσεται στην πιο καθοριστική ως τότε σχέση της ζωής του, και τελικά στο γάμο. Ο Fish θα κλείσει οριστικά τον κύκλο της καταδίωξης αυτού του περιβόητου ερωτικού τραγουδιού το 1990, στο πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, “Vigil in a Wilderness of Mirrors” : περιφρονώντας έξυπνα την υπόληψη του ποιητή με το χάρισμα του λόγου, θα καταλήξει στην πιο άμεση και απλή εξομολόγηση, στο συγκλονιστικό “Cliché”.

Η απόλυτη αναγνώριση του γκρουπ, με το “Misplaced Childhood”, ήρθε, σύμφωνα με τα λόγια του, μαζί με την παύση της λειτουργίας του γκρουπ σαν ομάδα. Αν συνυπολογίσει κανείς σε αυτό την απίστευτη πίεση της ΕΜΙ, με την διαδοχή «περιοδεία-άλμπουμ» να πνίγει περισσότερο από όλους τον τραγουδιστή τους που είχε ένα φρέσκο γάμο να προστατέψει, εύκολα καταλαβαίνει γιατί το “Clutching At Straws” ήταν το δυσκολότερο στην πρόοδο και το τελευταίο άλμπουμ της περιόδου με τον Fish.

Ο πιεσμένος Fish είναι βέβαια και ένας δημιουργικός Fish, όμως τα αποθέματα των αντοχών του ήταν και τα τελευταία. Μουσικά, έστω και μέσα από μια προβληματική διαδικασία με συνεχείς συγκρούσεις, το γκρουπ προσφέρει ίσως το ωριμότερο και πιο εύστοχο άλμπουμ της πρώτης του περιόδου. Ο δίσκος περιγράφει τη διαδρομή ενός συγγραφέα με χρόνιες αμφιβολίες για την ικανότητά του κι ένα σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού. Ο “Torch” ,όπως ονομάζεται ο ήρωας του άλμπουμ, είναι η τελευταία μάσκα του Fish. Οι αλλαγές στην αισθητική του artwork και το ανανεωμένο λογότυπο υπαινίσσονται μια διαδικασία μετάβασης και αλλαγής.



Στο περιεχόμενο των τραγουδιών του συναντάμε μερικές από τις πιο ευρηματικές, εντυπωσιακές συνειρμικές του αλυσίδες. Στο “Warm wet circles” ο Τorch επιστρέφει με τη σκέψη του στη μικρή πόλη που μεγάλωσε, παρακολουθώντας την ταπεινή πραγματικότητα του ήρωα “9 με 5” που θα παντρευτεί τελικά το κορίτσι που γνώρισε στα 16 του στην παμπ. Το ταξίδι των «ζεστών υγρών κύκλων» θα ξεκινήσει από τα ίχνη των ποτηριών στο μπαρ και μέσα από μια συγκλονιστική διαδρομή θα καταλήξει σε μια πεταμένη βέρα. Στο “At that time of the night”, που κλείνει τη συγκλονιστική τριλογία της έναρξης του άλμπουμ, υπάρχει ουσιαστικά η δήλωση παραίτησης του Fish, στους ίδιους τους στίχους του τραγουδιού.

Το τολμηρότερο, λόγω της πολιτικής του απόχρωσης, το επικό “White Russian” αποτελεί ως σήμερα ένα από τα πληρέστερα και πιο απαιτητικά, μουσικά και στιχουργικά, δημιουργήματα των Marillion. Μετά την εκλογή του Kurt Waldheim, που είχε κατηγορηθεί για εγκλήματα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, στη θέση του προέδρου της Αυστρίας, και την άνοδο της δράσης του νεοναζισμού στην Ευρώπη, ο Fish εμφανίζει τον Torch να παρακολουθεί σε πλήρη σύγχυση τις εξελίξεις, με τον διχασμένο του εαυτό να μοιράζεται ανάμεσα στον ρεαλιστή και τον δραπέτη και τελικά να νικά η φυγόπονη πλευρά του.

MARILLION Sugar Mice

Στο συντριπτικό “Sugar Mice”, η μικρή προσωπική τραγωδία του ήρωα τυλίγεται διακριτικά με πολιτικές και κοινωνικές αποχρώσεις. Τελικά, ο Torch στο φινάλε του “The Last Straw” αρχίζει να γράφει και συνεχίζει να πίνει, μέχρι την οριστική του ήττα.

Η απομόνωση που ένιωθε να εισπράττει ο Fish σε όλη αυτή τη διαδικασία και το αγεφύρωτο χάσμα στην αντίληψη της συνέχειας της μουσικής τους πορείας, σε συνάρτηση με τη διαρκή σύγκρουση με τον manager τους, τον οδήγησε στην απόφαση της οριστικής αποχώρησης. Μια ολόκληρη νύχτα, με τη βοήθεια ενός μπουκαλιού Jim Beam, έγραψε το περίφημο τρισέλιδο γράμμα του τελικού αποχαιρετισμού, σπρωγμένος κύρια από την οργή του. Έβγαλε φωτοτυπίες, πήρε ένα ταξί και το μοίρασε στα σπίτια όλων των μελών. Αυτό ήταν το τέλος μιας εποχής και η αρχή ενός επώδυνου «διαζυγίου» του οποίου οι πληγές έκλεισαν μετά από αρκετά χρόνια.

Η πιο ισχυρή αντανάκλαση της περιόδου του με τους Marillion, ήρθε για τον ίδιο απροσδόκητα, όταν το 2006, μετά από πολλά χρόνια, επικοινώνησε ξανά μαζί του η Kay, για να του πει πως πάσχει από καρκίνο. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής της αποκάλυψε πως αυτή ήταν το κορίτσι του τραγουδιού και πως ο Fish ήταν το αγόρι της, ένα μυστικό που ο ίδιος είχε κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια.

Σήμερα ο Fish βρίσκεται μπροστά στην επικείμενη τελευταία δισκογραφική του δουλειά και την αντίστοιχη αποχαιρετιστήρια περιοδεία. Με μια προσωπική καριέρα με τα δικά της σκαμπανεβάσματα, που πιθανά θα εκτιμηθεί διεξοδικά σε κάποια μελλοντική παρουσίαση, έχει αναμφισβήτητα σφραγίσει έναν μουσικό χώρο με το δικό του βάρος και τη μοναδική του περιγραφική ιδιαιτερότητα, μαθαίνοντας στους ακροατές του να είναι και αναγνώστες.

Άλλωστε, όπως έχει πει και ο ίδιος, είναι μάλλον περισσότερο ένας συγγραφέας που μπορεί να τραγουδήσει, παρά ένας τραγουδιστής που μπορεί να γράψει.

848
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…