Η υπομονή είναι αρετή, ένα χαρακτηριστικό το οποίο στον καιρό που ο άνθρωπος έχει ανάγει την ακατάπαυστη προσπέλαση της πληροφορίας σε απόλυτη αξία, λογίζεται ως πολυτέλεια (αν όχι περιττή και ρομαντική “ασυναρτησία”).
Η ωρίμανση είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης, η ταχύτητα της οποίας είναι απόλυτα συνυφασμένη με το χρόνο και το χώρο τον οποίο καταλαμβάνει ένας οργανισμός. Οι συνθήκες τις οποίες θεωρούμε ιδεατές γι’ αυτή τη διαδικασία, αποτελούν μία υπεραπλούστευση ώστε να μπορούμε να μελετήσουμε την εξέλιξή της. Τί συμβαίνει όμως όταν το αντικείμενο της μελέτης διαφεύγει του γνωστικού μας πεδίου; Οι Mastodon προσπάθησαν πριν από δέκα χρόνια να εκλογικεύσουν μέσα από το πιο αγαπημένο μου έργο τους “Crack The Skye”, να οριοθετήσουν το χάος που προϋπάρχει και επέρχεται της (σχεδόν σημειακής) ζωής μας.
Αυτή η προσπάθεια δεν προέκυψε από την έμφυτή τους περιέργεια, αλλά από μία σειρά τραγικών γεγονότων που σημάδεψαν το συγκρότημα (συγκεκριμένα τον Brann Dailor, το ρυθμικό γίγαντα των Μαστοδόντων). Τις λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας δε θα τις βρείτε εδώ μέσα (επισυνημμένο στο τέλος αυτού του κειμένου θα βρείτε το σύνδεσμο για το documentary της ίδιας της μπάντας), ωστόσο αυτή αποτελεί την κινητήριο δύναμη όλου αυτού του μεγαλεπίβολου εγχειρήματος, το οποίο στέκεται ως ένα από τα σύγχρονα “θαύματα” αυτού που ονομάζουμε τέχνη. Από το εξώφυλλο μέχρι την τελευταία νότα του “The Last Baron”, αυτό το άλμπουμ υφίσταται ως μία γέφυρα από το απτό στο εξωπραγματικό, με ένα ταξίδι το οποίο δανείζεται από την ιστορία του είδους μας δίχως να την κάνει αυτοσκοπό, αλλά εργαλείο σε αυτήν την υπέροχη παραβολή του (πραγματικά) προοδευτικού ήχου.
Όλα τα άλμπουμ του συγκροτήματος που προηγήθηκαν αυτού, είχαν σαν κεντρικό πυλώνα της μυθοποιείας τους ένα από τα αρχέγονα στοιχεία της φύσης (Φωτιά-Remission, Νερό-Leviathan, Γη–Blood Mountain). Για το συγκεκριμένο, η παρουσία του Αιθέρα μπορεί να αποτελεί την αναμενόμενη συνέχεια, αλλά το άλμα που συντελείται είναι τόσο αναπάντεχο, όσο και η φύση του ιδίου.
Η έναρξη του ταξιδιού βρίσκει τον πρωταγωνιστή χαμένο από την υλική του υπόσταση, σε μία αστρική προβολή που έχει ξεπεράσει τα ασφαλή όρια, με αποτέλεσμα η Ψυχή του να είναι έρμαιο των ρευμάτων του πνευματικού κόσμου. Σηματοδοτεί την αίσθηση ανισχυρότητας η οποία συνοδεύει τον πόνο της απώλειας και το πώς ο άνθρωπος καταλήγει μία σκιά του εαυτού του, όταν τον κυριεύει η θλίψη. Μέσα όμως από την ενστικτώδη ανάκληση του προσώπου στη μνήμη, με το άλγος να ωθεί στη λήθη, διαφαίνεται η επίσης εγγενής τάση για επιβίωση και η προσπάθεια της ψυχής να προχωρήσει παρακάτω. To “Oblivion”, με τη “δυσοίωνη” εξάχορδη εισαγωγή του, πολύ σύντομα με την αλλαγή του tempo θέτει τα θεμέλια για μία διαδρομή η οποία θα απαιτήσει πρωτοφανές θάρρος για να περατωθεί, εφόσον πλέον όλες οι επίγειες δικλίδες ασφαλείας εξαρθρώνονται αφήνοντας τον πορευόμενο “in extremis”, ως “ανοιχτή πληγή”. Εξαιτίας της αυτής απόλυτης έκθεσης, είναι ικανός ο ταξιδιώτης να έρθει σε επαφή με το υπέργειο, το Θείο, και να αποκτήσει ευρύτερη κατανόηση για το ποιος είναι ο σκοπός του αλλά και πώς να φύγει από εκεί.
Στο “Divinations”, η διαλεκτική του “Crack The Skye” διχάζεται, αλλά οι δύο ιστορίες τρέχουν παράλληλα. Η μία ακολουθεί το ταξίδι της εξιλέωσης και η άλλη το ταξίδι στο χρόνο, όπου ο πρωταγωνιστής έρχεται σε επαφή με μία αίρεση η οποία πιστεύει στη θέωση μέσω του ασκητισμού, αλλά και της βίαιης κάθαρσης. Τα μέλη της αίρεσης καταφέρνουν να “αλιεύσουν” την περιπλανώμενη ψυχή και να τη φέρουν στο δικό τους χρόνο.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθούμε στο ότι το άλμπουμ είναι φτιαγμένο για να ακουστεί δύο φορές: μία για να απολαύσει ο ακροατής το μύθο που προτείνουν οι στίχοι σε πρώτο επίπεδο και μία ακόμη για να εκτιμήσει τη χρήση όλων των οργανικών ήχων (ακόμα και της φωνής, η οποία χρησιμοποιείται σαν και όργανο) για τη δική του, εσώτερη και προσωπική αναζήτηση του εαυτού.
Η Πεμπτουσία (“Quintessence”) δένει για άλλη μία φορά τα δύο σενάρια, καθώς η επιφάνεια και ο φωτισμός του ταξιδιώτη δεν είναι μόνο δικός του σκοπός, αλλά και των μελών της υπόγειας αυτής σέκτας. Οι σκοτεινές τους προθέσεις κρύβονται πίσω από μία ασαφή, θελκτική ομίχλη, αλλά ο πρωταγωνιστής δεν αφήνει να τον παρασύρουν από τον απόλυτο σκοπό του, αλλά δέχεται τη γνώση για να ανέλθει στον κόσμο τους. Απογυμνωμένος από το βάρος του φόβου, ετοιμάζεται να προχωρήσει και να ξεκινήσει την επιστροφή στον κόσμο του…, χωρίς όμως να έχει υπολογίσει ότι έχει μπει στο στόχαστρο αριστοκρατών, επειδή τη συγκεκριμένη στιγμή κατοικεί στο σώμα του Rasputin.
Η διαφυγή περιγράφεται εκτενώς στο κομμάτι “The Czar”, όπου το πνεύμα του Rasputin αποφασίζει να θυσιαστεί στη θέση του πρωταγωνιστή και, μετά από ένα σκηνικό υπερβατικής βίας, δραπετεύει μέσω μίας ρωγμής στον Ουρανό, πίσω στον πνευματικό κόσμο, αυτήν τη φορά αποφασισμένος να βρει το δρόμο και να πάρει την κατάσταση στα χέρια του (η πορεία των γεγονότων στο κομμάτι είναι επηρεασμένη από την ιστορία του τέλους του Rasputin). Φτάνοντας στο “Ghost Of Karelia” (το πρώτο κομμάτι που άκουσα από το άλμπουμ τότε), αρχίζει και ξεκαθαρίζει το τοπίο στο μυαλό του ταξιδιώτη, καθώς ζυγίζει όλα εκείνα στα οποία εκτέθηκε στην πνευματική αυτή οδό και ετοιμάζεται πλέον να μας αποκαλύψει όλες τις πτυχές της αιτίας της μακρινής αυτής περιπλάνησης. Στο “Crack The Skye”, το ομώνυμο κομμάτι, τα δύο μέρη του μύθου γίνονται ένα και αποκαλύπτεται πλέον ο λόγος για τον οποίο είχε χαθεί ο πρωταγωνιστής εξ αρχής: κυνηγούσε ένα αγαπημένο του πρόσωπο του οποίου η αστρική προβολή είχε ξεφύγει από τον έλεγχό του και αδυνατούσε να επιστρέψει, με αποτέλεσμα το σώμα να πεθαίνει. Σε αυτό το σημείο και για πρώτη φορά στο άλμπουμ γίνεται η πιο άμεση αναφορά στο χαμό της Skye Dailor και τη δυσκολία του αδελφού της, Brann, να αποδεχθεί την απώλεια. Η συμμετοχή του κοντινού φίλου του συγκροτήματος, Scott Kelly (Neurosis), προκαλεί ένα πρωτόγνωρο ρίγος, κυρίως λόγω της φυσικότητας με την οποία υιοθέτησε την τραγωδία του Brann (δείτε το σχετικό βίντεο για το πώς κατάφερε κάτι τέτοιο στο τέλος). Θα μπορούσα να παραθέσω όλους τους στίχους, αλλά θα αφήσω στη δική σας πρόθεση να ανακαλύψετε το μεγαλείο της ψυχής αυτών των καλλιτεχνών. Η κλιμάκωση ολοκληρώνεται στο κομμάτι αυτό, μπορεί να το καταλάβει κανείς από τη μουσική, η οποία έχει κατεβάσει ταχύτητα και σέρνεται βαρύγδουπα, σηματοδοτώντας τη συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου. Η ψυχή που χάθηκε πρέπει να αναταθεί για πάντα.
“I’d guess they would say we could set this world ablaze”. Η πρώτη γραμμή του “The Last Baron” θέτει την αρχή του τέλους. Παρά την επιθυμία του πρωταγωνιστή να χαθεί κι εκείνος με το αγαπημένο του πρόσωπο, η επιστροφή του επιτάσσεται από την ίδια τη σοφία που απέκτησε με αυτό το νόστο. Χρησιμοποιώντας όλα τα εργαλεία που έλαβε σε αυτήν την πορεία στο χωροχρόνο αλλά και μέσα στον πνευματικό και τον υλικό κόσμο, ατενίζει την αιωνιότητα της ύπαρξης και επιστρέφει πίσω στο σώμα του, αποφασισμένος να αλλάξει το κατεστημένο στη ζωή του και να ζήσει πραγματικά ελεύθερος. Δεν πρόκειται λοιπόν περί ακριβούς επιστήμης, ούτε καν σχετικότητας σε αυτό το σημείο. Είναι μέρος μιας βαθύτερης πίστης στην ικανότητά μας να πάρουμε και να φέρουμε σε πέρας το ρίσκο της μικροσκοπικής μας ύπαρξης στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Το “Crack The Skye” είναι μία δήλωση ισχύος. Το ίδιο το συγκρότημα αποκάλυψε πως είχε πλέον τα μέσα και το χρόνο να κάνει ακριβώς αυτό που οραματιζόταν με μια full length κυκλοφορία. Τα όργανα που είχαν στη διάθεσή τους στο χώρο του studio, ο εξοπλισμός και τα μέσα ηχογράφησης δημιουργούν όλη αυτήν τη μοναδική εμπειρία που αποτελεί το άλμπουμ. Το πιο σημαντικό ίσως μέρος της μουσικής ιδιοφυΐας που διέπει αυτό το αριστούργημα, είναι η ύπαρξη μιας ακουστικής κιθάρας η οποία βρίσκεται πίσω από τον ορυμαγδό των παραμορφωμένων ηλεκτρικών κιθάρων των Brent και Bill, η οποία στέκεται περήφανα καθώς οι ήχοι από τους vintage ενισχυτές που ξέθαψε το συγκρότημα “λ(ε)ιώνουν” σε μία ασταμάτητη μάζα, η οποία καθοδηγείται από το εξαιρετικό παίξιμο του Troy στο μπάσο, το οποίο αγκαλιάζει γλυκά τις αιχμές της επίθεσης των κρουστών του Brann, δημιουργώντας τις φονικές αλλά αισθαντικές καμπύλες του άλμπουμ. Το τέταρτο LP των Mastodon, σημαίνει την αυγή της τριάδας στα φωνητικά (Troy, Brent, Brann), με τα ελαφρώς πιο υψίτονα καθαρά του Brann να καθιστούν αυτήν την κυκλοφορία πραγματικά ακαταμάχητη (όπως όταν ξεκίνησε να τραγουδάει ο Aaron Turner τα καθαρά μέρη στους Isis).
Παρά την προοδευτική/παροξυσμική του ατμόσφαιρα, τις απότομες εναλλαγές στα ρυθμικά μοτίβα, τις απόλυτα ταιριαστές δυσαρμονίες που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της εμπειρίας, αυτό που κάνει το “Crack The Skye” να γλιστράει σα βούτυρο Κερκύρας (δε χορηγούμαι) σε ζεστή κατσαρόλα παρά τα πενήντα (50:03) λεπτά της διάρκειάς του, είναι τα επικά σολίδια που “εκσφενδονίζει” μετά περισσής ανέσεως ο Brent Hinds, τα οποία βγάζουν ακόμα την αύρα ενός μεγαλοπρεπούς μαμούθ που τρέχει και δεν αναγνωρίζει εμπόδιο στο πέρασμά του, έχουν ωστόσο rockstar-ική ψυχή, αφού, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι το αγαπημένο του μέρος του να παίζεις κιθάρα. Επίσης, το καλύτερο riff όλου του άλμπουμ, βρίσκεται στο 8:18 του “The Last Baron”, το οποίο όμως δε θα εκτιμήσεις το ίδιο αν δεν ακούσεις πριν όλο το άλμπουμ. Τί εννοείτε ότι δεν ακούτε ολόκληρα άλμπουμ; Μην πείτε πως δε σας προειδοποίησα.
Tο τέταρτο παιδί των Mastodon έκλεισε φέτος δέκα χρόνια ύπαρξης, και το συγκρότημα επέλεξε να μοιραστεί μαζί μας τα στάδια που οδήγησαν στην ύπαρξη αυτού του εξαιρετικού μνημείου τέχνης και συλλογικής προσπάθειας τεσσάρων ανθρώπων/συγκοινωνούντων δοχείων όπως έδειξε η μέχρι τώρα πορεία τους. Παρακάτω μπορείτε να παρακολουθήσετε το mini-documentary του ίδιου του συγκροτήματος, ώστε να αποκτήσετε την πλήρη εμπειρία της σύλληψης και της δημιουργίας του “Crack The Skye” και ελπίζω οι μελωδίες του να σας ταξιδέψουν και να ξυπνήσουν τα όνειρα που καταπιέζετε μέσα στη “στεγνή” και πεζή πραγματικότητα που προσπαθεί να καταλύσει τα (ηχο)χρώματα και τις “φιλονειρείες” του μέλλοντος.
Mastodon – The Making of Crack The Skye | Part 1