JUDAS PRIEST ('Α Μέρος)

Judas Priest. Μία μπάντα, που αν δεν είναι το ίδιο το metal, φέρει τεράστιο μερίδιο ευθύνης που πολλοί από εμάς αγαπήσαμε αυτήν τη μουσική και συνεχίζουμε να την αγαπάμε. Ένα group συνώνυμο του κλασσικού heavy metal για μισό αιώνα τώρα. Οι θρυλικοί Metal Gods, όπως τους αποκαλεί το “φίλαθλο” κοινό και εμείς συμφωνούμε και επαυξάνουμε. Μία μπάντα, που έχει κάνει τα πάντα σε αυτόν τον μισό αιώνα ζωής και παρ’ όλες τις “δυσκολίες” δεν το έβαλε κάτω και συνεχίζει να δίνει μαθήματα κλασσικού heavy metal.

Στην ιδέα και μόνο ότι έπρεπε να γράψω για τους Metal Gods, με έπιασε κρύος ιδρώτας. Τί;; Εγώ, να γράψω για τους “θεούς” του heavy metal;; Τί θα μπορούσα να γράψω άλλο, αφού μιλάμε για τους Judas Priest;; Και όμως, θα το τολμήσω. Άλλωστε η αγάπη μου για τη συγκεκριμένη μπάντα, είναι τέτοια που μία “επανάληψη” της μουσικής ζωής της είναι ικανή να “ερεθίσει” και πάλι εκείνο το σημείο του μυαλού μου όπου υπάρχουν μόνο οι Judas Priest.

Όταν το 1969 ξεκινούσε το “ταξίδι” των Judas Priest στο heavy metal, κανείς δε φανταζόταν που θα έφτανε μέχρι σήμερα. Στο Black Country του West Bromwich λοιπόν, οι Al Atkins και Brian “Bruno” Stapenhill, μαζί με τους John Perry και John “Fezza” Partridge, είχαν την ιδέα της δημιουργίας μιας μπάντας που αργότερα θα άλλαζε την ιστορία του heavy metal. “Νονός” του group ο Stapenhill, ο οποίος δανείστηκε το όνομα από ένα τραγούδι του Bob Dylan με τίτλο “The Ballad Of Frankie Lee And Judas Priest” από το album “John Wesley Harding”. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα από τη δημιουργία του group, ο Perry πεθαίνει σε τροχαίο και ανάμεσα στους κιθαρίστες που έκαναν audition για τη θέση ήταν και ο μετέπειτα κιθαρίστας των Judas Priest, Kenny “K.K” Downing. Τελικά, τη θέση την κέρδισε ο 17χρονος τότε Ernest Chataway, που είχε παίξει και στους Earth, που αργότερα έγιναν Black Sabbath. Βέβαια για διάφορους λόγους, κανένα από αυτά τα μέλη δε βρέθηκε στις ηχογραφήσεις κανενός album της μπάντας και ειδικά των δύο πρώτων, όπου τα περισσότερα τραγούδια ήταν του Al Atkins. 



Η μπάντα, κέρδισε ένα συμβόλαιο τριών albums από τη δισκογραφική εταιρεία Immediate μετά από ένα live στο Walsall, αλλά η εταιρεία έκλεισε προτού κυκλοφορήσει το πρώτο album, με αποτέλεσμα οι Judas Priest να διαλυθούν το 1970. Λίγο αργότερα μέσα στη χρονιά, ο Atkins βρήκε μία μπάντα υπό το όνομα Freight, που έψαχνε για τραγουδιστή και αποτελούνταν από τους K.K Downing στις κιθάρες, τον Ian “Skull” Hill στο μπάσο και τον John Ellis στα τύμπανα. Το group μετονομάστηκε σε Judas Priest και έκανε το πρώτο του live στις 6 Μαρτίου του 1971. Την ίδια χρονιά, ο Ellis παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Alan Moore. Τα πρώτα shows της μπάντας, περιελάμβαναν διασκευές σε τραγούδια του Hendrix και των Quatermass, ενώ από το 1972 και μετά τα “Never Satisfied”, “Winter” και το “Caviar And Meths” που έκλεινε τα shows, πήραν θέση στο setlist. Τον Ιούλιο του 1971, έκαναν και την πρώτη ηχογράφησή τους, ένα 45’, με τίτλο “Mind Conception”, με το “Holy Is The Man” στη b side, υπό την εταιρεία Zella Records.

Ο Moore, έφυγε από τη μπάντα και αντικαταστάθηκε από τον Christopher Louis “Congo” Campbell, ενώ βρήκαν και manager-ική στέγη στο γραφείο του Tonny Iommy των Black Sabbath, Iommy Management Agency. Ο Atkins, συνέχισε να γράφει υλικό με το “Whiskey Woman” να γίνεται η αιτία της δημιουργίας του “Victim Of Changes” hit της μπάντας. Τα οικονομικά όμως ήταν πολύ σφιχτά και ο Atkins έπρεπε να φροντίσει και την οικογένειά του, με αποτέλεσμα να παρατήσει το group το Δεκέμβριο του 1972 μετά από κάποια τελευταία lives. Ο Campbell, ήταν ο επόμενος που αποχώρησε λίγο αργότερα και η μπάντα προσέλαβε δύο μέλη των Hiroshima, το John Hinch στα τύμπανα και το Rob Halford στα φωνητικά, ο οποίος ήταν αδερφός της κοπέλας του Hill. Κάποιες “φήμες” της εποχής, λένε ότι η κοπέλα του Hill και αδερφή του Halford ήταν ο λόγος της πρόσληψής του στο θρυλικό συγκρότημα. Οι Priest, έκαναν την πρώτη τους περιοδεία στην Ευρώπη στις αρχές του 1974 και επέστρεψαν στην Αγγλία τον Απρίλιο για να υπογράψουν στη Gull. Η Gull, τους πρότεινε να προσλάβουν ακόμα ένα μέλος, με τη μπάντα να διαλέγει τον Glenn Tipton, κιθαρίστα τότε των The Flying Hat Band, που εκπροσωπούνταν από το γραφείο του Iommy.  



Η μπάντα, μπήκε στο στούντιο τον Ιούνιο του 1974 με τον παραγωγό των Black Sabbath Rodger Bain, για να ηχογραφήσουν το πρώτο τους album. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, βγήκε το single “Rocka Rolla” και το Σεπτέμβριο ακολούθησε το ομώνυμο ντεμπούτο τους “Rocka Rolla”. Κάποια τεχνικά προβλήματα δε βοήθησαν τον ήχο του δίσκου, όπως και κάποιες αποφάσεις του παραγωγού Bain δε συμβάδιζαν με το group, αφού “έκοψε” από τα setlists κάποια αγαπημένα κομμάτια των οπαδών, όπως τα “Tyrant”, “Genocide” και “The Ripper”, ενώ μείωσε και το δεκάλεπτο “Caviar And Meths” σε δίλεπτο instrumental. Η περιοδεία για το “Rocka Rolla” ήταν η πρώτη παγκόσμια περιοδεία του group, όπου απέσπασαν και κάποιες αρνητικές κριτικές. Οι πωλήσεις δε του album δεν πήγαν και τόσο καλά, αφήνοντας τη μπάντα με οικονομικά προβλήματα. Οι Priest, στράφηκαν στη Gull Records για ένα συμβόλαιο των 50 λιρών, όμως τα επίσης “στενά” οικονομικά της εταιρείας την έκαναν να αρνηθεί. Το “Rocka Rolla”, ήταν σα να μην υπήρχε για τη μπάντα μετά το 1976, αφού δεν ξαναέπαιξαν κάποιο κομμάτι live, πλην του “Never Satisfied” στην “Epitaph Tour” του 2011.

Το 1975, οι Priest εμφανίστηκαν ζωντανά στο BBC 2, στην εκπομπή “The Old Grey Whistle Test”, όπου έπαιξαν το “Rocka Rolla” και το “ζευγάρι”, “Dreamer Deceiver” και “Deceiver”, από το επερχόμενο album “Sad Wings Of Destiny”. Ο Hinch, έφυγε από τη μπάντα για άγνωστους λόγους και αντικαταστάθηκε από το Moore που επέστρεψε τον Οκτώβριο του 1975. Με “στενά” οικονομικά, η μπάντα αποφάσισε να περιορίσει τα γεύματά της και να δουλέψουν περιστασιακά για να μπορέσουν να ηχογραφήσουν το δεύτερο album τους. Το “Sad Wings Of Destiny”, ηχογραφήθηκε το Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1975 στα Rockfield Studios στην Ουαλία. Στο artwork, το οποίο πρόκειται για εξαιρετική δημιουργία, μπορούμε να παρατηρήσουμε τον τριπλό σταυρό που τελικά έγινε το σύμβολο της μπάντας. Το album, κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 1976, με το “The Ripper” ως πρώτο single. Ακολούθησε μία headline περιοδεία στην Αγγλία, από τον Απρίλιο ως τον Ιούνιο του 1976, με το Halford να αστειεύεται με τους οπαδούς, ότι μπορούν πλέον να “κάψουν το “Rocka Rolla”.



Το “Sad Wings Of Destiny”, απέσπασε πολύ καλές κριτικές από το σύνολο του τύπου, όμως ήταν δύσκολο να “προσεχθεί” από το κοινό, αφού το punk rock ήταν σε διαρκή άνοδο. Ο δίσκος, ανέβηκε στο νούμερο 48 στα Βρετανικά charts και ήταν το album που “έδεσε” τον ήχο των Judas Priest, καθώς και την “εικόνα” τους. Το “κεντρικό” τραγούδι του δίσκου δε, το “Victim Of Changes”, ήταν ένας συνδυασμός των “Whiskey Woman” του Al Atkins και του “Red Light Woman” του Rob Halford και έγινε γρήγορα το αγαπημένο των οπαδών. Η πηγή έμπνευσης για το δίσκο, ήταν τα εργοστάσια της ιδιαίτερης πατρίδας των Priest, του The Black Country.

Η μπάντα, ήταν απογοητευμένη με τη Gull Records. Τα “σφιχτά” οικονομικά δεδομένα, οδήγησαν εκ νέου το Moore εκτός group, αυτή τη φορά για πάντα. Το album όμως, είχε τραβήξει το “βλέμμα” της CBS Records και με τη βοήθεια του νέου παραγωγού David Hemmings, υπέγραψαν στη CBS για το επόμενο album με 60.000 λίρες budget! Για να υπογράψουν όμως, έπρεπε να “σπάσουν” το συμβόλαιο με τη Gull, το οποίο τους “κόστισε” τα δικαιώματα των δύο πρώτων albums τους και όλων των ηχογραφήσεων κατά τη διάρκεια αυτή. Κατά καιρούς, η Gull επανακυκλοφορούσε τα δύο αυτά albums.

Victim Of Changes-Sad Wings Of Destiny



Οι βετεράνοι metallers, ηχογράφησαν το τρίτο τους album και το πρώτο με “μεγάλη” δισκογραφική εταιρεία τον Ιανουάριο του 1977 στα Ramport Studios των The Who, με παραγωγό τον μπασίστα των Deep Purple, Roger Glover. Ο Moore,  που έφυγε κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, αντικαταστάθηκε από τον Simon Phillips προσωρινά. Το “Sin After Sin”, κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1977 και χαρακτηρίστηκε από τη στροφή της μπάντας σε πιο heavy riffs, τη διασκευή στο κομμάτι “Diamonds & Rust” της Joan Baez και το γεγονός ότι ήταν το πρώτο τους album που έγινε χρυσό από τη RIAA. Ο Phillips, αρνήθηκε να γίνει μόνιμο μέλος και η μπάντα προσέλαβε τον Les Binks μετά από προτροπή του Roger Glover. Με το νέο μέλος στα τύμπανα, οι Priest ηχογράφησαν τα “Stained Class” και το “Killing Machine” (που κυκλοφόρησε ως “Hell Bent For Leather” στην Αμερική), με παραγωγό τον Dennis MacKay το 1978. Ο Binks βοήθησε και συνθετικά, αφού το “Beyond The Realms Of Death” φέρει την “υπογραφή” του και έγινε ένα κλασσικό Priest κομμάτι πλέον. Ο Binks, χαρακτηριζόταν από την τεχνική και την “τελειομανία” του, κάτι που έδωσε τεράστια ώθηση στο group. Ενώ τα πρώτα τρία albums της μπάντας είχαν “ίχνη” από Black Sabbath, Led Zeppelin και Deep Purple, το “Stained Class” ήταν διαφορετικό, χωρίς μπαλάντες, με μόνο το “Beyond The Realms Of Death” να είναι συνδετικός κρίκος, ενώ το “Killing Machine” ήταν πιο “απλό” συνθετικά, με blues επιρροές. Την ίδια περίοδο, η μπάντα υιοθέτησε τη “δερμάτινα και αλυσίδες” μόδα του. 



Μετά το “Killing Machine”, οι Priest βγήκαν σε περιοδεία και ηχογράφησαν το πρώτο τους live album, με τίτλο “Unleashed In The East” το 1979, από τα shows στην Ιαπωνία. Το “Unleashed In The East” έγινε πλατινένιο, ενώ ο τύπος κριτίκαρε αρνητικά τη χρήση στουντιακών στοιχείων σε ένα live album. Στα τέλη του 1979, ο Binks παραιτήθηκε, αφού ο manager Mike Dolan δεν τον πλήρωσε για τη συμμετοχή στο live album και αντικαταστάθηκε από τον Dave Holland, πρώην των Trapeze. Το 1980, η μπάντα κυκλοφόρησε το “British Steel”, με πιο μικρά κομμάτια, στο πλαίσιο της mainstream “στροφής” του group. Τα “United”, “Breaking The Law” και “Living After Midnight”, παίζονταν συνέχεια στο ραδιόφωνο, ενώ ο heavy ήχος της μπάντας δεν “πειράχτηκε”. Το “Point Of Entry” του 1981, ακολούθησε το ίδιο μοτίβο και στην περιοδεία για την προώθησή του, τα “Solar Angels” και “Heading Out To The Highway”, πήραν θέση στο setlist των Priest. Το 1982, η μπάντα κυκλοφόρησε το “Screaming For Vengeance” που έγινε διπλά πλατινένιο. Το “You’ ve Got Another Thing Coming”, έγινε τεράστιο hit στο ραδιόφωνο, ενώ τα “Electric Eye” και “Riding On The Wind” έγιναν συναυλιακές επιτυχίες. Το “(Take These) Chains” δε, του Bob Halligan Jr., ήταν το πρώτο single του δίσκου και παιζόταν συνέχεια στα μέσα.

Στις 29 Μαΐου του 1983, η μπάντα πήρε μέρος στη heavy metal ημέρα του US festival στο San Bernandino της California, με χορηγό τον Steve Wozniak. Οι Priest, ήταν τέταρτοι στη σειρά ανάμεσα στους Quiet Riot, Motley Crue, Ozzy Osbourne, Triumph, Scorpions και Van Halen. Το “Freewheel Burning”, που κυκλοφόρησε το 1983, ήταν το πρώτο single από το νέο δίσκο “Defenders Of The Faith”. Το album, κυκλοφόρησε το 1984 και παρουσιάστηκε ως “Screaming For Vengeance II” από μερίδα του τύπου, λόγω της ομοιότητας με τον προκάτοχό του. Στις 13 Ιουλίου του 1985, οι Priest, οι Sabbath και πολλοί άλλοι, έλαβαν μέρος στο Live Aid. Η μπάντα έπαιξε στο JFK Stadium της Philadelphia, με setlist τα “Living After Midnight”, “The Green Manalishi (With The Two-Pronged Crown)”  και “You’ve Got Another Thing Coming”. Τον Απρίλιο του 1986, κυκλοφόρησε το “Turbo”, ένα πιο “mainstream” δίσκο για τα δεδομένα τους. Το album έγινε πλατινένιο και η περιοδεία που ακολούθησε κρίθηκε άκρως επιτυχημένη, με 100 shows σε Βόρεια Αμερική, Ευρώπη και Ιαπωνία το 1986.



Το “Priest… Live!”, που ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια της περιοδείας, κυκλοφόρησε το 1987, ενώ την προηγούμενη χρονιά οι Jeff Krulik και John Heyn, κυκλοφόρησαν ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο “Heavy Metal Parking Lot” και έδειχνε τους οπαδούς των Priest να περιμένουν για μία συναυλία της μπάντας στις 31 Μαΐου του 1986 στο Capital Center (αργότερα US Airways Arena) του Landover, Maryland, με special guests τους Dokken. Το Μάιο του 1988, η μπάντα κυκλοφόρησε το “Ram It Down”, με κομμάτια που έμειναν εκτός του “Turbo”, συν κάποια νέα. Οι Priest, ηχογράφησαν και τρία τραγούδια με τους pop παραγωγούς Stock-Aitken-Waterman, τα “Runaround”, “I Will Return” και τη διασκευή στο κομμάτι των The Stylistics, “You Are Everything”, χωρίς όμως να συμπεριληφθούν στο album μετά από απόφαση του manager. Το συγκεκριμένο album, ήταν το τελευταίο του Dave Holland με τους Priest, μιας και το 1989 αποχώρησε από τη μπάντα.

Το 1990, η μπάντα ανακοίνωσε την πρόσληψη του Scot Travis στα τύμπανα, όπως επίσης και την κυκλοφορία του νέου της δίσκου “Painkiller”, το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Είχαν επιστρέψει για τα καλά στα πιο heavy “μονοπάτια” τους και στην περιοδεία που ακολούθησε, χρησιμοποίησαν μπάντες όπως οι Annihilator, Megadeth, Pantera, Sepultura και Testament σαν support. Highlight της περιοδείας, ήταν σίγουρα το show στο Rock In Rio, με πάνω από 100.000 θεατές. Ένα μέρος του show των Priest, περιελάμβανε το Rob Halford να καβαλάει μία Harley Davidson πάνω στη σκηνή, με δερμάτινα και γυαλιά ηλίου. Τον Αύγουστο του 1991, σε ένα show στο Toronto, ο Halford τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια αυτού του μέρους του, με αποτέλεσμα μετά το τέλος του να πάει στο νοσοκομείο για την απαραίτητη θεραπεία.  



(Συνεχίζεται ΕΔΩ…)

963
About Άγγελος Χόντζιας 375 Articles
Γεννημένος τη χρυσή δεκαετία της rock και metal μουσικής, δε θα μπορούσε να μην τον συνεπάρει το ‘’κλαψούρισμα" της ηλεκτρικής κιθάρας. Αρχικά με το ελληνόφωνο rock και έπειτα με το heavy metal. Ακόμη ηχεί στα αυτιά του η βροχή και οι εκκωφαντικές καμπάνες του ‘’Black Sabbath" από τις οποίες μυήθηκε σε αυτή τη μουσική. Λάτρης του κλασικού heavy/power/epic metal και του βασιλιά των σπορ, όπου υπήρξε και υπηρέτης στα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα. Η μακρόχρονη ενασχόληση με το heavy metal του έδωσε τη δυνατότητα να γίνει μέλος του Rockway.gr και να μπορεί να εκφράζει τη γνώμη του για τη μουσική που μας ενώνει.